Συνέντευξη στη Βασιλική Λάζου και στον Γιάννη Σκαλιδάκη
Aποτελούν τα Δεκεμβριανά μία ελληνική ιδιαιτερότητα;
Το πρώτο σημείο που πρέπει να τονιστεί και δεν είναι πολύ γνωστό είναι ότι η περίπτωση των Δεκεμβριανών δεν είναι μοναδική στην ιστορία της Ευρώπης. Αντίστοιχης μορφής φαινόμενο είχαμε και στο Βέλγιο, όταν και εκεί έγινε απόπειρα να επιλυθεί το πρόβλημα της αποστράτευσης των δυνάμεων της αντίστασης. Επειδή δεν συμφώνησαν οι αντιστασιακές οργανώσεις, έλαβε χώρα μια πολύ μεγάλη διαδήλωση στις Βρυξέλλες στις 25 Νοεμβρίου του 1944 η οποία χτυπήθηκε ένοπλα από την αστυνομία και βέβαια διαλύθηκε. Η διαφορά ήταν βεβαίως ότι δεν υπήρχαν νεκροί, αλλά μόνο γύρω στους πενήντα σοβαρά τραυματισμένους. Και βεβαίως η βελγική αντίσταση ήταν σε επίπεδο μεγέθους, περιορισμένης έκτασης αντίσταση. Παρόλα αυτά και εκεί χτύπησε η αστυνομία και σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για το χτύπημα αυτό την είχαν οι Βρετανοί. Αυτό δείχνει ότι ήταν μια μεθοδευμένη βρετανική ενέργεια προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της κρίσης με τη μορφή αυτή, δηλαδή να συγκρουστούν εκεί που προφανώς είχαν και τη δυνατότητα να το κάνουν, όπως στην Αθήνα. Γιατί βγαίνοντας εκτός Αθηνών δεν είχαν την ίδια ισχύ, ενώ αντίθετα ήξεραν πάρα πολύ καλά πώς να καταστέλλουν εξεγέρσεις στο κέντρο των μεγάλων πόλεων. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την εξέγερση κλήθηκαν να καταστείλουν Ινδοί, δηλαδή σώματα του βρετανικού στρατού που είχαν εμπειρία σε αντίστοιχες καταστολές λαϊκών εκδηλώσεων από πόλεις στις Ινδίες, κυρίως στο Νέο Δελχί.
Γιατί όμως έγιναν τα Δεκεμβριανά;
Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ζήτημα γιατί έγιναν τα Δεκεμβριανά. Η κρατούσα αντίληψη ήταν αυτή που ήθελε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ να καταλαμβάνουν την εξουσία με τη βία. Αυτό προφανώς και δεν ισχύει. Και ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει πουθενά σε αρχειακό υλικό σε επίπεδο καταγραφής, σε επίπεδο βιωματικής εμπειρίας, μια πληροφορία που να δικαιολογεί ότι έγινε μια οποιαδήποτε συζήτηση στους κόλπους του ΕΑΜ ή του ΚΚΕ να καταληφθεί βίαια η εξουσία. Tα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια εσκεμμένη και σχεδιασμένη εκ των προτέρων απόπειρα κατάληψης της εξουσίας.
Γιατί όμως το ΕΑΜ ενεπλάκη στη σύγκρουση;
Για δύο βασικούς λόγους, ο πρώτος λόγος είναι ότι ήταν μια έκρηξη οργής. Και εδώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχει μια μικρή αναλογία με αυτό που έγινε με τον Γρηγορόπουλο το 2008, επίσης Δεκέμβριο. Και έγινε μια τέτοια έκρηξη οργής η οποία ήταν ασταμάτητη και η οποία προσέδωσε στα γεγονότα τη μορφή και τη δυναμική που απέκτησαν. Ο κόσμος ήταν εξοργισμένος και γι’ αυτό συγκρούσθηκε με την αστυνομία.
