Όταν στις αρχές του περασμένου φθινοπώρου ανακοινώθηκε ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να νομοθετήσει την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων (παρά το ότι λίγους μήνες πριν ο πρωθυπουργός επέμενε ότι πρέπει να προηγηθεί η συνταγματική αναθεώρηση), ουδείς από όσους εργαζόμαστε, σπουδάζουμε και ζούμε στο πανεπιστήμιο δεν εξεπλάγη. Άλλωστε από το 2011 και μετά, το ελληνικό πανεπιστήμιο δέχεται αλλεπάλληλες νομοθετικές επιθέσεις με κύριες αιχμές την μείωση των δομών του, την οικονομική του εξάντληση, την μείωση του προσωπικού σε όλες τις βαθμίδες, την μείωση των φοιτητών/τριών, την κατάργηση και της τελευταίας υπόνοιας δημοκρατίας στη διοίκησή του.
ΦΟΙΤΗΤΕΣ, ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ, εργαζόμενοι και όλη η κοινωνία που προσβλέπει στο ελληνικό πανεπιστήμιο έχουν πια συνειδητοποιήσει ότι το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο ενοχλούσε ως αυτό που ήταν. Σε αυτήν την δεκαπενταετή πλέον περίοδο αναπτύχθηκαν πολλών ειδών αντιστάσεις από όλες τις συνιστώσες της πανεπιστημιακής κοινότητας, άλλοτε μαζικές και νικηφόρες (όπως εναντίον του αλήστου μνήμης νόμου της Διαμαντοπούλου το 2011), άλλοτε χωρίς αποτελέσματα. Κρίσιμη καμπή για τα κινήματα μέσα στα πανεπιστήμια (ιδιαίτερα των πανεπιστημιακών) υπήρξε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η σταδιακή ενσωμάτωση μεγάλης μερίδας πανεπιστημιακών σε θέσεις διοίκησης. Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε με πιο ήπιο τρόπο τις μνημονιακές πολιτικές, καταφέρνοντας αφενός να αφοπλίσει μεγάλο μέρος των αντιπολιτευόμενων, αφετέρου να εφαρμόσει πολιτικές ιδιωτικοποίησης (π.χ. νομιμοποίηση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά) και συρρίκνωσης (π.χ. κλείσιμο τμημάτων και παράλληλη μετονομασία των ΤΕΙ σε ΑΕΙ).
Η περίοδος της πανδημίας και η πολύμηνη διακοπή της δια ζώσης λειτουργίας με την επιβολή της τηλε-εκπαίδευσης υπήρξε η δεύτερη κρίσιμη καμπή των τελευταίων ετών. Ο εγκλεισμός των νέων ανθρώπων, πέραν όλων των άλλων συνεπειών, σήμανε τον αναπροσδιορισμό και την επανανοηματοδότηση του τι σημαίνει γνώση και πανεπιστήμιο, προφανώς επί τα χείρω.
Όλων τούτων δοθέντων, οι φοιτητικές καταλήψεις που ξεκίνησαν στις αρχές του Γενάρη του 2024 σε πολλές πανεπιστημιακές σχολές εναντίον του νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ήταν αναμενόμενες. Δεν ήταν όμως αναμενόμενο ότι θα διαρκούσαν περισσότερο από δύο μήνες. Το βασικό θετικό χαρακτηριστικό των φοιτητικών κινητοποιήσεων ήταν ότι έφεραν το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην επικαιρότητα. Οι εβδομαδιαίες πορείες μερικές εκ των οποίων είχαν πολύ μεγάλη μαζικότητα (8 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου), οι εβδομαδιαίες μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις που υπερψήφιζαν την πρόταση για κατάληψη ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης αποδοχής –συχνά σιωπηρής– της μεγάλης πλειονότητας των φοιτητών και των φοιτητριών. Στους χώρους της φοιτητικής νεολαίας, αλλά και της νεολαίας γενικότερα, ο σχεδιασμός για ιδιωτικά πανεπιστήμια έχει μηδαμινή αποδοχή. Αντίθετα, υπάρχει μεγάλη αποδοχή του δημόσιου πανεπιστημίου ως ενός θεσμού, που παρά τα προβλήματά του, είναι από τους πλέον αξιόπιστους της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός ήταν ο πρώτος βασικός λόγος της «αντοχής» των καταλήψεων.
