Του Γιώργου Φλωράκη. Οι νεότεροι από εμάς αγνοούν παντελώς τη σχέση ενός μολυβιού με μία κασέτα.
Θεωρούν κατά πάσα πιθανότητα ότι πρόκειται για δύο περιορισμένης πλέον σπουδαιότητας χρηστικά αντικείμενα του παρελθόντος, το πρώτο από τα οποία έχει αντικατασταθεί από το πληκτρολόγιο και το δεύτερο από το CD, για να μην πω από το σκληρό δίσκο. Οι παλαιότεροι όμως από εμάς θυμούνται τον εαυτό τους για να μην σπαταλούν τις μπαταρίες του κασετοφώνου τους, να γυρνούν με τη βοήθεια ενός μολυβιού την κασέτα στην αρχή της πλευράς που ήθελαν να ακούσουν.
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι ακόμη και όσοι χρησιμοποιούσαμε πολύ τις κασέτες, τις θεωρούσαμε κατώτερες από το δίσκο βινυλίου, κι αυτό γιατί είχαν μικρά ή και καθόλου εξώφυλλα, σαφώς κατώτερη απόδοση και -κυρίως- μπορούσαμε να τις ηχογραφήσουμε μόνοι μας. Το τελευταίο αυτό στοιχείο ήταν και το αποφασιστικό ως προς την -κατά τα τελευταία χρόνια- οριστική καταδίκη του CD. Ενώ είχε μετά τυμπανοκρουσιών αντικαταστήσει το βινύλιο, με το που μπορούσε να αναπαραχθεί στο σπίτι, απαξιώθηκε αυτομάτως. Πλέον, έχασε τη λάμψη του αντικειμένου-φετίχ και εξέπεσε στην κατηγορία της ευτελούς χρηστικότητας.
Τα τελευταία χρόνια έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το βινύλιο. Οι φανατικοί μουσικόφιλοι ξέθαψαν τα πικάπ τους και αποφάσισαν ότι είναι καλύτερο το να ξεβολεύεσαι για να αλλάξεις πλευρά στον δίσκο από το να ασχολείσαι με ένα ψυχρό αντικείμενο που, επιπλέον, επειδή μετατρέπει τον -αναλογικό- ήχο σε -ψηφιακή- πληροφορία, χάνει σε ηχητικό βάθος και κατά συνέπεια σε ζεστασιά.
Αν υποθέσουμε όμως ότι ο δίσκος, πέρα από τη δεδομένη φετιχιστική του υπόσταση, έχει και ένα ηχητικό πλεονέκτημα ως προς το CD, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον για την κασέτα; Δεν έχει καλό ήχο, βγάζει θόρυβο που προκαλείται από την τριβή της κεφαλής στην ταινία και εξακολουθεί να έχει μικρά εξώφυλλα χωρίς να έχει πάψει να αναπαράγεται εύκολα. Την επιστροφή της κασέτας μπορούμε να τη δούμε μόνο με όρους νοσταλγίας. Έχουμε να κάνουμε με ένα αντικείμενο που αποκτά ενδιαφέρον αντίστοιχο με αυτό που έχει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων για τα view-master, τις πλαστικές αναλογικές φωτογραφικές μηχανές, τις τηλεφωνικές συσκευές με ροδέλα και το βερμούτ. Ένα είδος ακατανίκητης έλξης για το αντικείμενο που συμβολίζει την αθωότητα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ακόμη κι αν η νοσταλγία είναι ο χειρότερος σύμβουλος για να αλλάξουμε τον κόσμο, ξεπετάγονται από παντού μικρές δισκογραφικές εταιρείες που κυκλοφορούν μόνο κασέτες. Τέτοιες είναι για παράδειγμα η Burger Records, η Lost Sound Tapes και η Added Warmth Records, που μπορείτε να αναζητήσετε στο Διαδίκτυο.
Neil YoungPsychedelic Pill
(Reprise)
Τριακοστό πέμπτο album για τον Young που συναντάει και πάλι τους Crazy Horse, το ηλεκτρικό σχήμα με το οποίο έχει ηχογραφήσει μερικούς από τους καλύτερους δίσκους του. Έχοντας να τους συναντήσει σε νέο δικό του υλικό από την εποχή του Greendale (2004) αυτοσχεδιάζει μαζί τους μετά μανίας σε μερικά από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια τραγούδια της καριέρας του. Ηλεκτρισμός, γκάζια, στακάτοι ρυθμοί, αφηνιασμένο μπάσο κι εκείνη η υπόγεια σχέση του Young με την country που χαρακτήριζε πάντα ακόμη και τις πιο σκληρές του στιγμές. Όχι ο καλύτερος δίσκος της καριέρας του, αλλά ίσως ο καλύτερος μετά τα ‘90.
Κρίστη Στασινοπούλου & Στάθης Καλυβιώτης
Greekadelia (Riverboat)
Η λέξη Greekadelia προκύπτει από τη σύνδεση των λέξεων greek και psychedelia. Έτσι βάφτισε τον ήχο της Κρίστης και του Στάθη ο εκδότης του περιοδικού F Roots (και παλιός singer-songwriter) Ian A. Anderson – ουδεμία σχέση με τον συνονόματό του τραγουδιστή και φλαουτίστα των Jethro Tull. Και έπεσε απολύτως μέσα: Κυκλικά ψυχεδελικά παιξίματα μέσω real time σαμπλαριζόμενων riff από τον Στάθη Καλυβιώτη, χρήση παραμορφώσεων στη φωνή της Κρίστης, «ψαγμένη» παραγωγή και υλικό που έρχεται εξ ολοκλήρου από την ελληνική παράδοση. Είπατε τίποτα; Από τους καλύτερους δίσκους που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα και από τα εντυπωσιακότερα δείγματα ελληνόφωνης ψυχεδέλειας από καταβολής εγχώριου rock.