Πρώτη δύναμη η… απόρριψη όλων
Εν μέσω γενικευμένης απαξίωσης της εκλογικής διαδικασίας πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών στη Βραζιλία. Η «απορριπτική» στάση (αποχή, λευκό και άκυρο) αναδείχθηκε, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της πολυπληθέστερης χώρας της Λατινικής Αμερικής, σε πρώτη δύναμη. Όχι ότι ήταν απρόσμενο, μιας και η λαϊκή δυσαρέσκεια, βοηθούντων και των πανίσχυρων ιδιωτικών ΜΜΕ, παρέσυρε περισσότερο το Κόμμα Εργατών (ΡΤ) της ανατραπείσης προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ και λιγότερο την κεντροδεξιά. Έτσι, ήταν κυρίως η δεξαμενή των απογοητευμένων πάλαι ποτέ υποστηρικτών του ΡΤ που τροφοδότησε την απόρριψη συνολικά του πολιτικού συστήματος σε τέτοια πρωτοφανή έκταση.
Βέβαια η κεντροδεξιά, που πρωτοστάτησε στο θεσμικό πραξικόπημα κατά της Ρούσεφ, βρήκε την ευκαιρία να πανηγυρίσει – μετρημένα βέβαια, λόγω της γενικευμένης απαξίωσης. Για παράδειγμα στο μεγαλύτερο δήμο της χώρας, το Σάο Πάολο, ο κεντροδεξιός υποψήφιος «θριάμβευσε» με 3.085.000 ψήφους. Την ίδια στιγμή, απείχαν 1.941.000 πολίτες, ενώ 789.000 έριξαν άκυρο και 368.000 λευκό. Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, το Ρίο ντε Τζανέιρο, θα αναμετρηθούν στο δεύτερο γύρο ο υποψήφιος του κεντροδεξιού συνασπισμού (842.000 ψήφοι) με τον υποψήφιο του αριστερού PSOL (553.000 ψήφοι) – ενώ απείχαν 1.189.000 πολίτες και 678.000 ψήφισαν άκυρο-λευκό! Σκηνικό που επαναλήφθηκε λίγο-πολύ σε ολόκληρη τη Βραζιλία.
Καθοριστική η απογοήτευση και κούραση
Είναι αλήθεια από την άλλη ότι, παραδοσιακά, σε αυτού του είδους τις εκλογές οι Βραζιλιάνοι ψηφοφόροι δεν επιλέγουν κυρίως με βάση την πολιτική τους ιδεολογία, αλλά με διαφορετικά κριτήρια. Για παράδειγμα στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, το 2012, το τότε πανίσχυρο στην κεντρική πολιτική σκηνή Κόμμα Εργατών είχε περιοριστεί στον έλεγχο μόλις 632 δήμων σε σύνολο 5.568. Τώρα όμως προβλέπεται ότι δεν θα κερδίσει ούτε τους μισούς από αυτούς…
Έτσι αναδεικνύεται και πάλι με δραματικό τρόπο το κεντρικό πρόβλημα: η όλο και πιο νεοφιλελεύθερη διαχείριση της ανατραπείσης προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ, αλλά και η συνέχιση της διαφθοράς από όλο το πολιτικό φάσμα, απογύμνωσε το ΡΤ από τις κοινωνικές συμμαχίες που το στήριζαν ενεργητικά και το έφεραν τελικά στην εξουσία. Και όταν η κεντροδεξιά, πρωταγωνίστρια της διαφθοράς αλλά με τα ΜΜΕ να την αβαντάρουν προκλητικά, επιχείρησε το θεσμικό πραξικόπημα, ήταν πια αργά: οι λαϊκές μάζες, κουρασμένες και απογοητευμένες στην πλειοψηφία τους, δεν μπόρεσαν να το εμποδίσουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σημερινός «πρόεδρος» Μισέου Τεμέρ, τον οποίο η Ρούσεφ είχε ορίσει αντιπρόεδρό της (παρά τις προειδοποιήσεις των κοινωνικών κινημάτων να μην το κάνει…), χαίρει οιασδήποτε λαϊκής υποστήριξης. Σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο είναι υπόδικο για σκάνδαλα διαφθοράς, και η δημοτικότητα του ίδιου έχει κατρακυλήσει σε μονοψήφια ποσοστά μέσα στους λίγους μήνες που «ασκεί την εξουσία» για λογαριασμό της ολιγαρχίας και των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και το σύνθημα «Fora Temer» («Κάτω ο Τεμέρ») κυριαρχεί στις διαδηλώσεις – χωρίς όμως να μεταφράζεται σε ενεργητική υποστήριξη του ΡΤ.
«Δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η φάρσα»
Σε μια πρώτη μετεκλογική τοποθέτησή του ο Ζοάο Πέντρο Στέντιλε, ιστορικός ηγέτης του μαζικού Κινήματος Ακτημόνων (MST), επισημαίνει ότι οι εκλογές της περασμένης Κυριακής ήταν οι πιο απολίτικες, και διεξήχθησαν ενώ «η βραζιλιάνικη κοινωνία βιώνει μία από τις χειρότερες οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές κρίσεις στην ιστορία της». Την ίδια στιγμή, λέει ο Στέντιλε, «κανείς δεν μιλά γι’ αυτό – αντίθετα, κυριαρχεί όποιος έχει χρήματα και… προσωπικά χαρίσματα»! Έτσι εξηγείται, συνεχίζει, η νίκη «τόσο πολλών και μικρών σχηματισμών που δεν αντιστοιχούν σε υπαρκτά κόμματα», ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι «η στάση των ΜΜΕ μπορεί να συγκριθεί μόνο με την εποχή του μακαρθισμού στις ΗΠΑ».
Όμως, παρά την κριτική υποστήριξη που πρόσφερε μέχρι πρόσφατα στο κόμμα της Ρούσεφ, ο επικεφαλής του MST αναγνωρίζει ότι το κεντρικό πρόβλημα είναι πως «ο λαός είναι δυσαρεστημένος με τους πάντες». Και γι’ αυτό επαναφέρει την πρόταση των κοινωνικών κινημάτων για μια βαθιά πολιτική μεταρρύθμιση που θα διασφαλίζει πολύπλευρα (π.χ. με δημοψηφίσματα και ανάκληση των αιρετών που δεν υλοποιούν το προεκλογικό τους πρόγραμμα) την πραγματική δημοκρατία και το σεβασμό της λαϊκής βούλησης: «Είναι αναγκαίο να αγωνιστούμε για τη σύγκληση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Και είμαι σίγουρος ότι οι υποτιθέμενοι νικητές δεν θα χαίρονται για πολύ αυτή τη φάρσα. Ο λαός μας θα βρει άλλους τρόπους κινητοποίησης και επιβολής της θέλησής του».
Ερρίκος Φινάλης