Η θλίψη, η οργή, η αλληλεγγύη, δυστυχώς δεν αρκούν
Εθιζόμαστε όλο και περισσότερο στη λογική ότι η μετακίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη αποτελεί κάτι σαν «φυσικό φαινόμενο». Μια πραγματικότητα στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε και στην καλύτερη περίπτωση να τη «διαχειριστούμε», έτσι ή αλλιώτικα. Ακόμα κι αν την ερμηνεύουμε, είναι σαν να έχουμε αποδεχτεί την αδυναμία μας να την αντιμετωπίσουμε στα βασικά της χαρακτηριστικά και όχι μόνο στις συνέπειές της. Το ζήτημα είναι βαθύτερο και αφορά πιο συνολικά την «αρμοδιότητα» της πολιτικής σήμερα. Αν υπάρχει, πώς και ποιας μορφής κυριαρχία, αν οι πολιτικές αποφάσεις στερούνται νοήματος ή εξουσίας σε έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης, αγορών και πολέμων, τι ρόλος μένει για μια στοιχειώδη παρέμβαση στις εξελίξεις από μεριάς λαών και χωρών.
Όσοι σήμερα σιωπούν για τα εγκλήματα της Δύσης σε μια σειρά χώρες, δεν έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν μέρος μιας οποιασδήποτε επίλυσης. Παρ’ ότι η «Ευρώπη του Διαφωτισμού» μάς στραγγίζει με ένα 3ο Μνημόνιο, ο φιλοευρωπαϊσμός συνεχίζει να θολώνει τα νερά. Δεν έχουμε ένα πρόβλημα που από κοινού θα αντιμετωπίσουμε με κάποιους ευαίσθητους «εταίρους». Το θέμα δεν είναι η ευχή «να σταματήσει ο πόλεμος», αλλά η πολιτική βούληση να καταδικάσει κανείς ή να διαχωριστεί από κάθε είδους σχεδιασμούς που διαλύουν ολόκληρες χώρες. Το ελληνικό κράτος «υπογράφει» τη συμμετοχή της χώρας –με διάφορους τρόπους– σε αυτές τις εκστρατείες και έπειτα διεκδικεί οικονομικούς πόρους για να στηρίξει τους πρόσφυγες.
Δεν υπάρχει γενικώς μια «πολιτική αποτροπής» από μεριάς της Ε.Ε., αλλά αναζητείται σχεδιασμός για το προς τα πού θα στραφούν οι μεταναστευτικές ροές. Οι φράχτες –όχι μόνο οι υλικοί– μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν κατά το δοκούν. Η Γερμανία έχει το δικαίωμα να αξιολογήσει και να επιλέξει «πόσους χωράει». Η Ελλάδα θα υπόκειται και θα πειθαρχεί στους ρυθμούς και τις προτεραιότητες αυτού το πλαισίου. Θα μετατρέπεται σε χώρο όπου θα στοιβάζονται χιλιάδες εξαθλιωμένοι, χωρίς τη δυνατότητα στοιχειώδους διαβίωσης. Το απλό «πέρασμα» από τη χώρα δεν φαίνεται να αποτελεί τη βασική διάσταση. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι μια «φιλομεταναστευτική» πολιτική, αλλά η αντιμετώπιση ενός μεγάλης κλίμακας ζητήματος από τη σκοπιά μιας διεξόδου για τη χώρα. Το πρώτο χωρίς το δεύτερο δεν γίνεται.
Γιατί μοιάζει, συχνά, σαν η ποιότητα «χώρα» να εξαφανίζεται από τον τρόπο που προσλαμβάνουμε το θέμα. Σαν αυτή να αποτελεί μονάχα ένα έδαφος για την υπεράσπιση ή την κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τι μπορεί να δημιουργήσει η παραμονή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών σε μια χώρα που μαστίζεται από την οικονομική κρίση και μετατρέπεται γοργά σε προτεκτοράτο; Η πολιτική της γκετοποίησης μπορεί να οδηγήσει στην ευκολότερη διείσδυση κάθε λογής «φανατισμών»; Η απότομη αλλαγή σύνθεσης μιας κοινωνίας θα μπορούσε να ευνοεί –στις δεδομένες συνθήκες– την εκδήλωση ανταγωνισμών και τι είδους; Το ζήτημα των μεταναστευτικών ή προσφυγικών ροών –και ειδικά στην Ελλάδα– έχει ευρύτερες γεωπολιτικές διαστάσεις; Ερωτήματα που ή θα αφεθούν στην τύχη τους να τα απαντήσει η ζωή ή θα ληφθούν υπόψη για τη χάραξη κάποιας πολιτικής που φυσικά δεν εξαντλείται στα «κονδύλια», τον κυβερνητισμό και τη διαχείριση – μια και έχει αποδειχτεί ήδη ότι θέματα όπως η μετανάστευση ή η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν αρκεί να γίνουν ταμπέλες υπουργείων για να επιλυθούν ή έστω να προσεγγιστούν.