Το ίδιο έγινε και με τα Δεκεμβριανά. Οι αστυνομικοί χτύπησαν κυρίως τα μπροστινά τμήματα της πορείας, όπου βρίσκονταν μαυροφορεμένες γυναίκες, μανάδες ως επί το πλείστον. Το γεγονός αυτό, ότι τις είδαν στους δρόμους πεσμένες στα αίματα ήταν προφανές ότι θα δημιουργούσε αυτή την αντίδραση. Eξαιτίας αυτής της οργής ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθεί η όλη υπόθεση όχι μόνο από την πλευρά των Βρετανών, αλλά από το ίδιο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Άρα, η απόφαση για σύγκρουση δεν είναι μια απόφαση «από τα πάνω»;
Ακριβώς. Είναι οι ίδιες οι συνθήκες που διαμορφώνονται ανεξαρτήτως των πολιτικών αποφάσεων, για να μη θεωρήσουμε ότι απλά και μόνο οι πολιτικές αποφάσεις είναι εκείνες που παίζουν καθοριστικό ρόλο. Στην περίπτωση των Δεκεμβριανών είναι οι ίδιες οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στις κοινωνικές συμπεριφορές των μαζών. Ήταν η μανία μαζικής αντίδρασης απέναντι σε μια ενέργεια τρομακτικής αδικίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το βρετανικό κοινοβούλιο και οι βρετανικές εφημερίδες βοούσαν εναντίον του Τσώρτσιλ για τον τρόπο που χειρίστηκε τα πράγματα στην Ελλάδα έναντι ενός στρατού που υπήρξε νικητής των Γερμανών. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι η Δεκεμβριανή σύγκρουση ήταν αποτέλεσμα μιας σύγχυσης που επικράτησε στους κόλπους του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ ήξεραν πάρα πολύ καλά ότι εξυφαινόταν σχέδιο βίαιης κατάληψης και πραξικοπήματος από την πλευρά της ακροδεξιάς, της αστυνομίας και του στρατού. Υπήρχαν πληροφορίες, είχε πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ ένα σχέδιο ήδη από τον Απρίλιο του 1944, για το πώς θα καταλαμβάνονταν η εξουσία από τις εθνικιστικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης. Η επίθεση που έγινε στην Πλατεία Συντάγματος, δημιούργησε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα τέτοιο σχέδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ριζοσπάστης εκείνης της εποχής, αποτιμά και χαρακτηρίζει τα γεγονότα ως αντίσταση στο πραξικόπημα, όπως το εξέλαβαν τότε η ηγεσία και οι επικεφαλής του ΕΑΜ.
Έτσι ερμηνεύεται και η επίθεση στα αστυνομικά τμήματα;
Έτσι ακριβώς ερμηνεύεται η επίθεση αυτή. Να σημειώσουμε εδώ ότι το ΕΑΜ ήξερε πάρα πολύ καλά ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μια διαδικασία μεταφοράς όπλων είτε από τη Μέση Ανατολή, είτε από την πλευρά των Γερμανών προς τις εθνικιστικές οργανώσεις, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και προς τον ελληνικό στρατό και κυρίως προς τη Χωροφυλακή. Μεταφέρθηκαν πολύ μεγάλες ποσότητες οπλισμού στη χωροφυλακή που είχε τότε διοικητή τον Ντάκο, υπεύθυνο για τη σφαγή του Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη. Σημειώνω εδώ ότι ο στόχος των χτυπημάτων στα αστυνομικά τμήματα, ήταν ακριβώς να παραδώσουν οι αστυφύλακες και οι χωροφύλακες τον οπλισμό τους. Δεν ήταν να τους σκοτώσουν ή οτιδήποτε άλλο. Δεν πειράχθηκαν τα στελέχη αστυνομικών τμημάτων που παρέδωσαν τον οπλισμό τους. Να σημειώσουμε εδώ και ότι ήδη από τις 7 Νοεμβρίου είχε κάνει μια επιδεικτική παρέλαση η Ορεινή Ταξιαρχία στην Αθήνα και αυτό ακριβώς θεωρήθηκε μια μεθόδευση να χτυπηθεί σε επίπεδο πραξικοπήματος το αριστερό κίνημα και η δημοκρατία στην Ελλάδα. Όλες οι επιθέσεις των τριών πρώτων ημερών έγιναν εναντίον αστυνομικών τμημάτων. Τον πρώτο καιρό οι Βρετανοί δεν αποτελούσαν αντίπαλο ούτε στόχο. Δεν υπάρχει καμία απολύτως προκήρυξη του ΕΛΑΣ της εποχής εκείνης που να αναφέρει τους Βρετανούς σαν εχθρούς που έπρεπε να χτυπηθούν από τον ΕΛΑΣ. Και μάλιστα υπάρχουν στοιχεία από τα κομματικά αρχεία που δείχνουν ότι όταν χτύπησαν οι Βρετανοί και γενίκευσαν την επίθεση εναντίον του ΕΛΑΣ, δεν είχε εκτιμηθεί ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να πάρουν τη μορφή αυτή.
