Ακρόαση πρώτη
Μια νεαρή φοιτήτρια κοιτώντας το φεγγάρι από το παράθυρό της, αναπολεί τις ιδιαίτερες στιγμές που έχει περάσει με ένα καλλιτέχνη που θαυμάζει ιδιαίτερα. Γυρίζει χρόνια πίσω, πιθανότατα στην εφηβεία της. Θυμάται τις αφίσες που είχε κρεμασμένες στους τοίχους του παλιού δωματίου, τις σεξουαλικές επαφές μαζί του και κάνει έναν απολογισμό για το ποιο ήταν το κέρδος από όλη αυτή την ιστορία.
Ο καλλιτέχνης απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στη νεαρή κοπέλα. Με απομακρυσμένο και αφ’ υψηλού ύφος, χωρίς καθόλου συναίσθημα, δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να εξηγήσει κάτι. Δηλώνει πως δε χρειάζεται να το ψάχνει. Άλλωστε ο ίδιος είναι πολύ μακριά. Η «άνεσή» του για το συμβάν, ο ναρκισσισμός του είναι σε τέτοιο επίπεδο που φτάνει να τη χαρακτηρίζει μια απλή βίζιτα, η οποία μάλιστα ήταν αποδεκτή από τη μητέρα της, παρόλο που αρνείται να το παραδεχτεί.
Η συγκεκριμένη ιστορία ντύνεται –παραδόξως– με μια χαρούμενη και ποπ μελωδία, παρά το γεγονός ότι πραγματεύεται μια αρκετά σκοτεινή, στην οποία ο θρασύς καλλιτέχνης εκμεταλλεύεται τον θαυμασμό μιας έφηβης, της οποίας η μητέρα κάνει τα στραβά μάτια, ενώ ο περίγυρος αναφωνεί υποκριτικά –καθώς μέχρι πρότινος σιωπούσε– «αίσχος» στο τέλος του τραγουδιού[1].
Και που θέλει να μου πιάνει και τον κω…
Τέτοιες μέρες πριν από 4 χρόνια έφευγε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Ο «μοναχικός καουμπόι, της ελληνικής δισκογραφίας. Ο «Λουκι-Λουκ» που αντί για τη Ντόλυ είχε την μουσική του και αντί για πιστόλια τα πλήκτρα του πιάνου του. Καυστικός και σαρκαστικός, μα συνάμα τρυφερός. Με ένα διαρκές μειδίαμα, το οποίο κάλυπτε το μελαγχολικό του χαμόγελο. Συνεχιστής του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού, αλλά η δική του «ελαφράδα» δε χαρακτηριζόταν ποτέ από ελαφρότητα. Άλλωστε η μουσική του έκρυβε πολλή δουλειά και πολύ κόπο, συνδυάζοντας με ιδιαίτερο και ελκυστικό τρόπο τα 50’s, το ελαφρό, τα βαλσάκια, τη σάμπα, την μπόσα νόβα με την country, την jazz και τα blues, ακόμη και με εμβατήρια.
Είναι εντυπωσιακό πόσο συχνά επιστρέφουν στο παρόν τα τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ακόμη κι αν έχουν γραφτεί δεκαετίες πριν. Αυτό έχει να κάνει με τη άμεση και καθημερινή θεματολογία του, με τον απλότητα αλλά όχι απλοϊκότητα των στίχων του. Στίχοι αιχμηροί, οι οποίοι αποτελούσαν τα σπιρούνια του καουμπόι, αποτέλεσμα του υπογείου και δολοφονικού του χιούμορ, που πολλές φορές γίνονται –ίσως σε περισσότερες από μια περιπτώσεις– σλόγκαν.
Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το «Μια μέρα της Μαίρης»[2]. Η Μαίρη Παναγιωταρά ήταν μια ιδέα της Άννας Παναγιωτοπούλου, η οποία πήρε σάρκα και οστά την περίοδο του «Ελεύθερου Θεάτρου». Εκτός θεατρικής σκηνής, παίχτηκε πρώτη φορά ζωντανά στη αξέχαστη συναυλία που έλαβε χώρα στο Λυκαβηττό. Μάλιστα το συγκεκριμένο τραγούδι και το «Πού βαδίζουμε κύριοι» ήταν τα αυτά που έκλεισαν τη συναυλία του καλοκαιριού του 1982. Αργότερα και τα δυο θα συμπεριληφθούν στον δίσκο «Χαμηλή Πτήση», τον πιο ροκ δίσκο του. Ένας δίσκος με ήχο beat που κλείνει το μάτι στον Tom Waits και που καταπιάνεται με πληθώρα θεμάτων όπως είναι η σεξουαλική απελευθέρωση, η αυτοκαταστροφή του αλκοόλ, η ματαιότητα του πλούτου και το γλυκόπικρο της νιότης που φεύγει.
Η Αφροδίτη Μάνου με την ερμηνεία της πάνω στους στίχους και τη μουσική του Λούκι, έγινε η Μαίρη Παναγιωταρά. Έγινε η γυναίκα που βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα ταχύτητας, προκειμένου να ανταπεξέλθει στον πολλαπλό της ρόλο. Νοικοκυρά, μάνα, εργαζόμενη και φυσικά σύζυγος, αλλά πουθενά γυναίκα. Ο δεικτικός και χιουμοριστικός τρόπος του Κηλαηδόνη να μιλήσει για το γυναικείο ζήτημα στη Ελλάδα του ’80, ήταν ταυτόχρονα και πολύ διαπεραστικός.
