Λίγο καιρό πριν, ένα ποστάρισμα για «τα εγκλήματα του εθνικού ήρωα Αλέξανδρου Γ’» επικροτήθηκε από χιλιάδες και κοινοποιήθηκε από εκατοντάδες φεϊσμπουκικούς λογαριασμούς. Η ανάρτηση εξηγούσε τι φρικτά εγκλήματα έκανε ο Μέγας Αλέξανδρος και ο στρατός του. Εκατοντάδες σχόλια από κάτω, επέκριναν τους ανιστόρητους και ανορθόγραφους μακεδονομάχους κι ελληναράδες που βλακωδώς διεκδικούν την ιστορική παράδοση αυτού του εγκληματία.
Θα μπορούσε κανείς και να μην το σχολιάσει, δεν τρέχει τίποτα, μοιάζει λογική σκέψη. Τόσο «τυπικά λογική» όσο και χιλιάδες άλλες που κατακλύζουν τη διαδικτυακή ατμόσφαιρα, αλλά σε δεύτερη ανάγνωση αποπνέουν απίστευτη απλοϊκότητα. Έτσι, μπορεί να αποτελέσει αφορμή για μερικές σκόρπιες σκέψεις.
Δεν καταργείται απλώς οποιαδήποτε αφαίρεση και γενίκευση, μαζί με την αγνόηση κάθε ιστορικού πλαισίου και γενικότερης επίδρασης. Στο στόχαστρο δεν είναι η ίδια η ιστορία, είναι η υποκειμενική της απεικόνιση, κι ακόμα περισσότερο η ίδια η υπόσταση των υποκειμένων που την εκλαμβάνουν
Ωραία, οι στρατιώτες του Μεγαλέξανδρου σφάζανε ό,τι κινούνταν κι ο ίδιος δολοφόνησε («χωρίς δίκη» λέει!) ακόμα και στενούς φίλους και στρατηγούς του. Όλα αυτά βέβαια λίγο πριν το 300 προ Χριστού, αν αυτό έχει κάποια οποιαδήποτε σημασία…
Αλλά ας μη μείνουμε μόνο στον Αλέξανδρο. Είναι γνωστό επίσης ότι την Ακρόπολη την έφτιαξαν δούλοι. Ίσως θα μπορούσε και να ανατιναχτεί σαν μνημείο βαρβαρότητας αντί να ζητάμε κι από πάνω μερικά ακόμα παλιομάρμαρα. Οι Σπαρτιάτες όλο πολεμούσανε και πετάγανε παιδιά στον Καιάδα. Οι Βυζαντινοί ασυναγώνιστοι βεβαίως σε σφαγές κι αγριότητες, οι περισσότεροι αυτοκράτορες ξεπάστρευαν συγγενείς, βγάζανε μάτια και βασανίζανε. Πρόσφατα ένας «κεντρικοεπίτροπος» έγραψε κι ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί οδός Βουλγαροκτόνου;»… Αλλά να ήτανε μόνο αυτά; Οι ένοπλοι του Κολοκοτρώνη δεν αφήσανε ρουθούνι στην Τριπολιτσά, και μια σειρά άλλοι ήρωες του 21 κάνανε ουκ ολίγες κωλοτούμπες, ενώ μερικών είναι παροιμιώδη τα ελαττώματα του χαρακτήρα και οι χοντράδες τους.
Ποιο ακριβώς είναι το συμπέρασμα; Μήπως τελικά η «απομυθοποίηση» είναι πρώτιστο καθήκον όσων είναι με τους διαχρονικά καταπιεσμένους ή με τον διεθνισμό;
Υπάρχουν τα γεγονότα, υπάρχει κι η ιστορία που είναι μάλλον κάτι παραπάνω από την απαρίθμησή τους. Υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο αυτή καταγράφεται από τους ιστορικούς, από την επιστήμη. Υπάρχει όμως κι ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνεται από τα άτομα ξεχωριστά, αλλά και από ευρύτερα σύνολα, από ομάδες ανθρώπων κι από λαούς.
Υπάρχει λοιπόν ο Αλέξανδρος ο Γ’ ως αυτό που ήταν, ένα ιστορικό πρόσωπο που έδρασε στην εποχή του. Άπειρες καταγραφές έχουν φωτίσει μια σειρά πλευρές και γεγονότα αρκετά γνωστά πλέον, έτσι που η ανάδειξή τους δεν αποτελεί καμιά φοβερή πρωτοτυπία («Διαβάστε το πριν το κατεβάσουν!» από την ανάποδη δηλαδή).