Και φυσικά ο ΕΛΑΣ δεν πείραξε τους Βρετανούς.
Ακριβώς. Ο ΕΛΑΣ δεν πείραξε καθόλου τους Βρετανούς.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά διεξάγεται «μια σύγκρουση» ενδοκομματική μέσα στο ΚΚΕ. Γιατί, να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι ένα τμήμα του ΕΛΑΣ, κυρίως καπετάνιοι, είχαν τη λογική ότι θα έπρεπε ενδεχομένως να συγκρουστούν από την αρχή με τους Βρετανούς και με τις αστυνομικές και κατασταλτικές δυνάμεις. Ο Άρης Βελουχιώτης για παράδειγμα, και έγινε μεγάλη προσπάθεια ήδη από τη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία να αποσιωπηθεί το ενδεχόμενο αυτό. Αυτό που εκτίμησε ο Σιάντος εκείνη την εποχή ήταν ότι έπρεπε η κίνηση αυτή να μην επεκταθεί πέραν των ορίων της σύγκρουσης με τις εγχώριες δυνάμεις που πραγματοποιούσαν πραξικόπημα. Ξεκινάει λοιπόν μια διαδικασία στην οποία προσπαθούν να αποτρέψουν την επέκταση των μαχών. Προσπαθούν δηλαδή να περιορίσουν τη δυνατότητα των εμφυλιοπολεμικών, ας το πούμε έτσι, να κυριαρχήσουν στον ΕΛΑΣ και να επιβάλουν γενίκευση της σύγκρουσης. Αυτό ξεκινάει ήδη από το πρώτο βράδυ. Μετά το χτύπημα της 3ης Δεκέμβρη παίρνουν εντολή να μετακινηθούν από την Αθήνα σώματα του ΕΛΑΣ, τα οποία φθάνουν πράγματι με τον οπλισμό τους στην Ιερά Οδό και εκεί παίρνουν εντολή από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ να γυρίσουν πίσω. Και έτσι δεν λαμβάνει χώρα άμεση σύγκρουση εκείνη τη στιγμή που ο ΕΛΑΣ είχε το πλεονέκτημα.
Όμως εν τέλει ο ΕΛΑΣ φέρνει δυνάμεις στην Αθήνα.
Και γυρίζουν πίσω σε εκείνη τη φάση. Την ίδια ακριβώς στιγμή, υπάρχει ο φόβος ότι ενδέχεται να πάρουν οι σκληροπυρηνικοί την υπόθεση στα χέρια τους. Ο Βελουχιώτης, πριν ακόμα γίνει το κτύπημα στα Δεκεμβριανά, παίρνει εντολή να φύγει και να κυνηγήσει τον Ζέρβα στην Ήπειρο. Και εάν δει κανείς τα αρχεία, υπάρχει καταγραφή στο ημερολόγιο και του ίδιου του Ζέρβα, γιατί του έκανε εντύπωση που στράφηκε ο ΕΛΑΣ εναντίον του, ενώ όλη η υπόθεση παιζόταν στην Αθήνα.
