Με έρωτα για τη ζωή, με πείσμα ενάντια στον θάνατο. Και αυτό μου φαίνεται σπουδαίο.
Με λένε Μυρτώ και ζω στην Αθήνα. Είμαι μόλις είκοσι ετών και αντί να κάνω σχέδια, προετοιμάζω ήδη την ανεργία μου, βλέπω τους στόχους και τις ευκαιρίες μου να τσαλακώνονται και πασχίζω με κάθε τρόπο, όπως και όλοι οι άτυχοι της γενιάς μου, να διακρίνω ένα ελάχιστο φως στην άκρη του τούνελ. Το οποίο, για την ώρα, απλώς δεν φαίνεται να υπάρχει, δυστυχώς.
Τα βράδια που κατεβαίνω στο Σύνταγμα κινούμαι αρχικά ανάμεσα στους Αγανακτισμένους, μπροστά στο κτίριο της Πάνω Βουλής φωνάζοντας συνθήματα και στέλνοντας μούντζες και κατάρες στους σφετεριστές του μέλλοντός μου και στα τσιράκια τους. Εκτονώνομαι. Ξεσκάω. Κατόπιν κατεβαίνω χορτασμένη στο σιντριβάνι της Άμεσης Δημοκρατίας, περνάω από τις ομάδες, χαιρετώ γνωστούς και φίλους, παρακολουθώ τις συνελεύσεις και τις ομιλίες και σηκώνω -ή δεν σηκώνω- το χέρι στα ψηφίσματα. Αν πέσει και κάνα δακρυγόνο, τρέχω να σωθώ και προσπαθώ να σώσω και τον διπλανό μου. Με το Μαλόξ στην τσάντα και τη χάρτινη μάσκα ανά χείρας, κάθε φορά.
Το καλύτερο σημείο της πρωτεύουσας
Από μια άποψη βέβαια, και για να μην τα βλέπω όλα μαύρα, οφείλω να ομολογήσω πως αυτή τη στιγμή το καλύτερο σημείο της πρωτεύουσας είναι το Σύνταγμα.
Μπορεί κανείς να φωνάξει εμπνευσμένα συνθήματα και να παίξει κρεμάλα με λέιζερ γράμματα πάνω στους τοίχους της Βουλής, να παρακολουθήσει τους οικονομολόγους-αστρολόγους, καθηγητές, γιατρούς και συνταξιούχους που ανεβαίνουν στο –νοερό- βήμα και λένε αλήθειες και ψέματα, να ακούσει την απαγγελία του «Πιστεύω» σε εναλλακτικές, πεφωτισμένες διασκευές, να διαλογιστεί υπό τους ήχους του νιρβάνειου «Οοοομμμμμμμ» κάποιου αλλότριου γκουρού που ερωτεύτηκε το μικρόφωνο, να χειροκροτήσει τους ομιλητές από τη Βαρκελώνη, να θαυμάσει πρωτότυπους γέροντες που προτείνουν σημαία-περιβραχιόνιο με περιστεράκια και μάινες ως έμβλημα της συνέλευσης, να δροσιστεί στο σιντριβάνι και διάφορα άλλα παράδοξα και μη.
Μπορεί, επίσης, να καταναλώσει φθηνά και καθαρά ποτά, να γευτεί βρόμικα χοληστερινούχα αγαθά κατά βούληση, να ακούσει τις ιστορίες του παππού-μασκότ από τον πόλεμο στην Αλβανία, να χαιρετηθεί και να συζητήσει με ανθρώπους που χαράζουν την ίδια διαδρομή, να απολαύσει ρεμπέτικα και κρητικά άσματα και να χορέψει ξέφρενα μέχρι πρωίας υπό τους ήχους των Ramones που κάποιος εμπνευσμένος dj παίζει στο loud και καίει καρδιές, στατιστικές, ρεκόρ και θερμίδες.
Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για θερινές διακοπές από το Σύνταγμα. Οι νύχτες στην πλατεία είναι ό,τι καλύτερο συμβαίνει στην Αθήνα, αυτή τη στιγμή.
Παρ’ όλα αυτά, στις νυχτερινές μου βόλτες ομολογώ πως δεν διαμορφώνεται μόνο η μετεφηβική συνείδησή μου. Κινητοποιούνται και τα αισθήματά μου. Με έναν τρυφερό, βαθύ και ζωώδη τρόπο, που κάθε νύχτα μού γίνεται όλο και πιο απαραίτητος. Τριγυρίζοντας στα σκοτάδια, ανάμεσα σε αμέτρητους γνωστούς και αγνώστους, νιώθω μια υπερβατική αίσθηση πληρότητας και ασφάλειας. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα καταφέρει να το νιώσω αυτό.
Το κοινό νήμα
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι με συγκινούν. Μας ενώνει μεταξύ μας ένα κοινό νήμα αδρεναλίνης και ένας παλμός ακατάπαυστος. Αυτό νιώθω. Δεν γνωριζόμαστε, κι όμως αναγνωριζόμαστε όπως αναγνωρίζονται οι ράτσες των ζώων στη ζούγκλα ή στο πάρκο, οι φυλές των μυρμηγκιών, όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου που ανιχνεύουν τους ομοαίματούς τους μόνο με τη μυρωδιά. Χωρίς ταυτότητες, συστάσεις και βιογραφικά. Μόνο με το ένστικτο.
Η πλατεία είναι ένας κόσμος όπου τα τυχαία αγγίγματα δεν είναι ενοχλητικά, ένα σπρώξιμο πάνω στα μάρμαρα της σκάλας δεν εκνευρίζει, μια ερώτηση ή μια σκόρπια κουβέντα δεν παραξενεύει ούτε καθυστερεί, η ανάγκη του διπλανού γίνεται αμέσως προσωπική ανάγκη. Το ρίσκο είναι κοινό, όπως και η επένδυση. Είμαστε όλοι εκεί για τον ίδιο λόγο. Ανήκουμε στην ίδια φυλή. Παλεύουμε για το ίδιο παρόν. Δημιουργούμε από κοινού τις μελλοντικές μας αναμνήσεις. Έχουμε οικειότητα. Και, κυρίως, τους ίδιους οπλισμένους και παροπλισμένους εχθρούς απέναντί μας.
Ένα βράδυ, σε μια από τις ομάδες της κάτω πλατείας, κάποιος μου πρόσφερε φαγητό. Συνήθως προσέχω ιδιαίτερα τα μαχαιροπίρουνά μου και την όποια ανταλλαγή σωματικών υγρών με γνωστούς κι αγνώστους. Οι φίλοι μου με φωνάζουν υποχόνδρια και καθόλου δεν τους αδικώ. Καλώς ή κακώς έτσι μεγάλωσα και έτσι είμαι.
Εκείνο το βράδυ, όμως, δεν υπήρχε φυσικότερο πράγμα στον κόσμο από την αποδοχή εκείνης της μικρής μπουκιάς. Από ένα ξένο πιάτο, από μια μερίδα φαγητού που είχε δοκιμάσει κάποιο άγνωστο στόμα, από ένα χέρι που έφερε το πιρούνι στο στόμα μου κι εγώ το άνοιξα ευλαβικά, όπως τότε που η μάνα μου με πήγαινε στην εκκλησία να κοινωνήσω.
Είναι γνωστή η αφοσίωσή μου στις λεπτομέρειες. Παρ’ όλα αυτά, τον τελευταίο καιρό νιώθω πως κάποιες από αυτές έχουν δευτερεύουσα σημασία μπροστά στα μεγάλα και καθολικά πράγματα που διαδραματίζονται γύρω μου κι εντός μου. Οι παλιές ανησυχίες δεν με πτοούν. Η πλατεία νικά τους φόβους και τις επιφυλάξεις μου. Με απλοποιεί και με εξανθρωπίζει. Με απελευθερώνει από τον ίδιο μου τον εαυτό και όλο αυτό μόνο ως ευεργεσία θα μπορούσα να το περιγράψω. Και ως λύτρωση.
