Ψηφίστηκε από τη βουλή την 18/12/2021 ο κρατικός προϋπολογισμός 2022, ο οποίος ως γνωστόν αποτελεί τον κεντρικό άξονα άσκησης οικονομικής πολιτικής από πλευράς κυβέρνησης για το επόμενο έτος. Είναι ένας ακόμα προϋπολογισμός που υπηρετεί την ίδια πολιτική, της λιτότητας για τους πολλούς και των κάθε μορφής ενισχύσεων για τους λίγους. Πολιτική που είχε ενταθεί με τα μνημόνια και συνεχίζει στην ίδια λογική ακόμα και στις συνθήκες της πανδημίας. Μάλιστα με αφορμή την πανδημία αξιοποιούνται ο φόβος και οι δύσκολες συνθήκες για γοργότερους ρυθμούς, χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις, μετάβασης στο νέο μοντέλο «ανάπτυξης» σύμφωνα με τις έξωθεν επιλογές τόσο σε επίπεδο σύλληψης-σκέψης (Σύνοδος Νταβός, «Μεγάλη επανεκκίνηση») όσο και στην πρακτική τους εφαρμογή (Ε.Ε., «πράσινη και ψηφιακή μετάβαση»). Όλα αυτά κάνουν μεγάλα τμήματα του λαού να θυμούνται το πόσο καλύτερα ήταν «τότε», που οι συνθήκες ήταν διαφορετικές και υπήρχε ελπίδα γιατί υπήρχε λαϊκή κινητοποίηση.
Τα βασικά στοιχεία του προϋπολογισμού συνοψίζονται στα γνωστά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υπηρετεί με ακραίο τρόπο η παρούσα δεξιά κυβέρνηση αλλά εφάρμοσαν και όλες οι προηγούμενες, ακόμα και αυτές που δήλωναν προοδευτικές ή ακόμα και της αριστεράς…
Συνεχίζεται η αναδιανεμητική πολιτική σε βάρος των πολλών
Ο προϋπολογισμός είναι αναδιανεμητικός σε βάρος των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων ενώ είναι υπέρ των ισχυρών, της οικονομικής ελίτ. Όσο πιο ψηλά βρίσκονται κάποιοι τόσο πιο ωφελημένοι είναι με ποικίλους τρόπους από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Φορολογία: Η σχέση άμεσων προς έμμεσους φόρους συνεχίζει να χειροτερεύει, φτάνοντας οι έμμεσοι στο 56,9% του συνόλου των φορολογικών εσόδων το 2022, Με αυτή τη διαδικασία αφαιρείται εισόδημα από τους πλέον αδύναμους. Συνολικά οι φόροι αυξάνονται κατά 3,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 2,3 δισ. δηλαδή τα δύο τρίτα είναι έμμεσοι φόροι. Ακόμα και στο φόρο εισοδήματος η αύξηση για τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους είναι 653 εκατ. ευρώ ενώ η αύξηση για τα νομικά πρόσωπα, με την εκτίναξη της κερδοφορίας τους το 2021 είναι λιγότερα, 614 εκατ. ευρώ
Δωράκια: Μετά τα δώρα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προς το κεφάλαιο με τη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων και τη μείωση του φόρου των διανεμόμενων μερισμάτων σειρά έχουν τα δώρα της κυβέρνησης της Ν.Δ. στο ίδιο μοτίβο. Για το 2022 μείωση του φορολογικού συντελεστή κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, μείωση του φόρου σε περίπτωση συγχώνευσης και μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης όπου «τη μερίδα του λέοντος» παίρνει ο εργοδότης. Επιπλέον έκπτωση για επιχειρηματικές δαπάνες που αφορούν την «πράσινη ανάπτυξη». Επιδότηση θέσεων εργασίας και κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών για προσλήψεις προσωπικού κ.ά. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα ετήσιο όφελος για τις επιχειρήσεις της τάξης του 1,3 δισ. ευρώ μόνο για το 2022, ενώ τα περισσότερα από αυτά είναι επαναλαμβανόμενα οφέλη στο διηνεκές. Αφήνουμε εκτός (λόγω περιορισμένου χώρου) τις επιδοτήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα για τις επενδύσεις πράσινης και ψηφιακής μετάβασης που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος στις επιδοτήσεις του ταμείου ανάκαμψης ενώ το 2022 το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων παραμένει σε διαχρονική στασιμότητα.
Η μείωση των κοινωνικών δαπανών είναι ένα ακόμα γεγονός παρά τις συνθήκες της πανδημίας. Οι δαπάνες που αφορούν υγεία, πρόνοια, ανεργία και τοπική αυτοδιοίκηση είναι μειωμένες έναντι του 2021 κατά 1,7 δισ. ευρώ. Οι δαπάνες υγείας, ενώ η πανδημία συνεχίζεται και είμαστε στο τέταρτο κύμα, είναι μειωμένες κατά 560 εκατ. ευρώ. Οι επιδοτήσεις για την ανεργία μειωμένες κατά 200 εκατ. (15%).
Η πίεση των δημοσιονομικών κανόνων και του χρέους σε συνδυασμό με τις αβεβαιότητες που δημιουργούνται λόγω των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων αλλά και της εξέλιξης της πανδημίας με τις νέες μεταλλάξεις και τις συνέπειές της στον οικονομικό αλλά και κοινωνικό τομέα διαμορφώνουν ένα δυσοίωνο μέλλον
Τα χειρότερα είναι μπροστά τα επόμενα χρόνια
Κύρια πηγή προβλημάτων τα επόμενα έτη το δημόσιο χρέος και οι δεσμεύσεις για την εξυπηρέτησή του σε συνδυασμό με την επαναφορά, με όποια μορφή, του «συμφώνου σταθερότητας» που σημαίνει ξανά αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες μετά το 2022.
Το δημόσιο χρέος με τα στοιχεία της κυβέρνησης ανέρχεται το 2021 σε 350 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί σχεδόν στο διπλάσιο του ΑΕΠ (197,1%). Για την εξυπηρέτησή του εν μέσω πανδημίας οι τόκοι που έχουν πληρωθεί αντιστοιχούν στο 3,5% ετησίως του ΑΕΠ (περίπου 6 δισ. ευρώ) ενώ το σύνολο των δαπανών για την εξυπηρέτησή του (τόκοι και χρεολύσια) αντιστοιχούν στο 10% (18 δισ. ευρώ ετησίως).
Η επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας από το 2023 ως κεντρική πολιτική της Ε.Ε. σε συνδυασμό με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης (κύρια επί ΣΥΡΙΖΑ) για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του χρέους θα πιέσουν πολύ την ελληνική οικονομία. Παράλληλα τα περιθώρια αύξησης του ΑΕΠ, μετά την επαναφορά στα προ πανδημίας επίπεδα που αναμένεται να γίνει το 2022 ή το 2023, θα είναι περιορισμένα όπως έχει εκτιμηθεί αρκετές φορές.
Η πίεση των δημοσιονομικών κανόνων και του χρέους σε συνδυασμό με τις αβεβαιότητες που δημιουργούνται λόγω των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων (τιμές ενέργειας, πληθωρισμός που δεν οφείλεται μόνο στις τιμές ενέργειας και όπως φαίνεται δεν θα είναι πρόσκαιρος) αλλά και της εξέλιξης της πανδημίας με τις νέες μεταλλάξεις και τις συνέπειές της στον οικονομικό αλλά και κοινωνικό τομέα διαμορφώνουν ένα δυσοίωνο μέλλον.
Συνολικά ο κρατικός προϋπολογισμός που ψηφίστηκε όχι μόνο δεν δίνει λύσεις σε προβλήματα της ελληνικής οικονομίας αλλά αντίθετα τα επιδεινώνει οδηγώντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας σε απόγνωση, ανεξάρτητα αν στην παρούσα περίοδο αυτή η λαϊκή αγανάκτηση δεν εκφράζεται.