Γράφει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Στην περιφέρεια της Ευρώπης, στο ζοφερό Μπιλμπάο του 1864, γεννήθηκε ο Μιγκέλ δε Ουναμούνο, ένα πνεύμα φωτεινό και ατίθασο που έμελλε να γίνει ο Φιλόσοφος που άλλαξε για πάντα το ισπανικό μυθιστόρημα.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοια στη ζωή ενός ανθρώπου. Γεννιέται, λοιπόν, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1864, στο Μπιλμπάο της Χώρας των Βάσκων, γόνος αστικής καθολικής οικογενείας. Πατέρας του ήταν ο Φέλιξ δε Ουναμούνο, έμπορος που είχε κάνει περιουσία στο Μεξικό και μητέρα του η Σαλομέ δε Χούγο (ανιψιά του Φέλιξ ο οποίος ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερός της). Ήταν ο τρίτος από έξι συνολικά αδέρφια (τέσσερα εκ των οποίων δεν πρόλαβαν καν να ενηλικιωθούν). Στα έξι του μένει ορφανός από πατέρα. Μεγαλώνοντας γίνεται ένας έφηβος με έντονα υπαρξιακά άγχη: θέλει να γίνει άγιος, οι γιατροί τού συνιστούν ξεκούραση και βόλτες στην εξοχή.

Ο Μιγκέλ Ουναμούνο, ο ιδιόρρυθμος εκπρόσωπος του ισπανικού πάθους και της τραγικής αίσθησης της ζωής, θεωρείται αναμφίβολα από τους σημαντικότερους ισπανούς συγγραφείς όλων των εποχών.

Ευτυχώς για εκείνον, γνωρίζει εκείνη την περίοδο την Κονθεπθιόν Λιθάραγα, μια γυναίκα στιβαρή, με έντονη προσωπικότητα με την οποία, αργότερα, θα παντρευτεί. Από το 1880 έως το 1884 σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, διάστημα κατά το οποίο μελετάει με ζήλο φιλοσόφους όπως ο Τόμας Καρλάιλ, ο Χέρμπερτ Σπένσερ, ο Φρίντριχ Χέγκελ ή ο Καρλ Μαρξ. Το 1884 παρουσιάζει τη διπλωματική εργασία του με τίτλο «Crítica del problema sobre el origen y prehistoria de la raza vasca» [«Κριτική του προβλήματος της καταγωγής και της προϊστορίας της φυλής των Βάσκων»]. Ο γάμος με την Κονθεπθιόν Λιθάραγα που προαναγγείλαμε τελείται το 1891· θα αποκτήσουν εννέα παιδιά (το πρώτο γεννιέται το 1892, το τελευταίο το 1910). Την ίδια χρονιά γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, στην έδρα της Ελληνικής Γλώσσας και μετακομίζει στην καστιλλιάνικη πόλη όπου θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το 1894 εντάσσεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπιλμπάο (PSE-EE, PSOE) και αρχίζει να απομακρύνεται σταδιακά από τις ιδέες του βασκικού εθνικισμού. Το 1897 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, τη νουβέλα Paz en la Guerra [Ειρήνη εν καιρώ πολέμου]. Εγκαταλείπει τους κόλπους του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Εκείνη τη χρονιά αρχίζει να βιώνει μια καινούργια έντονη ψυχολογική κρίση η οποία διαρκεί μέχρι και το 1902, κρίση που θα τον οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας ιδιότυπης θρησκευτικής συνείδησης.

Το 1898 είναι χρονολογία-σταθμός για την Ισπανία, καθώς σηματοδοτεί την ήττα της χώρας στον ισπανοαμερικανικό πόλεμο και τη συνακόλουθη απώλεια των τελευταίων αποικιών της: της Κούβας, του Πουέρτο Ρίκο, των Φιλιππίνων και της Νήσου Γκουάμ στον Ειρηνικό. Η ηθική, πολιτική και κοινωνική κρίση που προκάλεσαν αυτά τα γεγονότα στην Ισπανία ανέδειξε μια γενιά συγγραφέων, δοκιμιογράφων και ποιητών (Αθορίν, Πίο Μπαρόχα, Ραμίρο δε Μαέθτου κ.ά.), που επηρεάστηκαν βαθιά από την πολιτική κατάσταση και οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως «Γενιά του ’98». Ο Ουναμούνο είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπός της. Το 1900, και ενώ ήδη κατέχει πλέον την έδρα της Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, αναγορεύεται, μόλις στα 36 του χρόνια, πρύτανης του Πανεπιστημίου. Είναι η πρώτη από τις τρεις συνολικά θητείες του στη θέση του πρύτανη ή του αντιπρύτανη. Η πρώτη φορά ήταν από το 1900 έως το 1914, η δεύτερη, ως αντιπρύτανης, από το 1921 έως το 1924 και η τελευταία, ξανά ως πρύτανης, από το 1931 έως την απόλυσή του στις 22 Οκτωβρίου 1936, έπειτα από εντολή του στρατηγού Φράνκο.