Υπάρχουν μέτρα και αποφάσεις που θα μπορούσαν να κάνουν πιο υποφερτή τη ζωή όλων όσοι μετά από τρομερά βάσανα και κακουχίες φτάνουν στη χώρα μας. Όχι με την ευκολία που συχνά λέγεται, αγνοώντας τη διάλυση που υπάρχει στον κρατικό μηχανισμό, την έλλειψη πόρων κ.λπ. Αλλά με την αξιολόγηση και την ιεράρχηση του ζητήματος ως «κεντρικού» και άρα με αποφάσεις «έκτακτου χαρακτήρα». Η αλληλεγγύη και ο εθελοντισμός του ελληνικού λαού δεν αρκούν ως απάντηση. Δεν μπορεί να αποτελούν την αρχή και το τέλος μιας πολιτικής κατεύθυνσης. Αυτό το διαβεβαιώνουν καλύτερα όσοι πασχίζουν να παραμείνουν αλληλέγγυοι και να βοηθήσουν με κάθε τρόπο και όχι κάποιοι που αφ’ υψηλού πολιτικολογούν. Η θλίψη ή η οργή για τις αποτρόπαιες εικόνες, τα πνιγμένα παιδιά, για το αίσχος αυτού του «πολιτισμού» ξεπηδούν πηγαία αλλά δυστυχώς δεν φτάνουν. Το μέγεθος του προβλήματος και η διαφαινόμενη κλιμάκωσή του επιζητούν απαντήσεις.
Τ.Β.
Δράμα χωρίς τέλος
Αιφνίδια στροφή έκανε, πάλι, τις τελευταίες μέρες η Ευρώπη στο θέμα του μεταναστευτικού, με την αναστολή της Συνθήκης Σέγκεν, που υψώνει νέα απάνθρωπα τείχη στους μετανάστες και προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στις κυβερνήσεις των χωρών που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Η πρόταση της μετεγκατάστασης 120.000 προσφύγων από Ελλάδα, Ιταλία και Ουγγαρία υπερψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο δε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόνανλτ Τουσκ συγκάλεσε Έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. την ερχόμενη Τετάρτη για μια συνολικότερη αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Πολεμικό κλίμα επικράτησε στα σύνορα της Ουγγαρίας με τη Σερβία από το απόγευμα της Τετάρτης μετά τη ρίψη δακρυγόνων εναντίον των προσφύγων από τις ουγγρικές αστυνομικές αρχές. Η Ουγγαρία έστειλε βαρέα τζιπ του στρατού, με πολυβόλα. Ο γ.γ. του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, δήλωσε σοκαρισμένος για τα γεγονότα στην Ουγγαρία.
Στο μεταξύ, τουλάχιστον 58 ζωές προσφύγων που προσπάθησαν να περάσουν σε ελληνικό έδαφος χάθηκαν τις τρεις τελευταίες μέρες στο Αιγαίο. Δεκάδες χιλιάδες μετανάστες, πρόσφυγες και ξεριζωμένοι συνεχίζουν την ατέρμονη Οδύσσειά τους, έχοντας να αντιμετωπίσουν εσχάτως την αναποφασιστικότητα και τις παλινωδίες των ευρωπαϊκών χωρών σχετικά με τους προσφερόμενους τόπους εγκατάστασης και φιλοξενίας τους. Στην Αδριανούπολη της Τουρκίας η αστυνομία μπλόκαρε εκατοντάδες πρόσφυγες που προσπαθούσαν να φτάσουν πεζή στα σύνορα με την Ελλάδα ή τη Βουλγαρία. Η Βουλγαρία ανακοίνωσε ότι προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει με στρατό τις αυξημένες πιέσεις στα σύνορά της με την Τουρκία. Στη Σλοβακία μεταδίδονται από πολιτικά χείλη επικίνδυνες κορώνες: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πλέον ασφαλής εξαιτίας των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που έχει υποδεχθεί. Μπορούμε να πούμε σοβαρά ότι το 90% των ανθρώπων αυτών είναι οικονομικοί μετανάστες;», δήλωσε την Τετάρτη ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίτσο, κατά τη διάρκεια σχετικής συζήτησης.