Είναι χαρακτηριστικό π.χ. ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των Δεκεμβριανών δεν συνεδριάζει ποτέ το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ σε ολομέλεια. Το πρόσχημα είναι ότι είναι άρρωστος ο Γιάννης Ιωαννίδης. Και πράγματι ήταν άρρωστος στο Αρεταίειον. Ο λόγος για τον οποίο δεν έκανε συνεδρίαση το Πολιτικό Γραφείο ήταν γιατί οι δυνάμεις εκείνες που θα ήθελαν να προτείνουν μια επέκταση της σύγκρουσης από την πλευρά του ΕΛΑΣ έπρεπε να κρατηθούν στο περιθώριο. Άλλο αρκετά εντυπωσιακό στοιχείο επίσης είναι ότι η μάχη δεν δίνεται από τον ΕΛΑΣ και το Γενικό του Στρατηγείο που ήταν σε τελευταία ανάλυση το εμπειροπόλεμο στο πώς πρέπει να αντέξει μια τέτοια σύγκρουση, ούτε από τον ίδιο τον γενικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη, ο οποίος είχε εμπειρία από την καταστολή των κινημάτων του 1935. Στην ουσία καταργείται το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και στη θέση του εμφανίζεται η λεγόμενη Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ, η οποία είχε καταργηθεί το 1944. Στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ επικεφαλής ήταν ο Μάντακας και ο Χατζημιχάλης, δύο βενιζελικοί αξιωματικοί, και επιτελάρχης της μάχης των Αθηνών ήταν ο Λαγγουράνης, αξιωματικός του ΕΛΑΣ ο οποίος προερχόταν από την ΕΚΚΑ. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι δίνεται η μάχη της Αθήνας με στελέχη τα οποία δεν είναι απόλυτα συνδεδεμένα με την κομματική οργάνωση του ΚΚΕ. Αυτό έπαιξε επίσης αποφασιστικό ρόλο. Όσες εντολές δόθηκαν στα τμήματα να γυρίσουν πίσω, δεν εφαρμόσθηκαν. Το γεγονός ότι διώξανε και τον Βελουχιώτη από τη Στερεά αποδεικνύει ακριβώς ότι προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτό το ενδεχόμενο. Επίσης, σημειώνουμε ότι ο αδελφός του Λαγγουράνη, αξιωματικός της αμερικανικής αποστολής, βρισκόταν στη Χασιά, όπου ήταν το επιτελείο του ΕΛΑΣ, και παρακολουθούσε τις εξελίξεις από το επιτελείο. Και μάλιστα υπήρξε μια κατηγορία, γιατί ο αδελφός του Λαγγουράνη είναι στο επιτελείο του ΕΛΑΣ.
Πέραν αυτού, όταν ενεπλάκησαν οι Βρετανοί στη σύγκρουση, υπήρξε αίτημα οπλισμού και αύξησης των δυνάμεων. Γιατί ο ΕΛΑΣ διέθετε και βαρύ οπλισμό που πήρε από τους Ιταλούς. H λογική που επικράτησε ήταν ότι οι δυνάμεις που θα έκαναν τη σύγκρουση έπρεπε να είναι δυνάμεις περιορισμένης έκτασης και μη ετοιμοπόλεμες. Δηλαδή, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας που συγκρούστηκε δεν είχε τη δυναμική να αντιπαρατεθεί με τους Βρετανούς σε μια μετωπικού τύπου σύγκρουση. Δεν ήξεραν τι τύπου πόλεμο να κάνουν. O Σιάντος σε ένα από τα κείμενά του για τα Δεκεμβριανά, έγραφε ότι ένα αίτιο της ήττας ήταν ότι ο Έλληνας δεν ήξερε να πολεμάει στις πόλεις.