Η αναταραχή στο χώρο των πανεπιστημίων του τελευταίου διαστήματος υπήρξε σημαντική στο να αναδείξει το πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης και συναντήθηκε με την αυξανόμενη απονομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων συνολικά. Ωστόσο, υπάρχουν δύο κρίσιμοι τομείς στους οποίους δεν μπόρεσε να εμβαθύνει. Στην ιδιωτικοποίηση του ίδιου του δημόσιου πανεπιστημίου και στην εκτεταμένη ψηφιοποίηση και την επιβολή του «πανεπιστημίου-πλατφόρμα»
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ λόγος που οι φοιτητικές κινητοποιήσεις είχαν διάρκεια είναι περισσότερο αντιφατικός: η επιβολή μετά την τρίτη εβδομάδα των καταλήψεων της διαδικτυακής εξεταστικής. Με την διαδικτυακή εξεταστική αφενός «λειτούργησε» το πανεπιστήμιο, αφετέρου «συνεχίστηκαν» οι καταλήψεις. Ενώπιον αυτής της νέας κατάστασης, οι πολιτικοποιημένες ομάδες που ηγούνταν των φοιτητικών κινητοποιήσεων στάθηκαν αδύναμες. Το «πανεπιστήμιο-πλατφόρμα» που τείνει να επιβληθεί και είναι σύμφυτο με το ιδιωτικοποιημένο πανεπιστήμιο δεν έγινε αντιληπτό ως ο μέγιστος κίνδυνος. Άλλες συνιστώσες του φοιτητικού κινήματος θεώρησαν ότι «χρησιμοποιούν» την διαδικτυακή εξεταστική για τη συνέχιση των καταλήψεων, ενώ άλλες θεώρησαν ότι με συμβολικές διαμαρτυρίες εναντίον της διαδικτυακής λειτουργίας, θα έκαναν το καθήκον τους.
Θα ήταν, ωστόσο, ανώριμο και ανεύθυνο να περιμένουμε από τους φοιτητές να αναλάβουν όλο το βάρος της αντίστασης ενάντια στην επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο και την επιβολή των ιδιωτικών. Τα ακαδημαϊκά όργανα, οι Σύγκλητοι και οι Πρυτανείες θα έπρεπε να είχαν ορθώσει ένα τείχος υπεράσπισης του δημόσιου πανεπιστημίου. Αυτό δεν έγινε με την αποφασιστικότητα που απαιτείται. Ακόμα και η παράκαμψη του άρθρου 16 δεν ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις από τις Νομικές Σχολές της χώρας (με την τιμητική εξαίρεση της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου). Υπήρξαν, βέβαια, αντιδράσεις, από τα ακαδημαϊκά όργανα, αλλά όχι οι απαιτούμενες. Ο νέος αντιδημοκρατικός τρόπος διοίκησης των πανεπιστημίων, που επιβλήθηκε πρόσφατα από την υπουργό Κεραμέως, έχει οδηγήσει σε όργανα διοίκησης που υπολογίζουν περισσότερο από ποτέ τις σχέσεις τους με την πολιτική εξουσία.
Αντιστοίχως, τα συνδικαλιστικά όργανα των πανεπιστημιακών καθηγητών εξέφρασαν την ομόφωνη καταδίκη τους στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, προχώρησαν σε απεργίες, αλλά η αποχή από τις διαδικτυακές εξετάσεις που συχνά αποφασίστηκε δεν είχε μεγάλη απήχηση.
Κρίσιμος παράγοντας για να εξηγηθεί αυτή η στάση του σώματος των πανεπιστημιακών αλλά και των ακαδημαϊκών οργάνων είναι η προχωρημένη ιδιωτικοποίηση του ίδιου του δημόσιου πανεπιστημίου, η οποία οδηγεί σημαντικά τμήματα των πανεπιστημιακών να έχουν –ή να νομίζουν ότι έχουν– υλικά συμφέροντα από την συνύπαρξη ιδιωτικού και δημόσιου στα πανεπιστήμια. Συχνά, βέβαια, αυτοί οι πανεπιστημιακοί αγνοούν ή ξεχνούν ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο των τελευταίων σαράντα ετών ήταν αυτό που τους ανέδειξε μέσω της ανάπτυξής του σε όλους τους τομείς.
ΕΝ ΕΙΔΕΙ συμπεράσματος: η αναταραχή στο χώρο των πανεπιστημίων του τελευταίου διαστήματος υπήρξε σημαντική στο να αναδείξει το πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης και συναντήθηκε με την αυξανόμενη απονομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων συνολικά. Ωστόσο, υπάρχουν δύο κρίσιμοι τομείς στους οποίους δεν μπόρεσε να εμβαθύνει. Στην ιδιωτικοποίηση του ίδιου του δημόσιου πανεπιστημίου και στην εκτεταμένη ψηφιοποίηση και την επιβολή του «πανεπιστημίου-πλατφόρμα».
Από την ανάδειξη αυτών των σημαντικών διαστάσεων θα κριθεί στο επόμενο διάστημα αν θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε ουσιαστικά το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα, η κοινωνία και η νεολαία!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών