Τι σημαίνει άραγε για μια έφηβη να ανακαλύπτει ότι έχει πατέρα μαφιόζο; Ο 38χρονος Ιταλοαμερικάνος σκηνοθέτης Τζόνας Καρπινιάνο, στη νέα του ταινία «Στην Κιάρα», επιχειρεί εύστοχα μέσα από τα μάτια της νεαρής ηρωίδας του να μεταφέρει την ψυχική αναστάτωσή της, μόλις συνειδητοποιεί πως ο αγαπημένος της πατέρας εργάζεται για την τοπική μαφία. Η ταινία κέρδισε Βραβείο Καλύτερης Ταινίας-Europa Cinemas Label στις Κάννες, διακρίθηκε σε διάφορα σημαντικά διεθνή Φεστιβάλ, ενώ βραβεύτηκε και η νεαρή πρωταγωνίστρια Σουάμι Ρότολο για την ερμηνεία της.

Ανάμεσα σε μια ταινία κοινωνικής καταγραφής, ένα θρίλερ γεμάτο αγωνία και μια ταινία ενηλικίωσης, η 15χρονη Κιάρα παρουσιάζεται αρχικά ως ανέμελη έφηβη, που ασχολείται διαρκώς με το κινητό, πηγαίνει βόλτες με τις συμμαθήτριές της, ενώ ζηλεύει την μεγαλύτερη αδερφή της, που κλέβει την παράσταση στο πάρτι των 18ων γενεθλίων της, ένα σύμπαν που καταρρίπτεται, μόλις δει τον πατέρα τους να εξαφανίζεται σαν κυνηγημένος μέσα στην νύχτα και το αμάξι του να τυλίγεται στις φλόγες. Στις επανειλημμένες ερωτήσεις της να καταλάβει το γιατί, παίρνει τη στερεότυπη απάντηση να μην ανησυχεί, καθώς όλα είναι εντάξει. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ανακαλύπτει ένα μυστικό καταφύγιο, κάτω από το σπίτι τους. Παρά τα μισόλογα και τις επίμονες σιωπές, η Κιάρα μαθαίνει από το διαδίκτυο πως ο πατέρας της είναι καταζητούμενος, για εμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών. Η ατρόμητη Κιάρα είναι πλέον αποφασισμένη, να πάρει τις απαντήσεις που ψάχνει.

Η ταινία ανοίγει με κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Κιάρα στο γυμναστήριο, μια δραστηριότητα που απολαμβάνει, ως ένδειξη προσωπικής ανασυγκρότησης. Αντίστοιχα πλάνα διατρέχουν την ταινία, υποδηλώνοντας την αποφασιστικότητά της. Έτσι όπως ανοίγει η ταινία, παρόμοια και κλείνει, με την ίδια πλέον σε προπόνηση για τρέξιμο σε στίβο, σφραγίζοντας με αισιοδοξία το τέλος, καθώς απεικονίζεται αποφασισμένη να ακολουθήσει τη δική της ζωή.

Τα πλάνα από τα γενέθλια της μεγαλύτερης αδερφής σε ρεστοράν, με πολλούς καλεσμένους, εκλεκτά εδέσματα και διαγωνισμό χορού, υποδηλώνουν την αναγνωρισμένη θέση της οικογένειας στην τοπική κοινωνία, προβάλλοντας παράλληλα το λαϊκό προφίλ μιας «φυσιολογικής» οικογένειας, σαν όλες τις άλλες, κάτι που η ταινία χτίζει εξαρχής, μέσα από τις  μικρές οικογενειακές στιγμές, με τις αδερφές να βλέπουν τηλεόραση με τον πατέρα τους, όλο γέλια, πλάκες και χαρές. Προς το τέλος της ταινίας, τα πλάνα από πάρτι ενηλικίωσης είναι αυτή τη φορά της ίδιας της Κιάρα, που ήδη βρίσκεται μακριά από την οικογένειά της. Όταν όμως ξεβάφεται μπρος στον καθρέφτη, στο είδωλό της καταγράφεται σε συνεχόμενο πλάνο περιστοιχισμένη από τα μέλη της οικογένειάς της, σε μια φανταστική παρεμβολή με την τεχνική των θρίλερ, όπου εύστοχα, μονάχα μέσα από μια κίνηση της κάμερας, αποκαλύπτεται η λαχτάρα της να τους ξαναδεί.