Το έργο του απεικονίζει την πάλη ενός ανθρώπου που θέλει, αλλά δεν μπορεί να πιστέψει στον Θεό και που δυσπιστεί επίσης απέναντι στην επιστήμη και τη λογική.

Το 1902 εκδίδεται η δεύτερη νουβέλα του Amor y pedagogía [Αγάπη και παιδαγωγία], έργο που συνδέει το κωμικό με το τραγικό και δίνει έμφαση στο παράλογο της θετικιστικής κοινωνιολογίας, ενώ το 1913 κυκλοφορεί το πιο σημαντικό φιλοσοφικό του έργο, Del sentimiento trágico de la vida [Το τραγικό αίσθημα της ζωής, μετάφραση στα ελληνικά από τον Η. Π. Νικολούδη, εκδόσεις Printa, 1993]. Το 1914 κυκλοφορεί το κομβικό έργο του Niebla [Καταχνιά, στα ελληνικά το έχουμε σε δύο εκδοχές, από την Ιουλία Ιατρίδη, Εκδόσεις των Φίλων, 1964, και τη Λέλα Μιλιλή, Ροές, 1991], το οποίο ο ίδιος, παραποιώντας τη λέξη novela [«μυθιστόρημα» στα ισπανικά], το χαρακτηρίζει ως nivola [νιβόλα]. Σύμφωνα με τον Ουναμούνο, το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων είναι το εσωτερικό, και από την υποχρέωση αυτού του «προσώπου» να συμβιβαστεί με τον εξωτερικό κόσμο προκύπτει η διαμάχη από την οποία τρέφεται το μυθιστόρημα. Η παρατήρηση όμως των εξωτερικών δεδομένων, συνεχίζει ο φιλόσοφος, δεν μας λέει τίποτα γύρω από το μυθιστορηματικό πρόσωπο, η κατανόηση της αληθινής ουσίας του οποίου απαιτεί μια δημιουργική προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη. Μιλώντας με όρους φιλοσοφίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ουναμούνο υιοθετεί μια ορθολογική και όχι μια φαινομενολογική μέθοδο για τη μελέτη του ανθρώπου. Αυτή τη περί του μυθιστορήματος ουναμουνιανή θεωρία θα μπορούσαμε, επίσης, να τη δούμε ως μια αυτοάμυνα που γεννήθηκε από το φόβο της παρανόησης. Έτσι, ο Ουναμούνο υπερβαίνει το ρεαλισμό ή αυτό που εκείνος θεωρεί ότι είναι ο ρεαλισμός· η νέα φόρμουλα του Βάσκου συνίσταται στο να μυθιστοριογραφεί σύμφωνα με ιδέες, όχι σύμφωνα με γεγονότα· σύμφωνα με τον εσωτερικό κόσμο του προσώπου, όχι σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινωνικοοικονομικής του ιστορίας. Αυτό ακριβώς το λογοτεχνικό είδος αποκαλεί «νιβόλα».

Την ίδια χρονιά, το 1914, παύεται από πρύτανης, καθώς οι απόψεις του ταυτίζονται με τις απόψεις της αριστεράς υπέρ των Συμμάχων και έρχονται σε αντίθεση με την επίσημη ουδετερότητα και τον κρυφό φιλογερμανισμό του βασιλέα Αλφόνσου Η´. Το 1917 εκδίδεται το μυθιστόρημα/νιβόλα Abel Sánchez [Άβελ Σάντσεθ, σε μετάφραση Ιουλίας Ιατρίδη, Εκδόσεις των Φίλων, 1994], και το 1920 το Tres novelas ejemplares y un prólogo [Παραδειγματικές νουβέλες, μετάφραση Νίκος Γκούβης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994. Το 1921, εμφανίζεται η νιβόλα La tía Tula [Η θεία Τούλα η οποία κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε τρεις μεταφράσεις: της Μαρίας Μπεζαντάκου, εκδόσεις Καλλιγράφος, 2013, του Τάσου Ψάρρη, Βακχικόν, 2014 και του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Gutemberg, 2017].

