Η σχετική μεταμφίεση τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, ακριβώς μετά τη μεγαλειώδη κινητοποίηση της 26ης Ιανουαρίου και τις εξελίξεις που τροφοδότησε, δημιουργούν ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Οι συστημικές δυνάμεις δύσκολα θα το προσπεράσουν χωρίς να «βραχούν», χωρίς να δοκιμαστούν σοβαρά. Αυτό συμβαίνει επειδή το «ακαταδίωκτο» που είχαν θεσπίσει, και η ενεργοποίηση κυβέρνησης – διοικητικού μηχανισμού – δικαιοσύνης για τη συγκάλυψη των αιτιών και των ευθυνών για το έγκλημα των Τεμπών, έχουν ήδη απονομιμοποιηθεί. Σε τέτοιο βαθμό που προκαλούνται ισχυροί τριγμοί, φέρνοντας στην επιφάνεια μια μεγάλη πολιτική και θεσμική κρίση, μια τεράστια κρίση εκπροσώπησης και γενικής δυσπιστίας προς το πολιτικό σύστημα συνολικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, όχι επειδή πιέζεται από την αντιπολίτευση, αλλά επειδή υπάρχει αυτό το ενεργό λαϊκό ρήγμα και ακηδεμόνευτο ρεύμα – το οποίο δείχνει μεγαλύτερη αξιοπιστία και σεβασμό στους γονείς των θυμάτων και τον σύλλογό τους παρά στα κόμματα, στους επίσημους θεσμούς, στην «τυφλή» δικαιοσύνη.

Είναι σε όλους κατανοητό ότι αν δεν υπήρχε αυτή η ανεξάρτητη μεταβλητή, αν δεν υπήρχε η δραστηριοποίηση των γονιών και το μεγάλο κίνημα σε όλη τη χώρα, η υπόθεση θα είχε πάρει τη γνωστή άγουσα… Επί δύο χρόνια η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για τη συγκάλυψη της υπόθεσης και την παρεμπόδιση της αλήθειας. Η δε αντιπολίτευση ασχολιόταν κυρίως με τις εσωτερικές υποθέσεις και τις εκλογικές της αποτυχίες. Επιπλέον, και τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) συνδέονται πολλαπλά με τις μνημονιακές πολιτικές, την απαξίωση και ιδιωτικοποίηση του σιδηρόδρομου, τη διάλυση της πολιτικής προστασίας, την υπογραφή αποικιοκρατικών συμβάσεων, την ανυπαρξία κάθε ελέγχου. Ναι, το έγκλημα έγινε στη «βάρδια» της Ν.Δ., που φέρει τις κύριες και βασικές ευθύνες. Αλλά και οι υπόλοιποι δεν έκαναν τίποτα για να λάμψει η αλήθεια και να αποδοθούν οι ευθύνες. Δεν είναι απλά ανικανότητα ή έλλειψη πείρας. Είναι εκδήλωση μιας βαθιάς συνενοχής.

Μια κυβέρνηση σε κρίση, μια κυβέρνηση που έπρεπε να έχει φύγει…

Ο αναγνώστης θα ξαφνιαστεί από την έκφραση «λαπάς των λαπάδων» που αποδίδεται στην αντιπολίτευση. Δεν είναι δική μου· τη δανείζομαι από τον κ. Μανώλη Κοττάκη. Όπως γράφει σε άρθρο του με τίτλο «Ἡ ρίζα τῆς ἀμφισβητήσεως» στην Εστία (4/2/2025), υπάρχουν «πολῖτες πού βαρέθηκαν τήν ἀντιπολίτευση τοῦ λαπᾶ καί τῶν λαπάδων. Τήν ἀντιπολίτευση τῶν σκοπιμοτήτων καί τῶν βολικῶν προτεραιοτήτων». Δεν απέχει από την πραγματικότητα, διότι ο Μητσοτάκης δεν έχει πιεστεί καθόλου από τη συγκεκριμένη αντιπολίτευση. Πίεση νοιώθει από την κοινωνία που είναι σε κίνηση γύρω από το θέμα των Τεμπών, από το εσωτερικό της Ν.Δ., από τους ψηφοφόρους, από κέντρα των ελίτ, πιθανά και από εξελίξεις που αφορούν και διεθνή κέντρα. Καθόλου από την αντιπολίτευση των ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί όμως είναι χαλαρή η στάση της αντιπολίτευσης; Ο βασικός λόγος είναι η πρόσδεση στα ίδια κέντρα (μνημονιακά και ελίτ του τόπου) και οι ιδιαίτερες ευθύνες που αυτά τα κόμματα φέρουν, όντας μέρος του πολιτικού συστήματος που εφάρμοσε τις τελευταίες δεκαετίες αυτές τις πολιτικές. Γεγονός που γνωρίζει καλά ο κ. Μητσοτάκης και η Ν.Δ. και το εκμεταλλεύονται διαρκώς, όσο φυσικά δεν νοιώθουν μια γνήσια λαϊκή πίεση. Τώρα όμως υπάρχει ένα ενεργό τεράστιο ρήγμα, αυτό των Τεμπών, που συμπίπτει με αλλαγές και διεργασίες οι οποίες έχουν ενεργοποιηθεί και από το ωστικό κύμα Τραμπ· κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει τι θα γίνει από τη «συνάντηση» αυτών των «τεκτονικών πλακών»… Το σίγουρο είναι ότι κυοφορούνται εξελίξεις.

