Φίλος, σύντροφος, συναγωνιστής από τους αγώνες κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Από τους πρωτεργάτες του εγχειρήματος του Πολυτεχνείου. Στις μεγάλες συνελεύσεις αναμφίβολα ο πιο αιχμηρός, πιο εύστροφος και πιο εμπνευσμένος. Έρχονταν φοιτητές από όλες τις σχολές στα μεγάλα αμφιθέατρα της Νομικής, για να ακούσουν τον Κουμάνταρο. Από τους καλύτερους συνδικαλιστές όλων των εποχών. Τον θυμάμαι από το Πολυτεχνείο. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχαμε μπλεχτεί και προσπαθούσαμε από τα λίγα λόγια και τις ενέργειες μερικών στελεχών, που ξέραμε συνωμοτικά ότι ανήκουν στην ΑΑΣΠΕ, να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβαινε και τι έπρεπε να κάνουμε. Στη μεταπολίτευση συμπορευθήκαμε για μερικά –ένδοξα– χρόνια μέσα από τις γραμμές του ΕΚΚΕ. Τον αναπλήρωσα κάποιες φορές στο βήμα του αμφιθεάτρου. Στους καρπούς του είχε τα σημάδια από τις χειροπέδες που φορούσε κρατούμενος στην Ασφάλεια. Στις 15 Νοεμβρίου 2016, συζητήσαμε στο Κόκκινο 105,5, για την εξέγερση και συνοπτικά για τις ιδέες που είχε εντωμεταξύ επεξεργαστεί. Στις 19 Μαρτίου 2017, έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Ένας σημαντικός άνθρωπος, ευφυής, μαχητικός και καθαρός.
Στέλιος Ελληνιάδης
Σ.Ε.: Δημήτρη, πώς έχεις καταχωρήσει την εξέγερση του Πολυτεχνείου μετά από τόσα χρόνια;
Δ.Μ.: Μονολεκτικά, σαν γεγονός αντίστασης. Εκεί έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον η μνημόνευσή του, ότι ήτανε μια μεμονωμένη πράξη, που ήρθε βέβαια σαν συνέχεια ευρύτερων δράσεων από περισσότερο κόσμο, η οποία είχε το στοιχείο της αυτοθυσίας.Τα άτομα που μείναν στο Πολυτεχνείο μέχρι τις δυόμιση-τρεις η ώρα που μπήκε το τανκ, ενσυνείδητα, ακόμα κι αν δεν ήταν βέβαιο το τι θα συμβεί, ότι θα μπει το τανκ, το ρίσκαραν. Και αυτή η πράξη αντίστασης είναι που κατά βάθος λειτουργεί για τη συνέχεια και είναι ένα θετικό μυθικό σημείο, δίπλα και σε πολλά αρνητικά μυθικά σημεία τα οποία έχουν να κάνουν περισσότερο με παραμέτρους έξω από το φοιτητικό κίνημα.
Οργάνωση και αυθορμητισμός
Σ.Ε.: Όλο αυτό το εγχείρημα ξεκίνησε βάσει ενός σχεδίου ή ήταν κάτι πιο αυθόρμητο που εξελίχθηκε μ’ αυτό τον τρόπο εξ αιτίας και της αυξανόμενης συμμετοχής των φοιτητών και άλλων ανθρώπων οι οποίοι ερεθίστηκαν από το γεγονός και συμμετείχαν μεγαλώνοντας το συμβάν; Ποια είναι η σχέση του κοινωνικού σώματος και των οργανωμένων δυνάμεων στην εξέγερση;
Δ.Μ.: Η έκταση που πήρε και η κατάληξη ήταν αποτέλεσμα κυρίως μιας αυθόρμητης δράσης αυθόρμητης από την πλευρά του κόσμου που ήταν απρόσμενα πολύς, αλλά κι απ’ την πλευρά της χούντας γιατί δεν ήταν δεδομένη η τελική της αντίδραση. Δηλαδή, το γεγονός ότι αναγκάστηκε να καταφύγει στο στρατό ήταν κι η αρχή του τέλους της σε συμβολικό επίπεδο. Από κει και πέρα, υπήρχε οργανωμένη δράση δύο διαστάσεων: η πρώτη είναι ένα φοιτητικό κίνημα με γύρω στα δύο χιλιάδες ενεργά άτομα, με μια «μαξιλάρα» πέντε χιλιάδων ανθρώπων που επίμονα είχε μια αντιχουντική δημοκρατική κατεύθυνση και δεύτερη ήταν ότι υπήρχε στο φοιτητικό κίνημα η ονομαζόμενη μη παραδοσιακή εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Παρενθετικά, θεωρώ τη συμβολή όλων των παρατάξεων και των αγωνιστών που δράσανε τότε ισότιμη.
Δεν θέλω να υπερβάλλω, απλώς είναι γεγονός ότι στην προσπάθεια της χούντας να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς μέσω του πειράματος Μαρκεζίνη, υπήρχε μια σαφής γραμμή ότι αυτό πρέπει να ανατραπεί. Έχοντας την εμπειρία των προηγούμενων καταλήψεων, αλλά και την αίσθηση ότι η χούντα δεν θα χτύπαγε τόσο άμεσα, γιατί δεν θα ήθελε να υπονομεύσει το πείραμα φιλελευθεροποίησης, υπήρχε μια ενσυνείδητη προσπάθεια δημιουργίας της κατάληψης απ’ αυτό το μπλοκ των δυνάμεων με στόχο να ανατραπεί το πείραμα της φιλελευθεροποίησης. Κι αυτό ήταν και μια υποθήκη για τη συνέχεια. Δηλαδή, όταν ήρθε ο Καραμανλής το ’74, είχαμε μια στοιχειώδη αποκατάσταση της δημοκρατίας και όχι ένα καθεστώς αλά τούρκα, δηλαδή μια ελεγχόμενη από στρατιωτικούς κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτό ήταν το πολιτικό επίτευγμα του Πολυτεχνείου.
Σ.Ε.: Παρ’ όλο που στην ανατροπή καθοριστικός ήταν ο παράγοντας των εξελίξεων στην Κύπρο και όχι του Πολυτεχνείου…
Δ.Μ.: Σαφέστατα, για την ανατροπή της χούντας καθοριστικός παράγοντας ήταν τα γεγονότα στην Κύπρο. Το Πολυτεχνείο βοήθησε στην ηθική απονομιμοποίηση, την πρώτη και την ισχυρή, και, δεύτερο, βοήθησε να υπάρξει μια κοινοβουλευτική δημοκρατία όπως υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο, εν πάση περιπτώσει με τις αδυναμίες της… χωρίς αστερίσκους.
Σ.Ε.: Πιο φιλελεύθερη απ’ αυτή που υπήρχε σίγουρα πριν από τη χούντα.
Δ.Μ.: Ναι. Συμβολικά, κατά τη γνώμη μου, ο εμφύλιος τελειώνει με το Πολυτεχνείο και με την πτώση της χούντας. Και πρακτικά με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ απ’ τον Καραμανλή. Όπως το βίωσα και προσωπικά, υπήρχε ένα μίσος ανάμεσα στις αντίπαλες δυνάμεις, ιδίως ανάμεσα στην ακραία Δεξιά και την αριστερή παράταξη, το οποίο, εν τοις πράγμασι, καταρρίφθηκε. Ένα μίσος το οποίο ήταν και παράλογο αν δεις πώς οι Ασφαλίτες αντιμετώπιζαν εμάς, αλλά κι εμείς τους Ασφαλίτες∙ ήταν σαν προέκταση του Εμφυλίου Πολέμου. Ε, αυτό μετά έσπασε. Και μ’ αυτή την έννοια θεωρώ και ανιστόρητους όλους τους χαρακτηρισμούς, ότι και τώρα χούντα ζούμε και πριν χούντα ζούσαμε∙ αυτά είναι ιστορίες για αγρίους. Όποιος δεν έχει ζήσει τον Πατακό και τον Παπαδόπουλο, το τι συμβόλιζαν, και τον Χ και Ψ βασανιστή, νομίζω ότι είναι αμετροέπεια να κάνει παραλληλισμούς.
Σύγκλιση παραμέτρων
Σ.Ε.: Βέβαια, τα συνθήματα που ακούγονταν στο Πολυτεχνείο, από το Συντονιστικό κι από τον κόσμο που μαζευόταν εκεί, είχανε ευρύτερους στόχους, ήταν συνθήματα αντιαμερικάνικα και αντιιμπεριαλιστικά.
Δ.Μ.: Μπορεί το υπαρξιακό εγερτήριο να ήταν η καταπίεση από τη χούντα, αλλά ενώ υπήρχε σαφής η συναίσθηση ότι η χούντα ήρθε σαν συνέπεια της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, η αλήθεια είναι ότι ήταν υποκινούμενη και εξυπηρετούσε ένα ευρύτερο σχέδιο αμερικανικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που οδήγησε και στην επιβολή της για λόγους που σχετίζονται με γεωπολιτικά συμφέροντα στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής∙ συμφέροντα τα οποία, εν έτει 1974 και με ό,τι μεσολάβησε, δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετηθούνε απ’ αυτό το καθεστώς.
Σ.Ε.: Το Πολυτεχνείο έδειξε ότι σε μία κοινωνία που φαίνεται παθητική, ότι δεν αντιδράει στην καταπίεση, έρχεται η ώρα που συγκλίνουν κάποιες προϋποθέσεις κι αυτή η ίδια η κοινωνία εξεγείρεται, ξεσηκώνεται, φωνάζει, διαμαρτύρεται, διακινδυνεύει, γιατί ένα συστατικό στοιχείο της εξέγερσης είναι η διακινδύνευση. Εσύ ξαφνιάστηκες από το Πολυτεχνείο; Είχε προηγηθεί η κατάληψη της Νομικής που ήτανε σημαντική, αλλά ήτανε περιορισμένη πιο πολύ στο φοιτητικό χώρο.
Δ.Μ.: Και ξαφνιάστηκα και δεν ξαφνιάστηκα. Το ό,τι θα υπήρχε μια κατάληψη μεγαλύτερης κλίμακας από τις δύο προηγούμενες της Νομικής ήταν αναμενόμενο. Ο βαθμός προσέλευσης του κόσμου στο τριήμερο του Πολυτεχνείου δεν ήταν αναμενόμενος. Και μας προκάλεσε μια ευφορία, ένα ενθουσιασμό, αυτό το ξέσπασμα. Ότι κάποιες στιγμές συγκλίνουνε παράμετροι που οδηγούνε σε μια κοινωνική κινητοποίηση, αυτό ισχύει. Όμως, θα σημειώσω ότι ακριβώς επειδή κάθε φορά υπάρχει πρωτοτυπία, αυτή την πρωτοτυπία του μέλλοντος δεν μπορούμε να την ξέρουμε από πριν. Και μ’ αυτή την έννοια, η συμβολοποίηση του Πολυτεχνείου, σαν σημείο εξέγερσης που οδήγησε σε επανειλημμένες καταλήψεις του Πολυτεχνείου με ένα αίτημα επανάληψης αυτής της κινητοποίησης, μην έχοντας ακριβώς το στοιχείο της πρωτοτυπίας η οποία δεν είναι μόνο διανοητική, οφείλεται και σε κοινωνικές παραμέτρους που οδηγούν σ’ αυτή την πρωτοτυπία, κατέληξε σε καρικατούρες και αποτυχίες. Κι έτσι πρέπει να βλέπουμε και τη συνέχεια. Δηλαδή, ποιο είναι το πνεύμα και η ανάγκη των καιρών, τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ζητήσει η κοινωνία για να νιώσει μια λύτρωση ανάλογα με τις συνθήκες που κάθε φορά επικρατούνε.
(Μέρος από τη συζήτησή μας, με φραστικές διορθώσεις, Στο Κόκκινο 105,5)
Από ουτοπία σε ουτοπία
Ο Μήτσος ο Κουμάνταρος, τα τελευταία χρόνια που προσπάθησε να παρέμβει στον άμορφο και ανοργάνωτο πολιτικό διάλογο, υποστήριζε ότι η ελληνική κοινωνία έπρεπε να μπει σε μια διαδικασία αυτοδιόρθωσης, να απαλλαγεί από τα «σύνδρομα» που την ταλανίζουν απορρίπτοντας τις διαχωριστικές γραμμές, ιστορικές, ταξικές και κομματικές, ως ένα σώμα και πνεύμα. Και ότι σε διεθνές επίπεδο η προσπάθεια των κοινωνιών έπρεπε να στραφεί προς τη δημιουργία μιας παγκόσμιας δημοκρατίας. Διαφωνούσαμε. Εκείνος πίστευε ότι δεν ήταν καθοριστικός στη διαμόρφωση και την πορεία του τόπου ο ξένος παράγοντας, αλλά για το εθνικό μπάχαλο η ευθύνη βαραίνει κυρίως την κοινωνία που είχε δελεαστεί και εξοκείλει. Πίστευε επίσης ότι η κοινωνία μπορούσε να μπει ενωμένη, το πώς παρέμενε απροσδιόριστο, σε μία διαδικασία συνειδητής αυτοΐασης από τα «σύνδρομα» του καταναλωτισμού, της αδιαφάνειας, του πολιτικαντισμού κ.λπ. που τη μαστίζουν προκειμένου να ανασυγκροτηθεί σε μια πιο υγιή βάση. Οι ιμπεριαλιστές, οι ταξικοί διαχωρισμοί, οι ολιγάρχες και οι φτωχοί, η θεσμοποιημένη ανισότητα, η εκμετάλλευση και η συσσώρευση πλούτου, υφίστανται, αλλά παρ’ όλα αυτά η κοινωνία θα πρέπει να επιδιώκει την ενότητα δράσης απέναντι στα προβλήματα που την αποσυνθέτουν και την αποδυναμώνουν. Και ο κινητήριος παράγοντας που θα οδηγήσει την κοινωνία σε μια τέτοια επιλογή είναι η ανάγκη της να επιβιώσει. Στην επισήμανσή μου ότι αυτή η ανάγκη έχει ήδη οδηγήσει, στο παρελθόν και στις μέρες μας, άλλες κοινωνίες σε κατευθύνσεις πιο αυταρχικές και αντιδημοκρατικές, απαντούσε ότι υπάρχει ένας τέτοιος κίνδυνος, αλλά στη διαδικασία της αυτοδιόρθωσης η κοινωνία θα βρει τις λύσεις. Δεν καταλήγαμε και, κλείνοντας την τελευταία μας συζήτηση, του είπα ότι η δική του ουτοπία μου φαίνεται πιο ουτοπική από τη δική μου.
«[…] Αν μιλήσουμε για όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν έχω την αίσθηση ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε στην κρίση κυρίως με υπαιτιότητα κάποιων ξένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ή κάποιων αυταρχικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας που επέβαλαν τη θέλησή τους. Απλώς, πιστεύω ότι όλη η κοινωνία, μπήκαμε στο χορό ενός δανεικού καταναλωτισμού κι αυτό είναι το κρίμα που φέρνουμε και ως κοινωνία για το ό,τι φτάσαμε εδώ πέρα. […] Αν μιλήσουμε για πρωτοτυπία στις σημερινές συνθήκες, πρέπει ακριβώς να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τέτοια σύνδρομα. Το σύνδρομο του φτηνού καταναλωτισμού. Το σύνδρομο της αδιαφάνειας. Το σύνδρομο μιας πολιτικάντικης διαμάχης η οποία τελικά είναι άγονη. Προς τα κει θα ήθελα να εκφραστεί ένα πνεύμα αντίστασης. Ένα πνεύμα που θέλει επίμονη καθημερινή δουλειά για να αναστηλώσουμε τη χώρα. Το 2008 είχα γράψει ένα άρθρο. Δεν είχε ακόμα ξεσπάσει η κρίση. Το άρθρο ξεκίναγε με την εξής διατύπωση: Ακόμα κι αν η Αριστερά και οι αναρχικοί ερχόντουσαν στην εξουσία, η Ελλάδα δεν θα έπαυε να είναι μια χώρα μπάχαλο. Νομίζω ότι τα 200 χρόνια της ελληνικής ιστορίας, και το γεγονός ότι έγινε η χούντα, ανήκει σ’ αυτό το μπάχαλο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να σταθούμε στα πόδια μας. Με τέτοια ιστορική διάσταση. Δεν έχουμε πια να λύσουμε επιμέρους διαφορές.»