Υπάρχει κι ο Μεγαλέξαντρος του Καραγκιόζη που σκοτώνει το καταραμένο φίδι. Ίσως πρέπει να απαγορευτεί από κάποια «κοινή αναθεωρητική επιτροπή». Και πολλοί μύθοι στη λαϊκή παράδοση, με γοργόνες, νεράιδες και μικρή σχέση με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα.
Υπάρχει κι ο «Alexander» του Χόλιγουντ που προκάλεσε διαφορετικές αντιδράσεις στη Δύση και την Ανατολή. Οι Αμερικάνοι προσπάθησαν να τον εντάξουν στην αντι-ιρανική τους εκστρατεία, ακόμα κι ο σκηνοθέτης διαμαρτυρήθηκε για την αξιοποίησή της ταινίας και κάποιες επανεκδόσεις της…
Υπάρχει κι ο «Μεγαλέξανδρος» του Αγγελόπουλου, ένας ληστής που ο λαός τον αποκαλεί έτσι γιατί τον λατρεύει σαν μυθικό πρόσωπο που ενσαρκώνει την εξέγερση και πάνω στο άλογό του παρομοιάζεται με τον Μακεδόνα στρατοκράτη, αλλά και τον Κολοκοτρώνη, τον Άη Γιώργη και τον Βελουχιώτη. Μπέρδεμα μεγάλο…
«Κάθε εποχή κατασκευάζει τον δικό της Αλέξανδρο: η εβραϊκή παράδοση τον κάνει δάσκαλο και προφήτη, οι μεταγενέστερες –ελληνική και συριακή– παραλλαγές τονίζουν την όλο πίστη υπακοή του στον Θεό· στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα αποτελεί υπόδειγμα του γενναίου ιππότη· για τους Πέρσες είναι, κατά μία εκδοχή, ο Σατανάς, επειδή κατέστρεψε τους βωμούς της Ζωροαστρικής θρησκείας, ενώ στους επικούς συγγραφείς είναι ο νόμιμος βασιλιάς της Περσίας, επειδή στην πραγματικότητα είναι γιος του Δαρείου και όχι του Φιλίππου· για τους σύγχρονους Έλληνες είναι ένας από τους σχεδόν μαγικούς εκπροσώπους της Ρωμιοσύνης, άρχοντας των καταιγίδων και των νεράιδων» («Μέγας Αλέξανδρος», R. Stoneman 1993, εκδ. Λιβάνη).
Ευδοκιμεί τελευταία, όπως είναι γνωστό, μια ιστοριογραφία αρκετά «μοντέρνα», πολύ αμερικάνικη και «αποδομητική». Στη χώρα μας, άνθισε κυρίως με τις διαφορετικές αναγνώσεις της δεκαετίας του 40 και του εμφυλίου, με το ζουμάρισμα και τον θρυμματισμό σε χιλιάδες ιστορίες, με μπόλικη «αντικειμενικότητα» και ίσες αποστάσεις. Αλλά και παραδίπλα μια ιστορία εναλλακτική και «προοδευτική» που μπορεί να κατακρίνει την άλλη χωρίς να απέχει και πολύ από αυτήν –στην πραγματικότητα καθόλου– ως μεθοδολογία και οπτική.
Δεν καταργείται απλώς οποιαδήποτε αφαίρεση και γενίκευση, μαζί με την αγνόηση κάθε ιστορικού πλαισίου και γενικότερης επίδρασης. Στο στόχαστρο δεν είναι η ίδια η ιστορία, είναι η υποκειμενική της απεικόνιση, κι ακόμα περισσότερο η ίδια η υπόσταση των υποκειμένων που την εκλαμβάνουν. Μαζί με κάθε μεγαλύτερη αφήγηση, αμφισβητείται και κάθε μεγαλύτερη συλλογική ταυτότητα. Η ιστορία μόνο ως γεγονότα για τους ειδικούς ή ιστορία ως μνήμη και «καταστάλαγμα» για περισσότερους; Ο λαϊκισμός δεν αποτελεί τον μισητό αντίπαλο μόνο στο πεδίο της στενής πολιτικής, αλλά και στην επιστήμη και την ιδεολογία με την πιο ευρεία έννοια.
Εδώ δυστυχώς χρειάζεται η επισήμανση της διάκρισης ανάμεσα, από τη μια στη συλλογική μνήμη ή τον μύθο ως πιο «αφαιρετική» πρόσληψη της ιστορίας από μεγαλύτερα υποκείμενα και, από την άλλη, στην υπαρκτή και εύπεπτη «ιστορία» ως αφήγηση επιμέρους εξουσιών μέσω της χειραγώγηση της πρώτης.
