Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Σκέφτομαι πόσο ακόμη θα κουβαλάμε αυτό το τραύμα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Δεν είναι που ο αγώνας δεν δικαιώθηκε, είναι που δεν υπήρξε κανενός είδους κάθαρση…
Κάθε οικογένεια έχει το δικό της φορτίο, απ’ όποια πλευρά κι αν βρέθηκαν οι πρόγονοι του καθενός μας. Διαβάζοντας το συγκλονιστικό βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη, σκεφτόμουν τον θείο μου που γλίτωσε σχεδόν από θαύμα στον Εμφύλιο και σε πολύ μεγάλη ηλικία μου είπε πως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του ήταν πως κατάφερε –μετά από πολλά χρόνια– να συγχωρέσει τους καταδότες του.
Ο συγγραφέας του Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική, μας μεταφέρει την ιστορία του πατέρα του, που το Καλοκαίρι του 1944 βρέθηκε, αρχικά, αιχμάλωτος των Γερμανών στην Πελοπόννησο, μεταφέρθηκε στο κολαστήριο-στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κι από εκεί σε «Στρατόπεδο Εργασίας» στη Γερμανία.
Μια ιστορία που αφηγήθηκε στον γιο του, σε όλη της την έκταση, λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα που τον σημάδεψαν από πολύ νεαρή ηλικία, όταν αρνήθηκε να πουληθεί στους κατακτητές. Και μετά από την Οδύσσειά του στη Γερμανία τον περίμενε πίσω η Μητριά Πατρίδα.
Το βιβλίο ώρες-ώρες σε πνίγει, όταν σκέφτεσαι τι τύχη επιφυλάχθηκε για τους αγωνιστές και ποια κόκκινα χαλιά στρώθηκαν για τους κάθε είδους δωσίλογους. Ευτυχώς –σε απάντηση των αναθεωρητών της Ιστορίας– κάποιοι άνθρωποι επιμένουν να φυλάνε τις μνήμες…
Πώς αποφασίσατε μετά από τόσα χρόνια, όχι μόνο από τα γεγονότα αλλά και από τον θάνατο του πατέρα σας, να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Θεωρώ ότι πέρασε ένα πολύ μεγάλο διάστημα από τον θάνατο του πατέρα μου κι όχι από τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Τα συμβάντα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξαν τη ροή της ανθρωπότητας, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο πρόσφατο ιστορικό γεγονός. Σημάδεψαν βαθιά τις τύχες λαών και εθνών. Κι ακόμα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο πατέρας μου εντάχθηκε από τα 16 του χρόνια στην Αντίσταση. Προδόθηκε και συνελήφθη από τους Γερμανούς το ’44. Φυλακίστηκε σε στρατόπεδα της Πελοποννήσου και στο τρομερό Χαϊδάρι. Επιλέχτηκε για αποστολή στο στρατόπεδο Μπίμπλις της Γερμανίας. Έζησε τη απανθρωποποίηση και τη βία, πάλεψε καθημερινά για τη ζωή του και απελευθερώθηκε από τους συμμάχους. Η επιστροφή στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από τον αποκλεισμό που του επιφύλασσε το επίσημο ελληνικό κράτος. Δεν το έβαλε κάτω και τελικά δικαιώθηκε. Από την άλλη, είναι αλήθεια πως προτίμησε να περιβάλλει τις εμπειρίες των χρόνων εκείνων με απόλυτη σιωπή, κι αυτό ερμηνεύεται. Το ανεπούλωτο τραύμα όσων βίωσαν κάτι ανάλογο διαπέρασε όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή τους, αφήνοντας βαθιά σημάδια. Η ανάκληση της μνήμης ανανέωνε και τον πόνο που τη συνόδευε κι επομένως δεν ήταν τυχαίο ότι ελάχιστοι μίλησαν. Ο πατέρας μου το έκανε σαν ύστατη εκμυστήρευση, λίγο πριν τον θάνατό του. Η απόφασή μου να γράψω για τις περιπέτειές του, έχει να κάνει κυρίως με τη διάσωσή της μαρτυρίας ενός «ανώνυμου» πρωταγωνιστή, που συμβάλλει καθοριστικά στη διάσωση της ιστορικής μνήμης.
Υπήρξαν στιγμές που σκεφτήκατε να τα αφήσετε πίσω, να μη γράψετε τους Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι;
Η αφορμή να καταπιαστώ με τη συγγραφή μού δόθηκε από την ανακάλυψη 15 μικροσκοπικών φωτογραφιών, που όταν τις μεγέθυνα, εντόπισα τον νεαρό τότε πατέρα μου. Ήταν τραβηγμένες σε ένα στρατόπεδο στο Μανχάιμ, όπου οι σύμμαχοι συγκέντρωσαν τους επιζήσαντες των γύρω ναζιστικών στρατοπέδων. Ξεκίνησα έρευνα για να συγκεντρώσω αξιόπιστο υλικό. Εκεί συνάντησα τις πρώτες δυσκολίες. Τα κενά, πέρα από την αφήγηση του πατέρα μου, ήταν μεγάλα. Πήρα συνεντεύξεις από συντρόφους του από την αντίσταση. Δεν βρήκα πολλούς ζωντανούς, ενώ συνάντησα και μεγάλη απροθυμία από κάποιους. Υπήρχαν στιγμές που σκέφτηκα να παρατήσω την προσπάθεια. Το πείσμα μου όμως λειτούργησε σαν οίστρος. Εντόπισα μέσω Ερυθρού Σταυρού δυο συντρόφους του από το Μπίμπλις. Ο ένας με διαφώτισε αρκετά, ο άλλος απεβίωσε πριν ολοκληρώσει τη μαρτυρία του. Ταξίδεψα τρεις φορές στη Γερμανία για να εντοπίσω το στρατόπεδο. Συνάντησα από αδιαφορία μέχρι επιθετικότητα, αλλά τα κατάφερα. Ο δεύτερος δισταγμός μου είχε να κάνει με την απροθυμία του πατέρα μου να δημοσιοποιήσει τη δοκιμασία του. Η ανάγκη του όμως να καταφύγει στην ύστατη εξομολόγηση θεωρώ ότι μου έδωσε την απάντηση που γύρευα. Η μαρτυρία του έγινε αμετάκλητα δημόσια.
