Η εποχή μας διακρίνεται από τρεις κομβικές ποιότητες που ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται τα υποκείμενα και το περιεχόμενο της πολιτικής.

Ζούμε την εποχή της αδιαφορίας (αλλά και τις ρωγμές αυτής της εποχής). Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι εκτός της ισχυροποίησης της ταυτοτικής συγκρότησης των συλλογικών υποκειμένων, καθορίζονται και χρωματίζονται ανάλογα και οι διεκδικήσεις τους. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει μεγαλύτερη αξία η ταυτότητα του αλληλέγγυου παρά η αλληλεγγύη, η ταυτότητα του φεμινιστή παρά η γυναικεία χειραφέτηση, η ταυτότητα του αντι-καπιταλιστή παρά η αναζήτηση μετα-καπιταλιστικών μεταβάσεων. Η πολιτική μετάφραση αυτού είναι «ένα είδος δικαιωματισμού που έχει ως βασικό μέλημα να εξασφαλίσει αναγνώριση και να κατοχυρώσει δικαιώματα εντός τής υπάρχουσας κοινωνίας, λίγο-πολύ στη μορφή μιας διευρυμένης επιτρεπτικότητας» (1).

Η καταναλωτική κουλτούρα δεν αφορά μόνο την μετατροπή της Κατανάλωσης σε έναν καθ’ ολοκληρίαν τρόπο ζωής. Το ότι η κατανάλωση εμπορευμάτων και θεάματος είναι (ή πασχίζει να είναι) η μοναδική διαδικασία που εμπεριέχει την υπόσχεση κάποιου νοήματος, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το γεγονός της επέκτασης της σφαίρας του εμπορεύματος και του θεάματος σε πεδία που μέχρι πρότινος της ήταν δυσπρόσιτα. Σε αυτό το πλαίσιο παρατηρείται μια κλιμακούμενη θεαματικοποίηση: αποστέρηση από ορισμένες κοινωνικές δραστηριότητες και διεργασίες κάθε ουσίας και περιεχομένου πέρα από αυτών της άμεσης κατανάλωσής τους. Η πολιτική πράξη αποκτά το νόημα του ακτιβισμού και η (σοσιαλ-)μιντιακή προβολή και «δραστηριοποίηση» παίρνει τη θέση των πολιτικών δεσμών. Οι πολιτικοί μοιάζουν με καινοτόμους ηθοποιούς ενός χιλιοπαιγμένου έργου και η συζήτηση για την πολιτική πράξη με brainstorming διαφημιστών που θέλουν να «πιάσουν την καλή».

Αυτό που ενδιαφέρει και προσμετράται στην πολιτική πράξη είναι το φαίνεσθαι, ειδικά όπως αυτό διαθλάται από το πρίσμα των κυρίαρχων ιδεολογιών. Το πρωτείο του φαίνεσθαι προσδίδει στις κυρίαρχες πολιτικές στρατηγικές μεγάλες δυνατότητες ενσωμάτωσης διαφόρων ρευμάτων και τάσεων υπό την ηγεμονική τους ομπρέλα. Έτσι, παρατηρείται το γεγονός της ουσιαστικής σύμπραξης ομάδων, παρά την τοποθέτησή τους, κάτω από εντελώς διαφορετικές συμβολικές κατηγορίες, ή αντίθετα, της υποστήριξης αντικρουόμενων θέσεων υπό την επίκληση κοινών συμβόλων. Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, παρά τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις του, είναι ενιαίο απέναντι στις βασικές πολιτικές επιλογές για τη χώρα.

Ο Δρόμος επιλέγει, καταρχάς, την εξής «αντιδημοφιλή» στάση: τη διαμόρφωση μιας μη «πολιτικής» Πολιτικής και μιας μη «αριστερής» Αριστεράς. Επιλέγει να είναι ένα μέσο αναζήτησης: αναζήτησης νέου τρόπου ύπαρξης, αναζήτησης μιας νέας πολιτικής, αναζήτησης καινούριων θεωρητικών/φιλοσοφικών δρόμων, αναζήτησης δρόμων ωρίμανσης και χειραφέτησης. Δεν επιλέγει την επιβίωση και δεν επαναπαύεται στην ασφάλεια της ύπαρξής του. Ο Δρόμος υπάρχει για να συμβάλλει στη διέξοδο του λαού και της χώρας, παρεμβαίνοντας στο επίπεδο της συνείδησης, προϋπόθεση ενός αναγκαίου πολιτικού κινήματος. Πάνω σε αυτή την προσπάθεια θα κριθεί η ύπαρξή του.

(1) Βλ. https://edromos.gr/dikaiwmatismos-h-gerontikh-arrwstia-twn-koinwnikwn-kinhmatwn/

* Ο Αλέξης Θεοδωρίδης είναι φοιτητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!