Της Κουήν Μινασιάν
Ως κάτοικος και μάλιστα Αρμένιος προύχοντας της Καλλίπολης ο Χατζη-Αγκόπ Κρικοριάν (αργότερα στην Ελλάδα για άγνωστους λόγους θα πάρει το επώνυμο Παλαντζιάν) υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό, κυρίως στο ιππικό και πολέμησε και στην Μάχη της Καλλίπολης. Η μοίρα το έφερε ο Χατζη-Αγκόπ κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης να σώσει την ζωή ενός Τούρκου υψηλόβαθμου αξιωματικού. Βάζοντας ασπίδα το σώμα του προστατεύει τον αξιωματικό και τραυματίζεται στο πόδι (το σημάδι και ένα ελαφρύ γέρσιμο στο περπάτημα υπήρχαν μέχρι τα βαθιά του γεράματα…). Ο Χατζη-Αγκόπ παρασημοφορείται μετά την νίκη, ενώ ο Τούρκος αξιωματικός εξομολογείται πως του χρωστάει την ζωή του και πως αυτό δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Ξεκινά από τότε -και παρά την διαφορά καταγωγής και θρησκείας- μια εγκάρδια φιλία μεταξύ των δυο αντρών. Είχαν και μια κοινή λατρεία: τα άλογα. Εκτός από 40 διαλεχτά άλογα, ο Χατζη-Αγκοπ είχε το ομορφότερο μαύρο αραβικό άλογο και είχε επιτρέψει μόνο στον Τούρκο φίλο του να το καβαλάει. Μάλιστα, την άνοιξη του 1918, στον γάμο του Χατζη-Αγκόπ με την Τακουή Παπαζιάν, κόρη ενός Αρμένιου άρχοντα από το Εντιρνέ-Ανδριανούπολη, ο αξιωματικός με όλη του την οικογένεια είναι από τους επίτιμους καλεσμένους. Εκτός από τους Αρμένιους, καλεσμένοι είναι και οι Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι προύχοντες, αλλά και πολύς κόσμος. Γλεντά όλη η Καλλίπολη. Όμως, αλλιώς τα υπολόγιζαν κι αλλιώς τους ήρθαν. Το 1922, κάμποσες μέρες πριν βγει η επίσημη ανακοίνωση εξορίας του χριστιανικού πληθυσμού της Καλλίπολης, ο αξιωματικός συναντά τον Χατζη-Αγκόπ και του μεταφέρει εμπιστευτικά τις ανησυχίες του: “Μεγάλο κακό μας έχει βρει, φίλε μου. Στα βάθη της ανατολής σφάζουν οι τσέτες τους δικούς σας. Δεν έχουν ιερό και όσιο, δεν αφήνουν τίποτε όρθιο, ούτε ακόμη και τις εκκλησιές σας. Θα αναγκαστείτε να φύγετε άρον-άρον ακόμη κι από εδώ, δεν θα σας δώσουν χρόνο. Η απόφαση έρχεται από πολύ ψηλά. Να ειδοποιήσεις την ενορία σου, να πάρετε μαζί σας και τα ιερά κειμήλια της εκκλησίας σας, ετοιμαστείτε!”. Ο Χατζη-Αγκόπ καλεί άμεσα εκείνη τη νύχτα το διοικητικό συμβούλιο της αρμενικής ενορίας του Σουρπ Τορός (Αγίων Θεοδώρων), τους μεταφέρει τα δυσάρεστα νέα. Στους περισσότερους φαίνονται απίστευτα αυτά τα νέα, δεδομένου ότι στα μέρη τους ήταν ήπιες οι σχέσεις μεταξύ όλων των εθνοτήτων. Τελικά πείθονται κι αναλαμβάνουν να ειδοποιήσουν και να προετοιμάσουν τους υπόλοιπους αρμένιους και έλληνες κατοίκους, στρώνουν μάλιστα σχέδιο να φύγουν με πλοία, σ’ αυτό θα τους βοηθούσε κι ο αξιωματικός. Χάρη στην ψύχραιμη και ταχύτατη αντίδρασή τους, αρκετοί κατάφεραν να φύγουν έχοντας τακτοποιήσει όσες υποθέσεις προλάβαιναν και προπάντων έχοντας μοιράσει στα σεντούκια τους όλα τα ιερά κειμήλια του Σουρπ Τορός. Ο Χατζη-Αγκοπ ήταν από τους πολύ τυχερούς, πούλησε το αρχοντικό του στην πραγματική του αξία, αφού ο Τούρκος αξιωματικός πρότεινε να του το αγοράσει και δίχως καν να συζητήσουν την τιμή τού τα έδωσε με το παραπάνω. Μάλιστα ορκίστηκε να του επιστρέψει το σπίτι, αν και όταν ξαναγυρίσουν, “… μάλλον έτσι θα γίνει, να δεις, θα ξανάρθετε, πολιτικές είναι, θα αλλάξουν…”. Δυστυχώς ήταν η τελευταία φορά που είδαν ο ένας τον άλλον. Για τον Χατζη-Αγκόπ, η απώλεια αυτής της φιλίας ήταν μεταξύ άλλων ακόμη ένας ασήκωτος πόνος στην προσφυγιά του. Λες και είχε χάσει την δίδυμη ψυχή του.
Εδώ στην Ελλάδα, το πλοίο από την Καλλίπολη κάνει έναν τεράστιο κύκλο, τους αφήνει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς. Μα οι περισσότεροι δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο νησί. Έχουν μάθει ότι κι άλλοι Αρμένιοι, από πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας, έχουν φθάσει πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ότι οι περισσότεροι είναι στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο Χατζη-Αγκόπ και μερικοί ακόμη, αποφασίζουν να πάνε ως αντιπρόσωποι στην Αθήνα, να ψάξουν για συμπατριώτες, ίσως και συγγενείς. Η Κοκκινιά, μια περιοχή του Πειραιά που κάποτε ήταν γεμάτη περιβόλια, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή είχε μετατραπεί σε μια απέραντη έκταση γεμάτη παράγκες κι αντίσκηνα. Ρωμιοί, Πόντιοι, Καππαδόκες, Γεζίντοι, Αρμένιοι κι Εβραίοι, όλοι ξεριζωμένοι από πανάρχαιες πατρίδες. Μια από τις παράγκες ήταν αρμενική εκκλησία, την λειτουργούσε ένας εξαθλιωμένος πρόσφυγας παπάς, με μοναδικό στολίδι στο ιερό έναν ξύλινο σταυρό. Οι Καλλιπολίτες επισκέπτες εδώ συνειδητοποιούν την έκταση της καταστροφής. Όλη η Μικρασία είχε καεί. Οι πρόσφυγες είναι από παντού και σε πολύ χειρότερη μοίρα από αυτούς. Από την Σμύρνη ως το Καρς, από την Καλλίπολη ως το Βαν, από την Τραπεζούντα ως την Αντιόχεια, κι ακόμη πιο πέρα. Καταλαβαίνουν, πως το ταξίδι ήταν χωρίς επιστροφή, πως όπου κι αν έμεναν, θα ήταν για πάντα. Τι σκληρή απόφαση. Κι ενώ θα τους ήταν πολύ βολικό να μείνουν στην -ομώνυμη μετέπειτα- Καλλίπολη του Πειραιά, όπου είχαν μαζευτεί οι Έλληνες Καλλιπολίτες φίλοι τους, για κάποιο λόγο υπερίσχυσε η κοινοτική κι όχι η ατομική ανάγκη. Προτιμούν να είναι κοντά στους Κοκκινιώτες πλέον συμπατριώτες τους, σκέφτονται μάλιστα να χτίσουν αντί της άθλιας παράγκας μια κανονική εκκλησία, όπου θα αφιερώσουν τα ιερά κειμήλια του ναού τους της Καλλίπολης, που είχαν μεταφέρει μαζί τους. Πράγματι, ο νέος ναός Σουρπ Αγκόπ, όπως τελικά ονομάστηκε, θα γίνει λίγο αργότερα το κέντρο γύρω από το οποίο θα οργανωθεί η αρμενική κοινότητα της Κοκκινιάς. Στο μεταξύ όσοι μπορούν τακτοποιούν το θέμα της μελλοντικής τους διαμονής, φροντίζουν μάλιστα να προνοήσουν γενικά για τους Καλλιπολίτες κι επιστρέφουν, για να φέρουν τους υπόλοιπους από την Κεφαλλονιά στην Κοκκινιά. Μόνο 2-3 οικογένειες αρμενίων έμειναν στο Αργοστόλι, οι υπόλοιποι ήρθαν στην πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, κάποιοι έφυγαν να μείνουν με συγγενείς που βρήκαν στο Δουργούτι (Νέα Σμύρνη) ή στην Νέα Ερυθραία ή όπου αλλού. Προσφυγιά υπήρχε σχεδόν παντού στην ελληνική επικράτεια. Κάποιοι άνοιξαν πανιά και πήγαν Γαλλία, Αμερική, Αργεντινή, Βραζιλία, Αυστραλία… Σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, για αρκετά χρόνια μετά τον διωγμό .
Κάποτε, από κάποιαν επισκέπτη συγγενή, την Ελμάς γιαγιατζίκ όπως την φωνάζαμε, -αποδιωγμένη κι αυτή σε μια από τις επόμενες συμφορές, στα γεγονότα του ’73-74 από την Πόλη, ενδιάμεσός της σταθμός η Κοκκινιά πριν το μεγάλο ταξίδι στη Αμερική- είχαμε μάθει πως το σπίτι μας, το αρχοντικό του Χατζη-Αγκόπ στην Καλλίπολη ήταν ακόμη εκεί, κι ότι η εκκλησία έστεκε ακόμη γερά, κι ας είχε μετατραπεί σε στάβλο και μετά σε αποθήκη. Το ανατολικό παράθυρο του κάποτε ιερού της αρμένικης εκκλησίας της Καλλίπολης κοιτούσε στην είσοδο του σπιτιού μας, έλεγαν οι παλιοί…