Δίχως τέρατα, μάχες και διαγαλαξιακές αυτοκρατορίες, η απολαυστική ταινία επιστημονικής φαντασίας «Η Διάσωση» (2015), του Άγγλου Ρίντλεϊ Σκοτ, εμβληματικού σκηνοθέτη των θρυλικών «Άλιεν» (1979) και «Μπλέιντ Ράνερ» (1982), επικεντρώνεται στη λογική, με τον πρωταγωνιστή να στρέφεται στην επιστήμη με χιούμορ και αισιοδοξία. Βασισμένη στο κορυφαίο σε πωλήσεις πρώτο μυθιστόρημα του Άντι Γουέιρ «Άνθρωπος στον Άρη» (2011), η ταινία αυτή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ως τώρα εισπρακτική επιτυχία του σκηνοθέτη, με τζίρο άνω των 630 εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, έναντι κόστους 108 εκατομμυρίων.

Στο κοντινό μέλλον, η αμερικάνικη αποστολή Ares 3 βρίσκεται στον πλανήτη Άρη με εξαμελές πλήρωμα, για τη διεξαγωγή ερευνών. Λόγω άγριας θύελλας, η κυβερνήτρια Μελίσσα Λιούις (Τζέσικα Τσαστέιν) αποφασίζει να αναχωρήσουν άμεσα από τον πλανήτη, εγκαταλείποντας τον βοτανολόγο αστροναύτη Μαρκ Γουάτνι (Ματ Ντέιμον) που θεωρήθηκε νεκρός όταν χάθηκε στο σκοτάδι, χτυπημένος από εκτοξευμένο κομμάτι σπασμένης κεραίας. Ο Μαρκ τελικά επέζησε, διαπιστώνοντας πως θα πρέπει να επιβιώσει για καιρό ολομόναχος σε έναν αφιλόξενο πλανήτη. Και ενώ στη Γη διεξάγεται η κηδεία του, στο Διαστημικό κέντρο του Χιούστον, οι δορυφορικές εικόνες από την περιοχή της αποστολής παρουσιάζουν αλλαγές ανθρώπινης παρέμβασης, δείγμα πως ο Μαρκ είναι ζωντανός. Εξετάζοντας προσεκτικά όλες τις πιθανότητες, ξεκινούν πυρετώδεις προετοιμασίες για τη διάσωσή του, με μοναδική επικοινωνία ένα απαρχαιωμένο τηλεκινούμενο pathfinder.

Σε αντίθεση με τη στιβαρότερη και περίπλοκη ταινία επιστημονικής φαντασίας «Interstelar» (2014/Κρίστοφερ Νόλαν), όπου εμπλέκονται μεταφυσικά αστροφυσική και οι δυσκολονόητες θεωρίες της Σχετικότητας, η «Διάσωση» συνδυάζει αρμονικά ψυχαγωγία και εκπαιδευτική διάσταση, παρουσιάζοντας ανάλαφρα μια ιστορία επιβίωσης, που επικεντρώνεται στην πρακτική επίλυση όσων προκύπτουν, παρακάμπτοντας τη μοναξιά ενός ναυαγού αλλά και κάθε συναισθηματική διάσταση. Γέννημα-θρέμμα ενός τεχνολογικού πολιτισμού, ο ήρωας πασχίζει να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της δύσκολης επιβίωσης, επιστρατεύοντας τις επιστημονικές του γνώσεις. Ωστόσο, ο ορθολογισμός του πρωταγωνιστή και κυρίως οι λεπτομερείς περιγραφές του τεχνολογικού εξοπλισμού που διαθέτει, μοιάζει να γίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της υπαρξιακής του υπόστασης απέχοντας παρασάγγας από τη φιλοσοφία της σοβιετικής επιστημονικής φαντασίας.

Σε κλίμα επιστημονικής αληθοφάνειας, η ταινία κλείνει το μάτι στους λάτρεις των θετικών επιστημών, καθώς ο ευρηματικός Μαρκ ως άλλος «διαστημικός» Ροβινσώνας Κρούσος, βασίζεται στις αρχές μαθηματικών, φυσικής και χημείας, επιχειρώντας με ό,τι διαθέτει, να παράγει επιπλέον νερό αλλά και λίπασμα, για να καλλιεργήσει τροφή στον Άρη. Εφευρίσκοντας ευφάνταστες πατέντες για την επιβίωσή του, μετατρέπεται σε πολυμήχανο Οδυσσέα και με χιούμορ στα όρια αυτοσαρκασμού, μαθαίνει από τα λάθη του, ενώ σκέφτεται μακροπρόθεσμα υπολογίζοντας ανάποδα το χρόνο, σε σχέση με αποστάσεις, αποθέματα τροφής και ενέργειας. Αποφασισμένος να επιβιώσει ο αγέρωχος Μαρκ του Ντέιμον, ρόλος στα μέτρα του χαμογελαστού διάσημου σταρ, διατηρεί πνευματική διαύγεια παρά τις συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης, αντιμετωπίζοντας πληθώρα προβλημάτων.

