Του Κυριάκου Λυκουρίνου*
Φωτο: Ελληνοπουλουλα και Αρμενοπουλα αποβιβάζονται στην Καβάλα
14 Σεπτεμβρίου, «Ημέρα Μνήμης» και πάλι για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ενενήντα τρία χρόνια πέρασαν από τότε και θα ’λεγε κανείς ότι η μνήμη «γέρασε» μαζί με τους ανθρώπους. Κι όμως, μόλις που ενηλικιώθηκε κι έχει σφρίγος νεανικό.
Ας κυριολεκτήσουμε: Για περίπου επτά δεκαετίες η τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν ένα θέμα καλυμμένο με σιωπή. Ο πολιτικός κόσμος είχε επιλέξει να ξεχαστούν τα πάντα, η ιστορική επιστήμη το είχε θέσει στο περιθώριο, η τέχνη σχεδόν το αγνοούσε, για την εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτο. Με τους κρατικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς να επιδιώκουν τη λήθη, ο μικρασιατικός κόσμος και η καταστροφή του βρέθηκαν έξω από το οριοθετημένο πλαίσιο της εθνικής μνήμης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η ελληνική εξωτερική πολιτική προσανατολίστηκε στην ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία (στο πλαίσιο αυτό υπογράφηκε το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930 και ο Βενιζέλος υπέβαλε πρόταση για βράβευση του Κεμάλ Ατατούρκ με το Νόμπελ Ειρήνης!). Κατά συνέπεια, ό,τι μπορούσε να διασαλεύσει την πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης έπρεπε να αποσιωπηθεί: Ούτε λέξη για τις αποτρόπαιες ανθελληνικές διώξεις του 1914-1922, για τις τουρκικές μεθόδους εθνοκάθαρσης, για τις εκατόμβες των θυμάτων και για τις ευθύνες του νεοτουρκικού και κεμαλικού εθνικισμού. Οι πολιτικές επιλογές υπαγόρευαν την καταστολή της μνήμης.
Λίγα ενδεικτικά παραδείγματα αρκούν για να φανεί σ’ όλη της την έκταση η πολιτική εθνικής αμνησίας και σιωπής που κράτησε κάπου εβδομήντα χρόνια και ακολουθήθηκε με συνέπεια απ’ όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου: Το 1926 εκδόθηκε στην Αμερική η Μάστιγα της Ασίας του Τζορτζ Χόρτον, ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο για την εξόντωση των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Ο συγγραφέας (μας το είπε πέρσι η κόρη του, η κ. Νάνσι Χόρτον) ζήτησε από τον Βενιζέλο να εκδοθεί και στα ελληνικά, για να λάβει την απογοητευτική απάντηση: «Δεν είναι σωστή κίνηση»!
Στη δεκαετία του 1950, Έλληνες υπουργοί των Εξωτερικών ζητούσαν από τον Αυστριακό ομόλογό τους να απαγορεύσει την έρευνα του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη στα κρατικά αρχεία της Βιέννης, ώστε να μην αποκαλυφθούν τα «τεκμήρια του εγκλήματος», το σχέδιο εξόντωσης των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων.
Η πολιτική της λήθης κορυφώθηκε στην περίοδο της Δικτατορίας, συνεχίστηκε όμως και μετά, με πιο κραυγαλέα την προσπάθεια να «θαφτεί» η ταινία 1922 του Νίκου Κούνδουρου. Το 1978 η ταινία απαγορεύτηκε μετά τις διαμαρτυρίες του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι «δυναμιτίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις». Το 1982 επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης, αλλά την τελευταία στιγμή και μετά από αίτημα της εκεί ελληνικής πρεσβείας η κόπια κατασχέθηκε από τις ουγγρικές αρχές!