Τo Φεβρουάριο του 1924 εξορίζεται στη νήσο Φουερτεβεντούρα, στα Κανάρια Νησιά. Τον Ιούλιο ο δικτάτορας Πρίμο δε Ριβέρα του απονέμει χάρη και εκείνος εγκαθίσταται στη Γαλλία όπου θα παραμείνει για έξι χρόνια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξορίας του γράφει ασταμάτητα. Κυριότερο έργο εκείνης της περιόδου το δοκίμιο La agonía del cristianismo [Η αγωνία του Χριστιανισμού, μετάφραση Ιουλία Ιατρίδη, Εκδόσεις των Φίλων, 1970]. Το 1930, με την κατάλυση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα, ο Ουναμούνο επιστρέφει στη χώρα του και την επόμενη χρονιά εκλέγεται βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια της Σαλαμάνκα, θέση την οποία θα διατηρήσει μέχρι το 1933. Την ίδια χρονιά εκδίδει τη νιβόλα San Manuel Bueno, mártir [Άγιος Εμμανουήλ, ο καλός μάρτυρας, σύμφωνα με την Ιουλία Ιατρίδη, Εκδόσεις των Φίλων, 1972, και Άγιος Μανουήλ, ο Μάρτυρας, κατά τον Τάσο Ψάρρη, Βακχικόν, 2014]. Τέλος, το 1933 γράφει τα τελευταία λογοτεχνικά του έργα. Πρόκειται για δύο μικρές νουβέλες: πρόκειται για τα La novela de don Sandalio, jugador de ajedrez [Ο παίκτης του σκακιού, κατά την Ιουλία Ιατρίδη, Εκδόσεις των Φίλων, 1972, Το μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή, κατά την πιο πρόσφατη απόδοση του Αχιλλέα Κυριακίδη, Άγρα, 2015] και το αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά, Un pobre hombre rico o el sentimiento cómico de la vida [Ένας καημένος πλούσιος ή το κωμικό αίσθημα της ζωής].

Η κυρίαρχη ιδέα που διαπερνά ολόκληρο το έργο του Ουναμούνο είναι ο αντιφατικός χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης.

Το καλοκάιρι του 1936 ξεσπά στην Ισπανία το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φράνκο. Στην αρχή ο Ουναμούνο, που από το 1934 έχει χάσει τη γυναίκα του, τάσσεται υπέρ των στασιαστών καθώς πιστεύει ότι οι εθνικιστές θα επιβάλλουν κάποια τάξη στη χώρα και θα αποφευχθούν έτσι χειρότερα δεινά. Όταν όμως βλέπει τις σκηνές φρίκης που εκτυλίσσονται με την είσοδο των φασιστών στη Σαλαμάνκα και αντιλαμβάνεται τη γενικευμένη βαρβαρότητα, θλίβεται και αλλάζει άποψη. Στις 12 Σεπτεμβρίου, στην τελετή για την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, θα εκφράσει με θάρρος την πίστη του στην ελευθερία όταν απευθυνόμενος στους παρόντες στρατιωτικούς λέει «Το να νικήσεις δεν σημαίνει ότι πείθεις κιόλας». Ο φασίστας στρατηγός Χοσέ Μιγιάν-Αστράι του απαντά: «Να πεθάνουν οι προδότες διανοούμενοι. Ζήτω ο θάνατος!». Ο Ουναμούνο φεύγει ανάμεσα σε προσβολές και αποδοκιμασίες. Λίγες μέρες αργότερα ο Φράνκο τον παύει από πρύτανη. Περνάει τους τελευταίους μήνες της ζωής του σε εθελούσιο κατ’ οίκον περιορισμό, σε κατάσταση απελπισίας, απόγνωσης και μοναξιάς. Στις 21 Οκτωβρίου δίνει την τελευταία του σημαντική συνέντευξη, στον Νίκο Καζαντζάκη. Πεθαίνει την 31η Δεκεμβρίου.

Ο Ουναμούνο, «ο κάπως ατημέλητος άνθρωπος με το λεπτό, μικρό πρόσωπο, με τα στοχαστικά κι’ ανήσυχα μάτια που πολλοί είπαν ότι τον έκαναν να μοιάζει με κουκουβάγια, ο ιδιόρρυθμος εκπρόσωπος του ισπανικού πάθους και της τραγικής αίσθησης της ζωής, ο ξεροκέφαλος κι’ ανένδοτος Βάσκος», όπως τον περιγράφει η Ιατρίδη στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης της Καταχνιάς, θεωρείται αναμφίβολα από τους σημαντικότερους ισπανούς συγγραφείς όλων των εποχών. Το έργο του απεικονίζει την πάλη ενός ανθρώπου που θέλει, αλλά δεν μπορεί να πιστέψει στον Θεό και που δυσπιστεί επίσης απέναντι στην επιστήμη και τη λογική. Η κυρίαρχη ιδέα που διαπερνά ολόκληρο το έργο του είναι ο αντιφατικός χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης. Το πολυποίκιλο και τεράστιο σε όγκο έργο του το διαπερνούν τέσσερις θεματικοί άξονες οι οποίοι επανέρχονται με επιμονή, ιδωμένοι κάθε φορά και από διαφορετική οπτική γωνία: η Ισπανία, η ανθρώπινη φύση, η θρησκεία και η λογοτεχνική δημιουργία.

 

 

 *O Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας ΑΠΘ / Μεταφραστής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!