Ωστόσο, απορίες δημιουργεί η επιδεικτική παρουσία της NASA, τόσο στο βιβλίο, που γράφτηκε σε συνεργασία με τους επιστημονικούς σύμβουλους του συγκεκριμένου οργανισμού, όσο και στην ταινία, όπου χρησιμοποιούνται πραγματικά διαστημικά οχήματα της NASA. Παρά τις έξυπνες προσπάθειες επίλυσης δύσκολων προβλημάτων και τα αιχμηρά σχόλια για το Δίκαιο των διεθνών υδάτων και τις ερμηνείες εποικισμού που μετατρέπουν τον ήρωα σε «διαστημικό» πειρατή, η ταινία ακόμα κι αν στον τέλος υποστηρίζει ως αναγκαία την κινέζικη εμπλοκή, μοιάζει να προπαγανδίζει την αμερικάνικη υπεροχή, εκθειάζοντας τη NASA, παραγνωρίζοντας τη σοβιετική πρωτιά του κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν.

Η ταινία αυτή συνδέει τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» (1998/Στίβεν Σπίλμπεργκ), όπου πάλι ο Ντέιμον διασώζεται από μια ομάδα Αμερικάνων στρατιωτών στην κατεχόμενη Γαλλία του Β΄Π.Π., με τον «Ναυαγό» (2000/Ρόμπερτ Ζεμέκις), καθώς ο απισχνασμένος λόγω διατροφικής ανεπάρκειας Μαρκ θυμίζει τον Τομ Χανκς στο ρόλο του απελπισμένου ναυαγού. Μεταξύ ταινιών επιβίωσης και διάσωσης, η ταινία του Σκοτ εξετάζει παράλληλα και τις δυο πλευρές, επιζήσαντα και διασώστη. Στον αντίποδα ταινιών επιβίωσης με μοναχικό πρωταγωνιστή, στη διάσωση του Μαρκ εμπλέκεται πλήθος προσώπων, με την εναλλαγή σκηνών μεταξύ Άρη και Γης, σύμφωνα με τη δομή του βιβλίου.

Ακολουθώντας στενά τον πρωταγωνιστή, η ταινία καταγράφει με γλαφυρό τρόπο αποσπασματικά στιγμιότυπα της καθημερινότητάς του, όπου κάνει τα πάντα μόνος του, με κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση, μέσα από σύντομα πλάνα με κοφτό μοντάζ, ενίοτε και με επιταχυμένη κίνηση, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές φάσεις χρονοβόρων και επίπονων διαδικασιών. Η αποτύπωση της χειρωνακτικής εργασίας του σε επίμονα κοντινά πλάνα ανακαλεί την κινηματογράφηση κοινωνικού ρεαλισμού του Ολλανδού ντοκιμαντερίστα της εργατικής τάξης Γιόρις Ίβενς.

Στις λήψεις με ευρυγώνιο, οι ερημικές εκτάσεις πίσω απ’ τον Μαρκ απεικονίζουν τα τοπία της κοιλάδας Γουάντι Ρουμ στην Ιορδανία, όπου γυρίστηκε η ταινία, περιοχή που έχει αποτελέσει το σκηνικό πολλών υπερπαραγωγών επιστημονικής φαντασίας.

Συχνά ο Μαρκ κινηματογραφείται μετωπικά, μέσα από κάμερες κλειστού κυκλώματος του σκάφους, σε μια προσωποκεντρική αφηγηματική οπτική, που συνδυάζεται με την εκτός κάδρου αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο, συμβαδίζοντας με αντίστοιχη αφήγηση και στο βιβλίο, στα αποσπάσματα του ημερολογίου αποστολής. Στην ταινία, αυτό μεταφέρεται μέσα από το τέχνασμα της βιντεοσκοπημένης ημερολογιακής καταγραφής, όπου ο Μαρκ αφηγείται κοιτώντας κατάματα την οθόνη, σε άμεση επικοινωνία με τον θεατή, σαν σε βιντεοκλήση,  παραπέμποντας στη σύγχρονη ναρκισσιστική αισθητική των «σέλφι», ενώ και η αφίσα της ταινίας, έχει το πρόσωπο του πασίγνωστου σταρ με το βλέμμα στο φακό.