Σημειώνω το εξής εδώ, γιατί έχει πολύ μεγάλη σημασία. Κάποια στιγμή ο Βελουχιώτης στις 3 Γενάρη γυρίζει από την Ήπειρο, έχει πλέον πετάξει στη θάλασσα τον Ζέρβα (η αντιμετώπιση του Ζέρβα κράτησε μόνο οκτώ ημέρες). Ζητάει λοιπόν εντολή από το Πολιτικό Γραφείο να κατεβεί στην Αθήνα για να βοηθήσει τις εκεί δυνάμεις. Του απαγορεύεται να μετακινηθεί στην Αθήνα. Αλλά κι όταν το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, αφού υπογράφηκε η συνθηκολόγηση, είπε ότι «μπορούμε εμείς να εκπονήσουμε καινούργια σχέδια και να συνεχίσουμε την σύγκρουση», επίσης απαγορεύθηκε από το Πολιτικό Γραφείο μια τέτοια τροπή.
Επομένως, το ΕΑΜ δεν επιδίωκε τη σύγκρουση ή την επέκτασή της.
Ακριβώς. O λόγος που ο Σιάντος δεν επεδίωκε την σύγκρουση ή την επέκτασή της και ενδεχομένως σε κάποιο βαθμό είναι δικαιολογημένος σε σχέση με το θέμα αυτό, ήταν ο εξής: αφενός ο λαός ήταν εξαιρετικά κουρασμένος και δεν μπορούσε να εμπλακεί σε μια καινούργια τέτοιας έκτασης σύγκρουση. Οι Βρετανοί αξιοποίησαν και το γεγονός ότι στις εμπόλεμες περιοχές δεν διοχετεύτηκαν καθόλου εφόδια της ML [σ.σ. βρετανική επισιτιστική βοήθεια] γεγονός που προκαλούσε τη δυσαρέσκεια των τοπικών πληθυσμών. Το βασικότερο ήταν ότι η σύγκρουση αυτή δεν είχε προοπτική. Αν επεκτεινόταν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τότε θα μιλούσαμε για πόλεμο του ΕΛΑΣ εναντίον των Βρετανών. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο ο Σιάντος να εμπλακεί σε μια τέτοια διαδικασία.
Εκτός όμως από αυτό, από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης και του διεθνούς σοσιαλιστικού στρατοπέδου κυριαρχούσε η λογική της ειρηνικής συνύπαρξης. Την 1η Φεβρουαρίου 1945 ο Μορίς Τορές στέλνει μια επιστολή σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης υποστηρίζοντας τις ειρηνικές διευθετήσεις.
Έτσι εξηγείται η σοβιετική αποστασιοποίηση;
Ακριβέστατα. Είμαστε σε μια φάση που οι Σοβιετικοί δεν θέλουν σε κανένα απολύτως πεδίο να υπάρξει σύγκρουση, αντιπαράθεση κ.λπ. Ακόμα και στη Βουλγαρία που επιδικάστηκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, οι Σοβιετικοί δέχτηκαν και άλλα κόμματα στις κυβερνήσεις που συγκροτήθηκαν εκεί.
Η σύγκρουση όμως έγινε παρά την αντίθετη πολιτική του ΚΚΕ. Ποιος ήθελε τη σύγκρουση τελικά;
Πάνω σε αυτό να πούμε ότι κάποια στιγμή ο Σιάντος ρωτήθηκε γιατί δεν σταμάτησε τη σύγκρουση, καθώς δεν πίστευε σε αυτή. Αυτό το δήλωσε στα πολιτικά του κείμενα, κυρίως στην 11η ολομέλεια του Οκτωβρίου 1945 ως εξής: αφ’ ης στιγμής είχε επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό η σύγκρουση, δεν ήταν καθόλου εύκολο να συνθηκολογήσει ο ΕΛΑΣ. Γιατί μια συνθηκολόγηση του ΕΛΑΣ σε εκείνη τη φάση και χωρίς ακριβείς όρους μπορούσε να προκαλέσει τεράστιο πρόβλημα και να ξεκινήσει μια διαδικασία γενικευμένης καταδίωξης της Αριστεράς. Στην ουσία δεν το απέφυγε. Έφθασε ώς ένα σημείο και μετά έγινε η ανακωχή. Να σημειώσω ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ότι ο Σιάντος προσπαθούσε επιμελέστατα και με ιδιαίτερη συνέπεια να αποφύγει την επέκταση της σύγκρουσης. Είναι το γεγονός ότι ήρθε σε συνεννόηση με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον παλιό αρχηγό των Φιλελευθέρων, προκειμένου να φύγει ο Παπανδρέου και στην θέση του να μπει ένας άλλος πολιτικός. Αυτό που θα προσέφερε στην πραγματικότητα ήταν κυρίως να εκτονώσει την αντίδραση από την πλευρά των ΕΛΑΣιτών σε σχέση με ό,τι μεθοδευόταν εις βάρος τους από την πλευρά των Βρετανών και του κράτους. Αυτό δεν έγινε, αν και ο ίδιος ο Παπανδρέου πείστηκε κάποια στιγμή ότι η παραίτησή του ήταν η λύση που θα σταματούσε τις συγκρούσεις. Γιατί ο Σιάντος είχε δώσει το λόγο της προσωπικής του τιμής, ότι θα σταματούσε τη σύγκρουση στο μέτρο που δήλωνε παραίτηση ο Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου πήγε να δηλώσει παραίτηση, αλλά εκεί μεσολάβησε ο Τσώρτσιλ ο οποίος του απαγόρευσε να παραιτηθεί. Και αυτό επέκτεινε τη σύγκρουση.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν γενικεύθηκε η σύγκρουση, ήταν ότι το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ και η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ήξεραν ότι δεν είχαν τον οπλισμό ούτε τις επαρκείς δυνάμεις να αντιμετωπίσουν την έκταση της σύγκρουσης. Δεν έδωσαν λοιπόν εντολή για μεταφορά δυνάμεων αντίστοιχων των δυνάμεων του βρετανικού στρατού, οι οποίες από τις 6.500-7.000 που ήταν στην Αθήνα στην αρχή της σύγκρουσης, έφθασαν τις 65.000 στις 16 Δεκεμβρίου και τις 88.000 στα τέλη Δεκεμβρίου.
Άλλη περίπτωση που επίσης επιχειρήθηκε να σταματήσει η σύγκρουση, ήταν όταν ήρθε ο Τσόρτσιλ στην Αθήνα και ο Σιάντος πήγε σε διαπραγματεύσεις. Δεν το ξέρει αυτό ο κόσμος. Και σε αυτές τις συνεννοήσεις ήταν παρών ο συνταγματάρχης Ποπώφ, από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης ο οποίος όποτε απευθύνθηκε σε αυτόν ο ΕΛΑΣ για να εξασφαλίσει μια πλαισίωση οποιασδήποτε μορφής από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης, τον απέκρουσε με τη λογική ότι εμείς δεν εμπλεκόμαστε σε αυτές τις υποθέσεις. Στη συνάντηση με τον Τσόρτσιλ ο Σιάντος ήταν εξαιρετικά υποχωρητικός σε σημείο που ο Τσόρτσιλ έφθασε να πιστεύει ότι τον δελέασε επειδή του κράτησε το παλτό όταν έφευγαν από την διάσκεψη. Το ότι ακριβώς δεν προχώρησε ο Σιάντος σε μια υλοποίηση της απόφασής του να σταματήσει την σύγκρουση, ήταν απόρροια του γεγονότος ότι οι Βρετανοί δεν το ήθελαν με κανένα τρόπο. Ήθελαν να εμφανιστούν νικητές. Ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη της Αθήνας και με ελλιπείς δυνάμεις και δεν αξιοποίησε τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα. Σημειώνω εδώ ότι όταν οι Βρετανοί έκαναν κάποια απόπειρα να διαπιστώσουν πόσο τους έπαιρνε η μάχη εκτός Αθηνών, να σπάσουν δηλαδή τις γραμμές που είχαν συμφωνηθεί με τη συμφωνία της ανακωχής στις Θερμοπύλες, ο βρετανικός στρατός που κινήθηκε προς τα εκεί γύρισε πίσω τρομοκρατημένος και διαλυμένος.
*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός, εντεταλμένος διδασκαλίας
στο μεταπτυχιακό τμήμα του Παντείου Πανεπιστημίου