Η μαγεία της οικειότητας
Προχθές το βράδυ περίμενα έξω από τα ουρητήρια. Των αντρών. Κάποιος που στεκόταν στην ουρά, πριν από μένα, με ρώτησε σε έναν υπέροχο Ενικό: «Γιατί δεν πας στις γυναικείες; Θα είναι και πιο καθαρές». Του απάντησα πως επειγόμουν και χαμογέλασα κάπως ένοχα. Μετά από αρκετή ώρα που ήρθε η σειρά του, στράφηκε προς το μέρος μου, οπισθοχώρησε και μου είπε «Άντε εσύ, θα σε περιμένω».
Και με άγγιξε προτρεπτικά στον ώμο.
Ξαφνικά, η απλότητά του με έκανε να τρεκλίσω. Μέσα μου έσκασαν χαρμόσυνα πυροτεχνήματα ευγνωμοσύνης. Μια αιφνίδια βροχή σκέψεων. Κι ένα αμίλητο συναίσθημα συνενοχής και θριάμβου. Όχι για τα ελάχιστα λεπτά αναμονής που είχα γλιτώσει. Για εκείνον τον υπέροχο άγνωστο που για μια στιγμή, τόσο φυσικά, με έβαλε πριν από τον εαυτό του. Ακουμπώντας καθησυχαστικά το χέρι του πάνω στο δικό μου με εκείνο το ολόθερμο και τόσο φιλικό άγγιγμα, κάνοντάς μου δώρο μια προτρεπτική ματιά.
Επιβεβαιώνοντας έτσι τους άγραφους νόμους της φύσης που θέλουν τα μέλη μιας φυλής να εξημερώνουν αυτοστιγμεί τα άγρια ένστικτα και να καθησυχάζουν τις φοβίες του διπλανού τους. Με μια λέξη, με ένα άγγιγμα, με μια σπάνιας ομορφιάς κίνηση οικειότητας μεταξύ ανοίκειων αγνώστων. Αλλάζοντας άρδην την παγερή καθημερινότητα με έναν τρόπο που μόνο στις οικογένειες ή στο στενό φιλικό περιβάλλον μου έχει τύχει να συναντήσω.
Ας είναι καλά ο άγνωστος αγανακτισμένος, όπου κι αν βρίσκεται. Για κείνη την ωραία, λαμπερή στιγμή επαφής που μοιράστηκε μαζί μου. Για την ωραία πρόθεσή του. Για το νεύμα του, που μου πρόσφερε τόσο θάρρος ξαφνικά. Για όλους τους ομοίους του που γράφουν ιστορία με τις λύρες και τους χορούς, με τα κοινά πιρούνια, με τις κουβέντες τους και με τον κρίσιμο ενθουσιασμό τους. Με τον ασίγαστο παλμό, την απρόβλεπτη δυναμική, την έκρηξη και το νεύρο τους.
Όλους αυτούς τους εξαίσιους ανθρώπους τους ευχαριστώ. Τους ευχαριστώ για όλα. Και, κυρίως, για αυτή τη μεγαλειώδη και αψεγάδιαστη αίσθηση πως, για πρώτη φορά, πλαισιώνομαι από κεφάλια που δεν σκύβουν, από ανθρώπους που μαζί τους, επιτέλους, ένιωσα πως θέλω να ανήκω σε μια ομάδα. Και για εκείνη την τρομερή βεβαιότητα πως σε αυτό το τρεμάμενο σημείο του χρόνου, χάρη σε αυτούς, τα πάντα γύρω μου έχουν ένα σπουδαίο, κρίσιμο νόημα.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.