Στα πανοραμικά πλάνα της αρχής, στα πορτοκαλίζοντα τοπία του πλανήτη Άρη, η αισιοδοξία που βασιλεύει εκφράζεται με κιθάρα στην ενορχήστρωση της πρωτότυπης μουσικής του Άγγλου Χάρι Γκρέγκσον-Γουίλιαμς, στην τέταρτη συνεργασία του με τον Σκοτ. Στην άτακτη εγκατάλειψη, η αίσθηση συμφοράς ενισχύεται από θλιμμένα βιολιά, καθώς η κάμερα εστιάζει στο αδειανό κάθισμα του αστροναύτη που άφησαν πίσω, ενώ στις σκηνές όπου ο Μαρκ μαζεύει τα πράγματα των απόντων συναδέλφων του, ξεχωρίζει ήχος πιάνου, μεταφέροντας τη μοναξιά του. Αντιθέτως, αισιόδοξη ρυθμική μουσική με άρπα και αρμόνιο συνοδεύουν τους υπολογισμούς του, καθώς καταστρώνει σχέδιο επιβίωσης, ενώ η παρουσία ζωής, μόλις ξεμυτίσει το πρώτο βλαστάρι, αναδεικνύεται με ευαίσθητο ηχόχρωμα τσέλου. Αίσθηση ηλεκτρονικής μουσικής του ’80 με συνθεσάιζερ υπογραμμίζει την έμπνευση του Μαρκ να χρησιμοποιήσει τα δεκαεξαδικά, συνδέοντας τη φαεινή αυτή ιδέα με την αισθητική της δεκαετίας του ’80, εποχή καθιέρωσης της NASA μέσα από τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, που καλλιέργησαν το μύθο της αδιαμφησβήτητης υπεροχής της.

Η ταινία χαρακτηρίζεται ωστόσο μοναδικά από τη χρήση τραγουδιών ντίσκο, που επιστρατεύονται προκειμένου να ενισχυθούν χιούμορ και αισιοδοξία, σε αντιστοιχία και με τη χολιγουντιανή επιστημονική φαντασία με υπερήρωες της Μάρβελ «Οι φύλακες του Γαλαξία» (2014/Τζέιμς Γκαν), όπου παλιότερες επιτυχίες ακούγονται στο πνεύμα νοσταλγικού φετιχισμού της δεκαετίας του ’80, χολιγουντιανή πατέντα ανακύκλωσης παλιομοδίτικων ψυχαγωγικών προϊόντων και στις νεότερες γενιές.

Έτσι, η ιδέα της λίστας τραγουδιών στο βιβλίο, ως η μοναδική μουσική που ακούει ο Μαρκ παρότι δεν του αρέσει, στην ταινία απογειώνεται με την «ανακουφιστική» χρήση παρόμοιων -αλλά διαφορετικών από το βιβλίο- ντίσκο επιτυχιών σε συγκεκριμένες στιγμές, με στίχους προσαρμοσμένους στη διάθεση του πρωταγωνιστή, αντισταθμίζοντας τη μοναξιά του. Το «Turn the beat around» (1975/Vickie Sue Robinson), τη στιγμή που ο Μαρκ βγαίνει φρέσκος από το ντους, αντιστρέφει χιουμοριστικά την εικόνα του θλιμμένου μοναχικού αστροναύτη, που φαντάζονται οι επιστήμονες στη Γη, καθώς ο Μαρκ δεν είναι απελπισμένος για τη δυσχερή του θέση, αλλά για την κακή ποιότητα μουσικής. Το «Hot Stuff» (=καυτό υλικό, 1979/Donna Summer), παρά το μεταφορικό τίτλο με σεξουαλικό υπονοούμενο, εδώ χρησιμοποιείται με κυριολεκτική σημασία, επειδή κουβαλάει Θερμοηλεκτρική Γεννήτρια Ραδιοϊσοτόπων, ως λύση θέρμανσης, για εξοικονόμηση των μπαταριών του ρόβερμποτ, κατά το μακρύ ταξίδι του προς τον κρατήρα Σκιαπαρέλι. Η ταινία σφραγίζεται στους τίτλους τέλους με το θρυλικό «I Will Survive» (1978/Gloria Gaynor) που μεταφέρει στην κυριολεξία το μήνυμα των στίχων και ας αναφέρεται σε επιβίωση μετά από ερωτική απογοήτευση.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!