Όμως η μνήμη παρέμενε ζωντανή στις κοινωνίες των προσφύγων. Όχι μόνο ως αίσθημα πόνου και νοσταλγίας. Ο προσφυγικός κόσμος της Ελλάδας και της Διασποράς με τις οργανώσεις και τους συλλόγους του λειτούργησε ως κιβωτός διάσωσης της ιστορικής του διαδρομής και παράλληλα αγωνίστηκε να καταγράψει την Καταστροφή στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Η δικαίωση των προσπαθειών ήρθε όταν ωρίμασαν οι συνθήκες: Από τη δεκαετία του 1980, με το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο να είναι πιο ανεκτικό και δημοκρατικό και με τη διεύρυνση της κοινωνίας των πολιτών, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μια διαφορετική θεώρηση της Ιστορίας.
Βέβαια τα ιστορικού και νομικού χαρακτήρα επιχειρήματα, ακόμη και τα πολιτικού χαρακτήρα, μπορεί κανείς να τα συζητήσει. Κάποιοι όμως έφτασαν σε σημείο να γράψουν ότι δεν υπάρχει καν λόγος να καθιερωθεί η 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης, αφού όλη η Ιστορία πρέπει να είναι αντικείμενο συλλογικής μνήμης! Λες και η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένα απλό «γεγονός» κι όχι ο τραγικός επίλογος μιας ελληνικής ιστορίας σχεδόν 3.000 χρόνων. Λες και ο ξεριζωμός ήταν ένα απλό συμβάν και δεν σημάδεψε καταλυτικά την ιστορική μας διαδρομή.
Άλλοι υποστήριξαν ακόμη ότι πρέπει να ξεχάσουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, επειδή η ιστορία ρίχνει «βαριά σκιά» πάνω στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πιστεύουν πραγματικά ότι αυτό που δυσχεραίνει την ελληνοτουρκική προσέγγιση (από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα) είναι η μνήμη των μικρασιατικών γεγονότων; Δεν είναι οι διώξεις κατά του ελληνισμού της Πόλης, η εισβολή και η κατοχή στην Κύπρο, τα Ίμια και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, οι συνεχείς παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού θαλάσσιου και εναέριου χώρου, οι προκλητικές πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά νησιά, η επεκτατική πολιτική του γείτονα;
Γνωστός ο αντίλογος των νοσταλγών της λήθης: Όποιος ανασκαλεύει τα μικρασιατικά γεγονότα υποδαυλίζει –λένε– το φανατισμό. Όποιος μιλάει για τα μαρτύρια του ελληνισμού της Ανατολής δίνει τροφή στους εθνικιστές που καλλιεργούν το μίσος και υψώνουν τα λάβαρα της εκδίκησης. Όποιος επικρίνει την υποχωρητικότητα και υπερασπίζεται μια στάση εθνικής αξιοπρέπειας παίζει το παιχνίδι των «ελληναράδων» που φαντασιώνονται πολιτικές εθνικού «τσαμπουκά». Όποιος στηλιτεύει τις τουρκικές θηριωδίες του 1914-1922 σεκοντάρει τις γνωστές ρατσιστικές απόψεις περί έμφυτης τουρκικής βαρβαρότητας. Όποιος ζητεί από την τουρκική πλευρά να αναγνωρίσει τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας της και να δικαιώσει τα θύματά της με μια συμβολική, έστω, πράξη συγγνώμης, γκρεμίζει τις γέφυρες επικοινωνίας με το γειτονικό λαό.
Η εκτροπή στη μισαλλοδοξία είναι κίνδυνος πραγματικός και καθόλου αμελητέος. Θα πρέπει όμως, γι’ αυτό το λόγο, να παραδώσουμε στη λήθη την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και του ξεριζωμού; Σκοπός της ιστορικής μνήμης δεν μπορεί να είναι η διαιώνιση των παθών του παρελθόντος. Η μνήμη είναι ζωτική ανάγκη για ένα λαό, αποτελεί πρωταρχικής σημασίας παράγοντα για τη συγκρότηση της συλλογικής του ταυτότητας («λαός χωρίς μνήμη είναι λαός χωρίς ταυτότητα»). Είναι όμως παράλληλα και ηθικό χρέος του.
* Ο Κυριάκος Λυκουρίνος είναι Ιστορικός
Δείτε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα “Σημάδια του Σεπτέμβρη”