Υιοθετώντας ρεαλιστική σκηνοθεσία ντοκιμαντερίστικης υφής, με κάμερα στο χέρι και αρκετά κουνημένα και ανετάριστα πλάνα, ο Καρπινιάνο επικεντρώνεται στην έφηβη πρωταγωνίστρια, όχι μόνο για να διερευνήσει μέσα από τη ματιά της τα άδυτα μιας εγκληματικής οργάνωσης, αλλά κυρίως για να αποκαλύψει πόσο στενά συνυφασμένη είναι με τον απλό κοινό κόσμο. Δεν πρόκειται για ψυχικά διαταραγμένους γκάνγκστερς, στα όρια καρικατούρας, όπως συχνά περιγράφονται οι μαφιόζοι στο σινεμά, κυρίως της αμερικάνικης σχολής, αλλά για ανθρώπους της διπλανής πόρτας, λαϊκούς οικογενειάρχες, όπως ο καταζητούμενος πατέρας της Κιάρα, που σε μια εποχή ανεργίας θεωρεί απόλυτα φυσιολογική αυτή τη δραστηριότητα. Οι μαφιόζοι δεν παρουσιάζονται ως νεόπλουτοι που ενστερνίζονται λούσα και μεγαλείο, αλλά οικογενειάρχες με λαϊκό προφίλ, που ενδιαφέρονται απλώς να στηρίξουν τις οικογένειές τους. Δεν κατοικούν σε πολυτελείς βίλες, αλλά παρουσιάζονται ως μεροκαματιάρηδες του συνδικάτου του εγκλήματος, αυτοί που κάνουν τη βρώμικη δουλειά και είναι έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα της οικονομικής άνεσης που παρέχουν στις οικογένειές τους, ακριβώς όπως και ο πατέρας της Κιάρα, που αναγκάζεται να ζει ως φυγάς, κρυμμένος υπογείως, μακριά από τα παιδιά του, αναφέροντας όλο νόημα «Τα αφεντικά βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, είναι αυτοί που ξεπλένουν το χρήμα».

Στα χνάρια του ωμού ρεαλισμού που είχε μεταχειριστεί και ο Ματέο Γκαρόνε στο «Γόμορρα» (2009), επιχειρώντας μια αυθεντική καταγραφή της ναπολιτάνικης μαφίας για τη δράση της Καμόρα, με την ανάδειξη της λαϊκής εμπλοκής και υποστήριξης, κυρίως ως αναγκαία λύση στην ανέχεια. Έτσι και ο Καρπινιάνο βασίζεται στον κοινωνικό ρεαλισμό για να αναδείξει τη μαφία ως ένα σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο, που όπως είχε καταδείξει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Mediterranea» (2015), εκμεταλλεύεται τους μετανάστες, ενώ ενστερνίζεται παλιότερες ιεραρχικές καταβολές, συνδεδεμένες με το πατριαρχικό αξιακό σύστημα, βασισμένο στην οικογενειοκρατία, για να περιγράψει στην νέα του ταινία τη νοοτροπία της Ντραγκέτα στην Καλαβρία.

Στην εκπληκτική σεκάνς που ο πατέρας ξεναγεί την Κιάρα στις αποθήκες όπου επεξεργάζονται τα φορτία με τα ναρκωτικά, αναφέρει τη φράση-κλειδί της ταινίας «κάποιοι το ονομάζουν μαφία, εμείς το ονομάζουμε επιβίωση», αφήνοντας μπροστά της, ένα σάκο γεμάτο χαρτονομίσματα, χρήματα που βγήκαν με δουλειά μιας μόνο ώρας, σε έναν απίστευτο οικονομικό συσχετισμό με την μαρξιστική έννοια της παραγωγικότητας, συγκριτικά με εργατοώρες, κέρδος και αποδοτικότητα.