Ο τίτλος που επιλέξατε τι συμβολίζει για σας;
Ο συμβολικός τίτλος δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα. Βρισκόταν στο μυαλό μου εξαρχής, πριν καν αρχίσω να γράφω. Ολόκληρη η ζωή του πατέρα μου ήταν σκεπασμένη με βαρυχειμωνιά, από τα παιδικά του χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο πρώτος χειμώνας αποτυπώνει τις περιπέτειες της νιότης του, την προδοσία, τη σύλληψη, τις ταπεινώσεις, την καθημερινή βία, τις στερήσεις, την πάλη απόγνωσης και ελπίδας. Το δεύτερο χειμωνιάτικο μοτίβο αποτυπώνει το τοπίο της επιστροφής. Την επάνοδο σε μια πατρίδα που του γύρισε την πλάτη, τον απέκλεισε από τον δημόσιο βίο, του φέρθηκε σαν να ήταν ένοχος. Μια πατρίδα που του χάρισε, αντί για καλοκαίρια αναγνώρισης και αξίωσης, τα πέτρινα χρόνια της περιφρόνησης. Κι αυτό το φέρσιμο το ένιωσαν πολλοί.
Μπορεί κανείς να συγχωρήσει μετά από τόσα χρόνια; Δεν νιώθετε κάποιες στιγμές να σας πνίγει η οργή για όσους ωφελήθηκαν από τις σχέσεις τους με τον εχθρό και συνέχισαν να «ζουν και να βασιλεύουν»;
Οι άνθρωποι που όχι απλώς συμβιβάστηκαν αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό επιβραβεύτηκαν από το κράτος της νικήτριας Δεξιάς στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα χρόνια του Εμφυλίου. Κι αυτό αν είναι ανυπόφορο για μας που δεν ζήσαμε αλλά απλώς διαβάσαμε ή ακούσαμε για τα γεγονότα εκείνα, φανταστείτε πώς λειτουργούσε για κείνους που πολέμησαν για ιδέες πανανθρώπινες, που αγωνίστηκαν αψηφώντας την ίδια τους τη ζωή. Φανταστείτε την πίκρα όλων εκείνων των αγωνιστών. Η συγχώρεση, όμως, είναι χαρακτηριστικό ηθικής ανωτερότητας. Ωστόσο, δεν πρέπει να τη συγχέουμε. Η συγχώρεση δεν ταυτίζεται με την λήθη.
Πώς αντιμετώπιζε ο πατέρας σας την τρέχουσα επικαιρότητα; Ένιωσε κάποια στιγμή δικαιωμένος για τους αγώνες του και όσα έζησε;
Ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή μια εικοσαετία πριν. Πρόλαβε να ζήσει την αναγνώριση και τη δικαίωση των αγώνων της Αριστεράς, τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Πρόλαβε, όμως, παράλληλα να ζήσει και την καπηλεία του αγωνιστικού κινήματος, τη διάψευση της πραγματικής αλλαγής στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Πάντως, θυμάμαι την κουβέντα του ότι αν ξαναζούσε δεν θα βολευόταν, τότε στα νιάτα του, με τον συμβιβασμό και την υποταγή. Τις ίδιες επιλογές θα έκανε και με τη ύστερη γνώση του.
Πώς μπορούμε να αντιδράσουμε απέναντι σε αυτούς που θέλουν βάναυσα να σβήσουν τη μνήμη και αναθεωρούν την ιστορία;
Η άμβλυνση των ιστορικών γεγονότων που οδηγεί σε ανιστόρητους συμβιβασμούς, όπως είναι η εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού που τεχνηέντως επιχειρείται, όχι μόνο με βρίσκει αντίθετο αλλά με εξοργίζει. Αυτό αποτυπώνεται ακόμα και σε λογοτεχνικά βιβλία στην Ελλάδα. Διάβαζα τελευταία κάποιο, αγνοώντας τον συγγραφέα του, που ταύτιζε τους αριστερούς αντιστασιακούς με τους προδότες χίτες. Κι όλα αυτά πίσω από μελίρρυτη γραφή. Διδάσκοντας τους μαθητές μου, έχω την υποχρέωση να τους καλλιεργώ την ιστορική μνήμη, ωθώντας τους στα ενήλικα χρόνια τους στην αυτονόμηση της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας. Τα σύγχρονα νεοναζιστικά μορφώματα συλλέγουν κατεξοχήν ανιστόρητους και αποπροσανατολισμένους νέους. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο.