Η υπουργική απόφαση για τους όρους της ανακεφαλαιοποίησης υποτίθεται ότι ήταν ανάμεσα στις πρώτες κυβερνητικές προτεραιότητες, πλην όμως η τελική διατύπωση παρατείνεται μέχρι το Πάσχα, με διαβουλεύσεις τόσο με την τρόικα (και χθες με το άτυπο Eurogroup της Κοπεγχάγης) όσο και με τους ίδιους τους τραπεζίτες. Θεωρητικά η χρονοτριβή αυτή υποτίθεται ότι σχετίζεται με την απαίτηση της τρόικας και ιδιαίτερα της ΕΚΤ να διασφαλίζεται πως τα χρήματα που θα δοθούν στις τράπεζες θα περάσουν στη λεγόμενη πραγματική οικονομία, για να δώσουν μια ελάχιστη ανάσα ανάπτυξης στη ψυχορραγούσα παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα. Στην πράξη, ωστόσο, το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης είναι όχι ο αναπτυξιακός ρόλος των τραπεζών, αλλά τα δικαιώματα των μεγαλομετόχων τους και η διασφάλιση του ιδιωτικού τους χαρακτήρα.
Η υπό συζήτηση διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών προβλέπει την ενίσχυσή τους με ένα κεφάλαιο περίπου 25-30 δισ., όσα περίπου υπολογίζεται ότι θα εγγράψουν ως ζημιές από την ανταλλαγή των ομολόγων. Η ανακεφαλαιοποίηση αυτή θα γίνει μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα καλυφθεί από το δημόσιο, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο θα αποκτήσει κοινές μετοχές. Ωστόσο, ένα ποσοστό 10% κατ’ ελάχιστον θα πρέπει να καλυφθεί με συμμετοχή των παλαιών μετόχων που καλούνται να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Κι εκεί αρχίζει το αλισβερίσι.
Γενναιόδωρα κίνητρα
Οι τραπεζίτες ζητούν γενναιόδωρα κίνητρα για τη μικρή συμμετοχή τους στην ανακεφαλαιοποίηση. Ζήτησαν, μάλιστα, την παρέμβαση του πρωθυπουργού για να εξασφαλιστεί μια ευνοϊκή γι’ αυτούς έκβαση της διαπραγμάτευσης. Και, κατά τα φαινόμενα, σε μια τέτοια έκβαση υπέρ των τραπεζιτών δεν έχουν καμιά αντίρρηση και οι εταίροι της συγκυβέρνησης. Ενδεχομένως είναι η τρόικα που δεν θέλει υπερβολές στη «γενναιοδωρία» των κινήτρων προς τους ιδιώτες μετόχους. Επιπλέον, η ΕΚΤ φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να ελέγξει ότι η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης δεν θα γίνει «κερκόπορτα» για αθρόα διείσδυση κεφαλαίων από εκτός Ευρωζώνης περιοχές, κάτι που αφορά ιδιαίτερα τη μετοχική σύνθεση μερικών ελληνικών τραπεζών, αλλά και ισπανικών που περιμένουν στην ουρά της ανακεφαλαιοποίησης, με ποσά πολύ μεγαλύτερα από αυτά που αφορούν την Ελλάδα.
Οι τραπεζίτες ισχυρίζονται -και ουσιαστικά απειλούν- ότι χωρίς γενναιόδωρα κίνητρα θα υπάρξει επενδυτική αποχή από τις αυξήσεις κεφαλαίων, άρα θα επιδεινωθεί η χρηματιστηριακή απαξίωση των τραπεζών οι οποίες θα κρατικοποιηθούν εντελώς.
Δικαιώματα και προνόμια
Η λέξη «κρατικοποίηση», παρ’ ότι οι τράπεζες με τα χρήματα που έχουν ήδη ευεργετηθεί από το κράτος και την ΕΚΤ θα έπρεπε να είναι προ πολλού κρατικές, προκαλεί δέος στις δυο πλευρές της διελκυστίνδας. Γι’ αυτό και αναζητείται η ιδεώδης φόρμουλα για να αποτελέσει η κατ’ ευφημισμόν κρατικοποίηση αυτό που πραγματικά θέλουν να είναι: κοινωνικοποίηση των τραπεζικών ζημιών.
Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί αυτό;
Πρώτον, με το δεδομένο ότι το δημόσιο, παρ’ ότι θα αποκτήσει μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πλειοψηφικά ποσοστά στα κεφάλαια των τραπεζών, δεν θα ασκήσει δικαιώματα διοίκησης για περίπου τέσσερα χρόνια, μέσω της φόρμουλας της αναστολής δικαιωμάτων ψήφου.
Δεύτερον, με ένα σύνολο προνομίων προς τους παλαιούς μετόχους των τραπεζών με κεντρικό στοιχείο την πλήρη ανάκτηση του ελέγχου τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Μία μορφή είναι τα warrants, παραστατικά απόκτησης μετοχών, που τους δίνουν τη δυνατότητα να επανακτήσουν τις μετοχές στο μέλλον σε μια προκαθορισμένη τιμή. Ο καβγάς μεταξύ τρόικας και τραπεζιτών για τα κίνητρα στους παλαιούς μετόχους αφορά πρωτίστως αυτή την τιμή-κίνητρο. Αλλά τα προνόμια των τραπεζιτών -και τα αιτήματά τους- δεν εξαντλούνται σ’ αυτό. Πιθανότατα θα τους δοθεί η δυνατότητα συμμετοχής στην ανακεφαλαιοποίηση με ένα υψηλό ποσοστό ομολογιών μετατρέψιμων σε μετοχές, που άλλωστε θα το εισηγηθεί η «δική τους» Τράπεζα της Ελλάδος, και με επιτόκιο μεταξύ 5% έως 10%. Επιπλέον αυτών, οι τραπεζίτες διεκδικούν -και μάλλον θα πάρουν- δικαιώματα επαναγοράς μετοχών που θα κατέχει το δημόσιο με ίδια κεφάλαια, π.χ. από πώληση περιουσιακών τους στοιχείων.
Εν ολίγοις, το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα που θέλει να εμφανίζεται ως το κατ’ εξοχήν «θύμα» της κρίσης και του PSI, διεκδικεί ξανά μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα: και να διασωθούν με χρήματα των φορολογουμένων πάλι οι τράπεζες, και να μη θιγεί ο ιδιωτικός τους έλεγχος, αλλά και να χρηματοδοτηθεί -πάλι από τους φορολογουμένους- η ανάκτηση της ιδιοκτησίας τους. Μονά ζυγά δικά τους.