Ποια όπλα είχε μέχρι σήμερα ο Μητσοτάκης; Στην ουσία ότι «έπαιζε» μόνος του χωρίς αντιπάλους και με αντιπολίτευση εντελώς ανίσχυρη, έως απούσα. Ότι εμφανιζόταν ως αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος τουλάχιστον μέχρι το 2027. Οι τριγμοί βέβαια είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους (δημοτικές εκλογές, αποχή και πτώση στις ευρωεκλογές κ.λπ.), αλλά ο εκβιασμός ότι μπορεί να αιφνιδιάσει με εκλογές τρόμαζε όλους στην αντιπολίτευση. Τώρα τέτοια φυγή προς τα μπρος από μεριάς Μητσοτάκη δεν μπορεί να γίνει, επειδή είναι στριμωγμένος και σε άμυνα, με ανοικτό το θέμα των Τεμπών –το οποίο παίρνει διαστάσεις πολιτικής κρίσης– και με επίγνωση ότι δεν υπάρχει 41%. Και ότι, ακόμα κι αν φτάσει μέχρι το 2027, θα είναι διαρκώς με την πλάτη στο τοίχο και με ενεργό το θέμα των Τεμπών.

Η στροφή που έκανε η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης μετά την 26η Ιανουαρίου (παραδοχή κάποιων λαθών και χειρισμών, αποδοχή προανακριτικής επιτροπής για τον Τριαντόπουλο), η σωρεία των στοιχείων που άρχισαν να βγαίνουν (και όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστούν οι αποκαλύψεις), και η επιμονή στην υποψηφιότητα κ. Τασούλα για πρόεδρο της Δημοκρατίας (υποψηφιότητα άμυνας και οχύρωσης του ίδιου του Μητσοτάκη μπροστά σε όσα έρχονται), δείχνουν μεγάλες και πραγματικές δυσκολίες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.

● Ο πρωθυπουργός (όλη η χώρα αυτό πιστεύει) έδωσε εντολή στον Τριαντόπουλο να γίνουν όλες οι «εκκαθαριστικές» μπαζωματικές επιχειρήσεις τις πρώτες μέρες μετά το έγκλημα. Δεν μπορούσε κανείς να πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία χωρίς διαταγή του πρωθυπουργού και χωρίς άμεση ανάμιξή του.

● Ο πρωθυπουργός είπε συνειδητά ψέματα δύο εβδομάδες μετά, όταν διαβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε κανένα παράνομο και εύφλεκτο φορτίο. Σήμερα όλοι ξέρουμε ότι αυτό ήταν ψέμα. Τώρα λέει ότι τον ενημέρωσε ελλιπώς η Hellenic Train…

● Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να μην ήξερε ποιους διόριζε στην επιτροπή της Βουλής και τη στάση που κράτησαν στη διάρκεια των εργασιών της (Νοέμβριος 2023 – Μάρτιος 2024). Ο κ. Μαρκόπουλος και ο κύριος Τασούλας πρωτοστάτησαν σε ασχήμιες και σε προσπάθειες συγκάλυψης. Τώρα ο Μητσοτάκης αδειάζει κάπως τον Μαρκόπουλο και προβιβάζει τον Τασούλα σε πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν είναι απλά κομματική επιλογή, είναι επιλογή του περιβάλλοντος Μητσοτάκη και Μαξίμου για τις ταραχώδεις καταστάσεις που έρχονται…

● Ο πρωθυπουργός νόμισε ότι μετά από 40-50 μέρες το ζήτημα θα είχε ξεχαστεί, όπως του έλεγε ο Αμερικανός σύμβουλος επικοινωνίας που είχε προσλάβει. Το 41% που πήρε στις εκλογές τον έκανε ακόμα πιο αλαζονικό.

● Ο πρωθυπουργός είναι επικεφαλής της ΕΥΠ. Δεν μπορεί να μην έχει ζητήσει να μάθει και να καμώνεται πως δεν ξέρει τι φορτίο είχε το τρένο, σε ποιον ανήκε, ποιος ο παραλήπτης του. Όχι, αυτό δεν είναι θέμα γενικά της δικαιοσύνης να το ανακαλύψει. Καμία αρμόδια αρχή δεν έκανε το παραμικρό τις πρώτες μέρες. Για όλα έφταιγε ο σταθμάρχης. Τα στοιχεία που ήρθαν στο φως ήταν αποτέλεσμα της έρευνας που έκαναν οι συγγενείς και εμπειρογνώμονες, που δικαιολογημένα έχουν φόβους για τη ζωή τους…

Το αφελές ερώτημα που θέτουν οι κυβερνητικοί παράγοντες «ποιον άραγε να θέλουμε να συγκαλύψουμε;» απαντιέται ευκόλως: Όλο το κύκλωμα, όλους τους μηχανισμούς, όλα τα παράνομα φορτία, όλες τις διασυνδέσεις και υπηρεσίες που είναι αναμιγμένες. Αυτό που δεν υπολόγισαν είναι ότι το μέγεθος και η έκθεση του εγκλήματος δεν μπορούσε να συγκαλυφθεί, εφόσον γονείς και κίνημα είχαν ενεργοποιηθεί.

Το αμέσως φυσιολογικό αίτημα, να φύγει, να παραιτηθεί ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Ν.Δ., δεν διατυπώθηκε από κανέναν πολιτικό της συγκεκριμένης αντιπολίτευσης. Αυτό προσπαθεί να αποφύγει ο Μητσοτάκης, ποντάροντας και στο γεγονός ότι αυτό δεν διατυπώνεται ευθέως από κανέναν επίσημο βασικό πολιτικό φορέα. Η συστημική συμπολίτευση προχωρά προσεκτικά και «αλληλέγγυα»…

Τα «Τέμπη» δεν πρέπει να παραμείνουν μόνο στο πεδίο της απόδοσης δικαιοσύνης και τιμωρίας (όλων) των υπευθύνων, αλλά να θέσουν και τις βάσεις μιας άλλης, καλύτερης Ελλάδας

Η αντιπολίτευση ως «λαπάς των λαπάδων»

Στη χώρα μας ζούμε το παράδοξο της ουσιαστικής απουσίας αντιπολίτευσης. Η διαφορά του πρώτου κόμματος από το σύνολο των δύο κομμάτων που έπονται είναι μεγάλη (41% ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ+ΠΑΣΟΚ 28,6% Ιούνιος 2023). Επιπλέον έχουμε τυπική αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ, με ποσοστό της τάξης 11,4%, αφού εκμεταλλεύτηκε τη διάσπαση-διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά πέρα από τα ποσοστά, το κύριο ζήτημα αφορά τη γραμμή και τη στάση των κομμάτων αυτών απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τους όρκους τους ότι αγωνίζονται για να την νικήσουν. Στις εσωτερικές διενέξεις για ανάδειξη νέων ηγεσιών ή στις διασπάσεις, το κύριο επιχείρημα ήταν ποιος είναι ο ικανότερος να νικήσει τον Μητσοτάκη. Όταν όμως έρχεται η ώρα, και ο Μητσοτάκης είναι τελείως στριμωγμένος, τους πιάνει η υπευθυνότητα. Και δείχνουν ότι δεν θέλουν την πτώση του, δεν θέλουν μια εκλογική αναμέτρηση. Θέλουν τη φθορά του και τη συμμετοχή τους στο συστημικό σκηνικό. Τρία κραυγαλέα παραδείγματα:

  • Πρώτο, δεν θέτουν επ’ ουδενί θέμα παραίτησης του Μητσοτάκη, ούτε να φύγει η Ν.Δ. από την κυβέρνηση. Περιμένουν τα πορίσματα, σκέφτονται ποιος και πότε θα κάνει πρόταση μομφής (χρειάζονται 50 βουλευτές και δεν μπορούν να συμφωνήσουν ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ). Ο Ανδρουλάκης μοιάζει υπεύθυνος διότι σκέφτεται ότι το δικαίωμα να ξανατεθεί θέμα πρότασης δυσπιστίας είναι 6 μήνες, οπότε αν γίνει χρήση τώρα χάνεται ένα ατού της αντιπολίτευσης. Δεν σκέφτεται διόλου ότι η κυβέρνηση πρέπει να πέσει τώρα, όχι να μείνει για άλλους 6 μήνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ λεονταρίζει τάχα για άμεση πρόταση μομφής, ενώ δια της κας Γεροβασίλη ξεπλένει τον κ. Τασούλα, κάνει λόγο για πλημμέλημα και φαίνεται ότι βάζει πλάτες. Στο ευρωκοινοβούλιο τσακώνονται οι δύο πλευρές (δια των κυρίων Αρβανίτη και Μανιάτη) και για το ποιος εμπόδισε ποιον για να φτάσουν να έχουν μια ακρόαση από τον επίτροπο της Ε.Ε. για τις Μεταφορές… δηλαδή τον κ. Τζιτζικώστα! (τόσο πολύ ανέβασαν τον πήχη).
  • Δεύτερο, η πιο ρηχή και πιο απολίτικη στάση φάνηκε και στο ζήτημα της εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας, που συνέπεσε με τον «σεισμό» των Τεμπών. Ο κ. Τασούλας έπρεπε να λογοδοτήσει πρώτα για το τι έκανε στην υπόθεση των Τεμπών, κι όχι να είναι υποψήφιος πρόεδρος Δημοκρατίας υποστηριζόμενος μονάχα από τη Ν.Δ., και να αντιπροσωπεύει την χώρα και την πολιτεία για 5 χρόνια. Αν υπήρχε διάθεση αγώνα και πάλης ενάντια στην κυβέρνηση και αυτήν την υποψηφιότητα, δεν θα υπήρχε διόλου η στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ, να περιμένει την πρόταση της Ν.Δ. Ούτε μετά θα υπήρχαν διαφορετικές υποψηφιότητες από την αντιπολίτευση για το αξίωμα. Ακόμα περισσότερο, μετά τις 26/1, με δεδομένο ότι υπάρχει μια αλλαγή φάσης, έπρεπε να γίνει το παν για να μην περάσει η υποψηφιότητα Τασούλα, λόγω της άμεσης εμπλοκής του στην υπόθεση των Τεμπών. Μια αποχώρηση των κομμάτων από τη διαδικασία ψήφισης για εκλογή προέδρου Δημοκρατίας, θα άφηνε τη Ν.Δ. μόνη στη βουλή, και θα καλούνταν ο λαός να κλιμακώσει τον αγώνα για να τιμωρηθούν οι ένοχοι, να αποδοθεί δικαιοσύνη, να υπάρξει οξυγόνο στην χώρα. Αυτό όμως θα σήμαινε να υπάρχει αντιπολίτευση, και όχι ο «λαπάς των λαπάδων» που λέει ο Κοττάκης.
  • Τρίτο, μέχρι τώρα είμεθα «προσεκτικοί». Περιμένουμε πορίσματα, και όταν γίνει μομφή θα την ψηφίσουμε, αλλά δεν θα περάσει με βάση τους συσχετισμούς, και τότε θα περιμένουμε άλλους 6 μήνες «σκληρών αγώνων». Ακόμα και το ΚΚΕ δηλώνει ότι θα ψηφίσει τη μομφή αλλά με άλλο νόημα, δηλαδή και ενάντια στο ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ (στο μυαλό τους, όχι στην πραγματικότητα). Κατά τα άλλα το ΚΚΕ συνεχίζει να δηλώνει ότι «κάνει μομφή κάθε μέρα στους αγώνες, στο δρόμο» κ.λπ. (δηλώσεις Θ. Κωτσαντή, Μ. Κομνηνάκα, Γ. Δελή) και αυτοανακηρύσσεται «πρωτοπορία (για άλλη μια φορά) στον αγώνα για να μην περάσει η συγκάλυψη» (Κουτσούμπας). Άρα έχουμε πρωτοπορία, όλα καλά… Τέλος, ο Γιάννης Μπαλάφας (ΣΥΡΙΖΑ) στις 30/1, λίγες μέρες μετά τις κινητοποιήσεις, θα δηλώσει: «Να παραιτηθεί ο Μητσοτάκης, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε σε εκλογές. Ας αντικατασταθεί από κάποιον άλλον του κόμματος». Σαν να υποδεικνύει λύσεις ή οδό διαφυγής. Τέτοια σενάρια δίνουν και παίρνουν μέσα στο πολιτικό σύστημα, δείγμα του τι κυοφορείται ή τι συζητείται σε στενούς κύκλους.

Επιπλέον, αυτή η «αντιπολίτευση» αντιμετωπίζει πολύ πολιτισμένα την «παραίτηση» του Τριαντόπουλου, που θα ενεργοποιηθεί όταν συγκροτηθεί ανακριτική επιτροπή της Βουλής. Μέχρι τότε παραμένει υφυπουργός. Τόσο πολύ μας κοροϊδεύουν! Το ότι ο Τριαντόπουλος θα καθίσει σε κάποιο εδώλιο, είναι ένα δείγμα της εξαιρετικά δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η κυβέρνηση. Γιατί είναι μια δίωξη σε έναν υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ τότε, που ενεργούσε άμεσα κάτω από εντολές του Μητσοτάκη. Μπορεί λοιπόν να κληθεί και ο Μητσοτάκης στην προανακριτική; Βεβαίως. Αλλά γιατί όλο αυτό να μην τεθεί κάτω από το άμεσο αίτημα της παραίτησης και των δύο τώρα;

Έχει θέσει κανείς το αίτημα της επανακρατικοποίησης του ΟΣΕ;

Ο σιδηρόδρομος στην Ελλάδα είναι υπό διωγμόν. Καταργήθηκαν πολλές γραμμές και ιδιωτικοποιήθηκε η βασική γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης, όταν πουλήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ στην ιταλική εταιρεία. Σήμερα μετά από όσα έχουν γίνει, δεν πρέπει να τεθεί θέμα να κρατικοποιηθεί ξανά ο ΟΣΕ, να περάσει στο δημόσιο, να αναδιαρθρωθεί σύμφωνα με ανάγκες ασφαλούς μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων, επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου; Μια τέτοια κίνηση που θα στηρίζονταν από την Πολιτεία θα αύξανε θέσεις εργασίας, θα τόνωνε και την παραγωγή αφού θα μπορούσαν πολλά τμήματα του δικτύου και των αμαξωμάτων να κατασκευάζονται στη χώρα.

Μοιάζουν ουτοπικά όλα αυτά; Ή είναι πραγματικές ανάγκες που θα ξεπερνούσαν σε μεγάλο βαθμό τη μεταπρατική δομή; Τέτοιες προτάσεις έχουν κατατεθεί από το 1980 (προτάσεις Μανώλη Γλέζου) και αντιμετωπίστηκαν με πλήρη αδιαφορία από όλες τις κυβερνήσεις που πέρασαν από τον τόπο. Τα Τέμπη, ως «Τέμπη», δεν πρέπει να παραμείνουν μόνο στο πεδίο της απόδοσης δικαιοσύνης και τιμωρίας (όλων) των υπευθύνων, αλλά να θέσουν και τις βάσεις μιας άλλης, καλύτερης Ελλάδας. Μιας Πολιτείας που με σχέδιο και μέθοδο θα προχωρήσει στην ανασυγκρότηση οικονομίας, παιδείας, πολιτισμού, κυριαρχίας. Ο σιδηρόδρομος και εν γένει οι μεταφορές δεν μπορούν να αφεθούν στα χέρια της αγοράς, των πολυεθνικών, των funds, των κυκλωμάτων λαθρεμπορίας, της Κομισιόν… Όπως και άλλοι κρίσιμοι τομείς: ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία, παιδεία κ.λπ.

Για όλους αυτούς τους λόγους το ρήγμα, η τομή που φέρνει η υπόθεση των Τεμπών, πρέπει να βαθύνει, στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης ενός πιο συνολικού προβλήματος: του υπαρξιακού ζητήματος της χώρας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με ταχυδακτυλουργικό τρόπο ή με ένα θαύμα: απαιτεί τη μέγιστη κινητοποίηση και ενεργοποίηση πνευματικών και ζωντανών εργαζόμενων δυνάμεων της Ελλάδας, σε αντιπαράθεση με όσες δυνάμεις θέλουν να παραμείνουμε σε ένα καθεστώς φθοράς, μαραζώματος, υποτέλειας, διαφθοράς και διαπλοκής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!