Στα μάτια της δικαιοσύνης, η Κιάρα αποτελεί μια διαταραγμένη έφηβη, που αντιμετωπίζεται ως εν δυνάμει μελλοντική εγκληματίας, επειδή το περιβάλλον της εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες και εγκληματικά κυκλώματα. Σε πλάνο με αδιάλειπτη αργή προσέγγιση της κάμερας και εμβόλιμα πλάνα με την οικογένεια της Κιάρα, ο δικαστής απεικονίζεται στο βάθος να εξηγεί υπομονετικά, πως το μεγαλύτερο ποσοστό γόνων μαφιόζων ακολουθούν σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια τα χνάρια των γονιών τους, ενώ τονίζει ιδιαίτερα πως η τοπική οργάνωση Ντραγκέτα στην Καλαβρία, με κληρονομικό ιεραρχικό σύστημα, εντός αυστηρού οικογενειακού πλαισίου, συχνά δίχως εναλλακτική διέξοδο, θεωρείται υποτιμημένο ενδημικό φαινόμενο και ο μοναδικός τρόπος να σπάσει ο κύκλος βίας, από την μεριά του νομοθετικού συστήματος, είναι η απομάκρυνση των παιδιών από τις οικογένειές τους, πριν ενηλικιωθούν ενστερνιζόμενα αυτή την παράδοση εγκλήματος και βίας.

Ο Καρπινιάνο, προκειμένου να αναδείξει την εύθραυστη ψυχολογία της άβγαλτης ηρωίδας του, εμπλουτίζει τον κοινωνικό ρεαλισμό με σουρεαλιστικές εκφάνσεις, αποτυπώνοντας μέσα από τα όνειρά της συμβολικές εικόνες, ως προάγγελο για ότι πρόκειται να επακολουθήσει. Έτσι, με τεχνικές θρίλερ, όπως βόμβος, φιλτραρισμένες ομιλίες, περιοδικοί θόρυβοι, έντονοι φωτισμοί, επιβραδυμένη κίνηση, καταφέρνει να αποδώσει το άγχος και την εσώτερη αναστάτωση της Κιάρα, που προσπαθεί κόντρα στην ομερτά να ξεκαθαρίσει τα γεγονότα. Η αίσθηση απειλής που διατέμνει την ταινία αποδίδεται μέσα από ήχους, φωτισμούς και ανετάριστα πλάνα, κάθε φορά που η Κιάρα διαισθάνεται πως κάτι τρέχει, όταν βλέπει αγνώστους να συνομιλούν έντονα με τον πατέρα της, όταν ανατινάζεται το αυτοκίνητό του ή όταν ανακαλύπτει έντρομη μέσα από το διαδίκτυο πως ο πατέρας της καταζητείται.

Σε αυτή την ταινία με την ιδιαίτερη προσέγγιση της μαφίας μέσα από την οπτική της έφηβης πρωταγωνίστριας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και η αναφορά στον

μεγάλο Ιταλό ζωγράφο της Αναγέννησης Ραφαήλ, που γεννήθηκε στο Ουρμπίνο, εκεί όπου έχει οριστεί να ζήσει σε ανάδοχη οικογένεια η Κιάρα. Όπως επισημαίνεται από τον ξάδερφό της, ο Ραφαήλ ζωγράφιζε ό,τι έβλεπε, και σε μια εποχή που τα πορτραίτα ήταν μονάχα για τους πλούσιους δούκες, αυτός ζωγράφιζε τους αριστοκράτες όπως ήταν, χωρίς να τους εξωραΐζει, σε μια απίστευτη σύνδεση του αλλοτινού μεγαλείου της Ιταλικής αναγέννησης με τη σύγχρονη διάσταση του λαϊκού κόσμου, σε μια ταινία που δεν επιχειρεί να εξωραΐσει την κοινοτυπία της μαφίας.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO

1) Στον κινηματογράφο Τριανόν (Κοδριγκτώνος 21) διοργανώνονται «Ημέρες Ισραηλινού Κινηματογράφου» (20-23/10/2022), με πέντε ταινίες και μια μοναδική συναυλία πιάνου με προβολή κόμικς. Θα είναι παρόντες και οι σκηνοθέτες, για να συνομιλήσουν με το κοινό.
2) Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος διοργανώνεται «Cinema made in Italy» (21-27/10/2022), όπου θα παρουσιαστούν δώδεκα νέες ιταλικές ταινίες με συζητήσεις και καλεσμένους, καθώς και η «Περιπέτεια» (1960) του Αντονιόνι. Επιλεγμένες ταινίες θα προβληθούν και στην πλατφόρμα online.tainiothiki.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!