Του Δημήτρη Χάμψα
Το μακρόσυρτο τράβηγμα της δίκης στελεχών και βουλευτών της Χρυσής Αυγής για την υπόθεση δολοφονίας του Παύλου Φύσα και τη δολοφονική επίθεση σε βάρος του ΠΑΜΕ, δεν οδηγεί απλά στο να εθιστεί η κοινή γνώμη στη φασιστική βία και να υποτιμηθεί ο κίνδυνος της ναζιστικής οργάνωσης. Κυρίως αποθρασύνει τα στελέχη της Χρυσής Αυγής και οδηγεί σταδιακά σε «αφύπνιση» και επανεμφάνιση προκλητικών ενεργειών μετά από πολύμηνη αναγκαστική αυτοσυγκράτηση.
Τελευταία εμφάνιση υπόδικων στελεχών και βουλευτών της, πραγματοποιήθηκε σε σχολείο του Περάματος με στόχο να αποτρέψουν να παρακολουθήσουν μαθήματα παιδιά προσφύγων και μεταναστών που έχουν εγκατασταθεί στη περιοχή. Η βία και οι προπηλακισμοί γονιών και δασκάλων που διαμαρτυρήθηκαν για την παρουσία τους εκεί ήταν το ελάχιστο μπροστά στο δηλητήριο ρατσισμού και ξενοφοβίας των οπαδών του Χίτλερ.
Η προσπάθειά τους αυτή σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στη δράση της Χ. Α. Σε μια περίοδο μεγάλων εσωτερικών αναταράξεων με την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό μπλοκ και τη συστηματική προσπάθεια ξεπλύματος και ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς το κόμμα του Μιχαλολιάκου, αισθάνεται ότι διαμορφώνονται όροι ανάκαμψης των ποσοστών του και της επιρροής του. Επιστρέφει λοιπόν σε εκείνο που γνωρίζει καλά. Προκλητικές παρεμβάσεις σε φτωχές περιοχές, προνομιακό χώρο συμπύκνωσης της οργής και της δυσαρέσκειας του λαϊκού παράγοντα, με φασιστική ατζέντα που όμως αντλεί «επιχειρήματα» από την ύπαρξη και μεγέθυνση μεγάλων και πραγματικών προβλημάτων.
Ο τρόπος που δρα η Χ.Α και οι ευκαιρίες που επιχειρεί να εκμεταλλευτεί, είναι εξαιρετικά σημαντικό θέμα. Κυρίως για εκείνους που αντιλαμβάνονται τη φασιστική Χ.Α. ως πραγματικό κίνδυνο και ενδιαφέρονται να αντιμετωπίσουν την επιρροή της στους απλούς ανθρώπους πέρα από τους περιορισμούς μιας «πολεμικής σύγκρουσης» ή τους παραμορφωτικούς φακούς μιας ιδεοληπτικής αντιπαράθεσης. Η Χρυσή Αυγή δυνάμωσε, όσο δυνάμωσε, εκμεταλλευόμενη την κυβερνητική πολιτική των προηγούμενων και της σημερινής κυβέρνησης.
Για να μείνουμε μόνο στο τελευταίο παράδειγμα, η συγκέντρωση παιδιών σε εξαιρετικά μεγάλους αριθμούς , που αντικειμενικά βρίσκονται έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία, αποκλειστικά σε τάξεις και σχολεία που βρίσκονται σε ήδη φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές, συνιστά μια σημαντική υποβάθμιση της ήδη υποβαθμισμένης δημόσιας παιδείας.
Ανάλογα λειτουργεί και η εμφύτευση των κατ’ ευφημισμό «κέντρων φιλοξενίας», στην πραγματικότητα πλήρως εγκαταλειμμένων «γκέτο», αποθήκες ψυχών, στα νησιά του Αιγαίου ή στις πιο φτωχές περιφέρειες της χώρας σε εξαιρετικά άθλιες συνθήκες.
Η επισήμανση αυτή, το αίτημα για κλείσιμο των σημερινών «γκέτο φιλοξενίας» και το άπλωμα των προσφυγικών εγκαταστάσεων σε πιο μικρούς αριθμούς σε πιο πολλές περιοχές, θα έπρεπε να ήταν αίτημα της αριστεράς. Το ίδιο και η συμμετοχή των παιδιών προσφύγων σε μικρούς αριθμούς μέσα σε ένα μεγαλύτερο αριθμό σχολικών συγκροτημάτων και τάξεων, αφού είχε προηγηθεί η αναγκαία προετοιμασία εκμάθησης της γλώσσας και φυσιολογικής τους ένταξης στη σχολική κοινότητα. Γιατί η διεκδίκηση αυτή να μην είναι κοινό αίτημα της σχολικής κοινότητας, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των προοδευτικών κομμάτων;
Δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί ότι αλληλεγγύη και αντι-ρατσισμός σημαίνει αποδοχή μεγαλύτερων δόσεων υποβάθμισης της ζωής και της καθημερινότητας των πολιτών που κατοικούν σε μια περιοχή.
Πολύ περισσότερο αντι-ρατσισμός δεν σημαίνει να χαρίζονται στη Χ.Α. όσοι αντιδρούν, ακόμα και στοιχειωδώς, στην υποβάθμιση της ζωής τους. Αντίθετα, σημαίνει συστηματική προσπάθεια ανάδειξης των κυβερνητικών ευθυνών και των καταστροφικών πολέμων που γεννούν τα μεταναστευτικά ρεύματα.