Μια πιο «ριζοσπαστική» οπτική, βρίσκει καταφύγιο σε κάποια γραμμική ιστορία των καταπιεσμένων γενικώς, εξαφανίζοντας κάθε προσδιορισμό στον χρόνο και τον χώρο. Μοιάζει στην ουσία της αρκετά με άλλες γραμμικές αφηγήσεις απόλυτης «συνέχειας», τις οποίες κατά τα άλλα αντιστρατεύεται.
Η ιστορία λοιπόν σαν «πληβειακή ιστορία» ανά τους αιώνες, πετώντας τη σκουριά κάθε εξουσιαστή. Υπενθυμίζεται κι ο Μαρξ λόγω της γνωστής ρήσης του Μανιφέστου (όλη η ιστορία «ελεύθεροι και δούλοι, πατρίκιοι και πληβείοι» κ.λπ.). Βέβαια, άλλα διαβάσματά των «ιδρυτών του ιστορικού υλισμού», μάλλον θα ξένιζαν σχετικά με τον ρόλο εξουσιών και καταπιεστών στο πλαίσιο της εποχής τους. Κάτι θα βρεθεί και για το συγκεκριμένο θέμα («το ανώτατο σημείο εξωτερικής άνθισης με την εποχή του Αλέξανδρου»).
Μια άλλη «μπερδεμένη» προσωπικότητα, ο Ι. Στάλιν, στην ιστορική του ομιλία προς τους στρατιώτες που έφευγαν κατευθείαν για το μέτωπο το 1941 παρελαύνοντας για την επέτειο της επανάστασης, θυμήθηκε εκτός από τον Λένιν και τις «εικόνες των μεγάλων προγόνων μας, του Αλεξάντρ Νιέφσκι, του Ντμίτρι Ντονσκόι, του Αλεξάντρ Σουβόροφ και του Μιχαήλ Κουτούζοφ». Πρίγκιπες και εξουσιαστές οι δύο πρώτοι της μεσαιωνικής Ρωσίας, τσαρικοί αρχιστράτηγοι οι άλλοι δύο. Μάλιστα, ο Νιέφσκι οπαδός της υποτέλειας στους αλλόθρησκους Τατάρους αλλά και αγιοποιημένος, ενώ ο Σουβόροφ πολέμησε και με τους Αυστριακούς κατά της Γαλλικής Επανάστασης…
Όσο για τη «δική μας» ελληνική ιστορία, μπορούμε να πούμε ότι ξεκινάει κάπου στον Πειραιά το 1918 και να ξεμπερδεύουμε εύκολα με όλα. Αν και μόλις «ζουμάρουμε», δεν θα μείνουν κι εκεί πολλά όρθια και αμόλυντα. Εδώ υπάρχει κι ένα θέμα βασικών διακρίσεων. Υφίσταται κάτι σαν ιστορία ενός έθνους με μεγαλύτερη περιεκτικότητα από αυτό που θα ήταν η ιστορία ενός υποσυνόλου ανθρώπων με κοινή ιδεολογία; Ή αυτά ταυτίζονται; Ή δεν υπάρχει η πρώτη, παρά μόνο η αυστηρά ξεχωριστή ιστορία κάθε τάξης ή «κόμματος»; Ψιλά γράμματα κι αυτά.
Για να προλάβουμε αναμενόμενες ενστάσεις, όχι, δεν καθαγιάζονται τα πάντα στην κολυμπήθρα οποιασδήποτε κάθε φορά εθνικής, λαϊκής συνείδησης. Κι εδώ έχει σημασία το συγκεκριμένο πλαίσιο και τα φορτία που, για παράδειγμα, είναι διαφορετικά σε μια αποικιοκρατική χώρα και σε μια αποικία. Δεν είναι μόνο τα ξεχωριστά άτομα που βλέπουν το παρελθόν συνήθως με τα μάτια του παρόντος.
Τα ιστορικά γεγονότα σίγουρα δεν είναι ποδοσφαιρικοί αγώνες ούτε ταινίες. Σε γενικές γραμμές, η ιστορία προχώρησε με τόνους από αίμα και δάκρυα. Μάλλον όμως χρειάζεται αρκετή συζήτηση που περισσότερο έχει να κάνει με μεθόδους και κριτήρια, παρά με αξιολογήσεις προσώπων και γεγονότων. Και σίγουρα σχετίζεται τελικά περισσότερο με αντιλήψεις για το παρόν, παρά για το παρελθόν. Αυτό άλλωστε μάς αντιστοιχεί και όχι κάποιο «επιστημονικό» ξεκαθάρισμα. Αυτή η συζήτηση όμως, θα απαιτούσε και κάποιους «χώρους», με την ευρύτερη έννοια, για να διεξαχθεί. Μακριά από τον καταιγισμό οβίδων «γενικής αλήθειας», πιασιάρικων ταυτολογιών και στερεοτύπων της μόδας.