Παρόλα αυτά δε φαίνεται να έχουν αλλάξει πολλά πράγματα τα τελευταία 40 χρόνια. Η γυναίκα εξακολουθεί να πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, τόσο από το σύστημα στο σύνολό του (πολιτικό, οικονομικό) αλλά και στις εκάστοτε ορέξεις, απειλές, χρήσεις και βιαιοπραγίες. Και ο θύτης έχει πολλά πρόσωπα και ταυτότητες.
Οι χιλιάδες γυναίκες της Χιλής που συγκεντρώθηκαν τον Δεκέμβρη του 2019 μπροστά στο εθνικό στάδιο του Σαντιάγο με τα μαύρα μαντήλια στα μάτια και τα κόκκινα φουλάρια στο λαιμό φώναξαν: «Ο βιαστής είσαι εσύ»[3]:
Το λάθος δεν ήταν δικό μου, δεν έφταιγε το πού ήμουν ούτε το πώς ήμουν ντυμένη,
Ο βιαστής είσαι εσύ,
Είναι ο στρατός, είναι οι δικαστές, είναι η κυβέρνηση, είναι ο πρόεδρος
Το καταπιεστικό κράτος είναι ένας άντρας-βιαστής
Όπως μπορεί να είναι ο θείος της 18χρονης Αλεξάνδρας στο Αιγάλεω, της οποία τα «νέα» δεν τα μάθαμε από την ίδια αλλά από το τραγούδι που την παρουσίασε σαν «ζωηρή» γυναίκα και όχι σαν το κορίτσι που αντιστάθηκε στο βιασμό[4].
Όπως μπορεί να είναι τα αφεντικά της 14χρονης Σπυριδούλας που κατηγορήθηκε ότι έκλεψε λεφτά και της σιδέρωσαν το πρόσωπο και για να μη ξεχαστεί η αγριότητα οι αδελφοί Σπυρόπουλοι έδωσαν το όνομά της στην μπάντα τους.
Όπως μπορεί να είναι το αφεντικό και ο «πασάς» της Μαίρης Παναγιωταρά
Όπως μπορεί να είναι οι φονιάδες της Ελένης Τοπαλούδη, την οποία σκέφτεται ο Φοίβος Δεληβοριάς: «κι αν θαχε κάποιο λόγο για ένα τραγούδι / που ν’ ανεβεί στα δίχτυα που την πνίξαν / στη θάλασσα να πέσει που τη ρίξαν».
Ακρόαση δεύτερη
Αυτές τις μέρες συνεχώς έρχονται στο φως δημοσιότητας, σειρά από καταγγελίες για κάθε λογής κακοποιήσεις ή επιθέσεις σε γυναίκες. Μέχρι στιγμής αφορούν κυρίως τον αθλητικό και καλλιτεχνικό χώρο. Ανεξάρτητα από τη συμφωνία ή διαφωνία στο πώς και από ποιους διεξάγεται η συζήτηση μετά τις καταγγελίες, είναι σημαντικό να τεθεί ανοιχτά το γυναικείο ζήτημα. Η πιο πρόσφατη καταγγελία αφορά αυτή της Λυδίας Σέρβου για τη σεξουαλική επίθεση που δέχτηκε το 1992 από τον συνθέτη Δήμο Μούτση, όταν ήταν ακόμη 15 χρονών.
Το «Μην το ψάχνεις… Δεν πειράζει» του Δήμου Μούτση, κυκλοφόρησε πέντε χρόνια πριν από το Φεβρουάριο του 1992 (για τη Λ. Σέρβου δεν ήταν καθόλου «Άγιος»), τότε που, σύμφωνα με την καταγγελία της τραγουδίστριας, ο συνθέτης τής επιτέθηκε σεξουαλικά στο σπίτι του στο Παγκράτι, κατά τη διάρκεια ακρόασης.
Ο Θάνος Μικρούτσικος έγραφε πως η μνήμη όταν επιστρέφει εκδικείται. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τα τραγούδια.
Κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε
Το 2000, την περίοδο των Συνήθων Υπόπτων ο Χρήστος Θηβαίος θα γράψει το τραγούδι «Γυναίκα»[5], στο οποίο θα συμμετέχει με τα μαγευτικά της φωνητικά και η Emilia Ottaviano. Πρόκειται για έναν ύμνο στη γυναίκα, που δεν μπορεί παρά να συγκλονίζει. Ο ήρωας του τραγουδιού περνάει μέσα από πολέμους και τυραννίες, από την τρέλα και τη μοναξιά, για να αποδώσει εν τέλει, φόρο τιμής στη γυναίκα που στο διάβα των αιώνων έχει υποφέρει τόσα. Αυτή είναι η «μουσική» οπτική με την οποία μπορούμε να τασσόμαστε. Μια οπτική αυτοκριτικής για τη διαρκή καταπίεση της γυναίκας, μια οπτική που μπορεί να συμβάλλει στην απελευθέρωσή της.
Απόψε πότισα τις ρίζες που ονειρεύτηκες / και τους καρπούς που εγκυμονούσε η τροχιά σου,
Κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε / πόνος στη γέννα προσκυνώ την αρχοντιά σου (…)
Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ’ την ανάσα σου / δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής,
γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με / γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις.