Ο Στέλιος Ελληνιάδης μιλά με τον Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή, στην εμπόλεμη Ανατολική Ουκρανία
«Υπάρχει ένας Έλληνας στη Μαριούπολη που ήταν συγκρατούμενος του πατέρα μου, στο Νταχάου», μου είπε ένα πρωί με την ήρεμη φωνή του, στο καφενείο «Πανελλήνιον», στη Μαυρομιχάλη, που παίζει σκάκι, ο Σήφης Ζαχαριάδης, γιος του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη. «Έχει κλείσει τα ενενήντα, και με βρήκε, μέσα από το ίντερνετ, ο εγγονός του, στον οποίο αφηγήθηκε την ιστορία.» Έμεινα άναυδος. Υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στη Μαριούπολη που συνδέεται με μια πολύ σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής ιστορίας και του κομμουνιστικού κινήματος; Ξαφνικά, απέκτησα μεγάλη ανυπομονησία, να τον συναντήσω, να μου πει λεπτομέρειες, αλλά ένα πρόβλημα υγείας που με ταλαιπώρησε όλο το καλοκαίρι, ευτυχώς με αίσια έκβαση, και οι σοβαρές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς με άσχημη έκβαση, καθυστέρησαν το ταξίδι μου με τον ενενηντάχρονο βετεράνο.
Ήταν όμως γραφτό να εκπληρωθεί η επιθυμία μου τάχιστα, αφού οι Έλληνες της Ουκρανίας, μετά από πολλές δυσκολίες και δισταγμούς λόγω της εμπόλεμης κατάστασης,αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τη «Μέγα Γιορτή», μια καθιερωμένη ολοήμερη εκδήλωση που γίνεται κάθε δύο χρόνια, με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών από τις ελληνικές κοινότητες όλης της χώρας,την οποία παρακολουθώ και καταγράφω ανελλιπώς από το 1997. Οπότε, ο συνδυασμός με παρακίνησε να επισπεύσω το ταξίδι μου στη Μαριούπολη.
Σήμερα, αυτό το ταξίδι που κάποτε ήταν εύκολο, έχει γίνει πολύπλοκο. Επειδή το αεροδρόμιο του Ντονιέτσκ μέσω του οποίου έφτανε κανείς στη Μαριούπολη, δεν υφίσταται πια, όχι επειδή ανήκει πλέον στην αυτόνομη Δημοκρατία του Ντονιέτσκ, αλλά γιατί έχει ολοσχερώς καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, το ταξίδι έχει αποκτήσει τρία σκέλη. Αεροπορικώς Αθήνα-Κίεβο, σιδηροδρομικώς Κίεβο-Ζαπαρόζιε (700 χλμ.) και οδικώς Ζαπαρόζιε-Μαριούπολη (300 χλμ.), που σημαίνει περίπου μιάμιση μέρα δρόμος.
Εντωμεταξύ, οι δικοί μου στη Μαριούπολη, που επίσης δεν γνώριζαν την ύπαρξη του ηλικιωμένου βετεράνου, τον εντόπισαν και τον ενημέρωσαν για το αίτημά μου να συναντηθούμε, που αποδέχτηκε με μεγάλη προθυμία.
Την Κυριακή, 27 Σεπτεμβρίου, το μεσημέρι, ένας μικροκαμωμένος, καλοστεκούμενος και σβέλτος ενενηντάρης, ονόματι Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή,κατέφθασε ασυνόδευτος στο κτήριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, στην οδό των Ελλήνων, για μια συνομιλία που κράτησε χωρίς διακοπή κάτι παραπάνω από τρεις ώρες και σταμάτησε μόνο επειδή είχε εξαντληθεί η διερμηνέας, η οποία προσπαθούσε φιλότιμα να μεταφράζει σωστά μια πυκνή και γεμάτη ουσία αφήγηση συγκλονιστικών περιστατικών της ζωής ενός απλού Έλληνα της Μαριούπολης, τα οποία, κατά ένα μέρος, αφορούσαν και την προσωπική ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη. Η συζήτηση έγινε στα ρωσικά, γιατί ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς γνωρίζει τη διάλεκτο των Ελλήνων της Μαριούπολης, αλλά όχι νέα ελληνικά.
Από τη Μαριούπολη στο Νταχάου
Οι Γερμανοί χρειάζονταν εργάτες για τα εργοστάσια της πολεμικής τους βιομηχανίας που δούλευε στο φουλ για να καλύψει τις ανάγκες ενός τεράστιου στρατού που μαχόταν σε πολλά μέτωπα, από τη Ρωσία μέχρι την Αφρική. Γι’ αυτό, στις περιοχές που καταλάμβαναν οι ναζί μάζευαν τους ικανούς για εργασία και τους έστελναν στη Γερμανία. Μόνο από τη Σοβιετική Ένωση έστειλαν στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία περίπου 2.200.000 άτομα! Συνολικά, οι ξένοι που εργάζονταν παρά τη θέλησή τους στη Γερμανία, τον Σεπτέμβριο του 1944, ανέρχονταν στον εξωφρενικό αριθμό των 7,5 εκατομμυρίων ανθρώπων! Στην περιοχή της Μαριούπολης, την οποία κατέλαβαν τα στρατεύματα κατοχής κατά την προέλασή τους προς το Στάλινγκραντ, ανάμεσα στους νέους μέχρι 35 ετών με τους οποίους οι ναζί γέμιζαν βιαίως τα φορτηγά τρένα, ήταν και 120 άντρες και γυναίκες ελληνικής καταγωγής, τους οποίους διασκόρπισαν σε πολλά εργοστάσια και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας σε διάφορα σημεία της Γερμανίας. Απ’ αυτούς, τρεις βρέθηκαν στο Νταχάου. Κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Τζελαλή, που επέζησε και επέστρεψε στη Μαριούπολη όπου ζει μέχρι σήμερα. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και οι άμαχοι σοβιετικοί πολίτες που συνελήφθησαν από τους ναζί και στάλθηκαν στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης ξεπέρασαν τα επτά εκατομμύρια, από τα οποία πάνω από τρία εκατομμύρια αφανίστηκαν στα στρατόπεδα και τα εργοτάξια, από αρρώστιες, πείνα και εκτελέσεις!
Ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς, το 1942, ήταν μόλις 17 ετών. Οι γονείς του τον είχαν στείλει στο χωριό με την ελπίδα ότι θα αποφύγει τη σύλληψη, αλλά το σχέδιο απέτυχε και βρέθηκε στο τρένο που έφευγε από το Ντονιέτσκ, στριμωγμένος στα βαγόνια μεταφοράς ζώων και εμπορευμάτων μαζί με εκατοντάδες άλλους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. «Μερικοί από μας κάναμε την ανάγκη μας εκεί που υπήρχαν μικρά ανοίγματα στο πάτωμα του βαγονιού. Οι άλλοι όπου έβρισκαν, στις γωνίες.» Αυτό το ταξίδι δεν κράτησε πολύ γιατί δεν έκανε ενδιάμεσες στάσεις, πέρα από μία ή δύο, και έφτασε στον προορισμό του πολύ γρήγορα σε σχέση με άλλες μεταφορές ανθρώπων που διαρκούσαν εβδομάδες. «Έτσι, όσοι είχαμε προλάβει να πάρουμε κάτι μαζί μας, δεν πεινάσαμε. Στο Νταχάου, επιζούσαμε γιατί οι ίδιοι οι κρατούμενοι καλλιεργούσαν καρότα, παντζάρια και άλλα λαχανικά, τα οποία τα αποθήκευαν και μετά τα βράζανε στα καζάνια. Μας δίνανε κι ένα κομματάκι ψωμί, το πρωί, που ήταν κατά το ήμισυ πριονίδια και δεν το τρώγαμε όλο για να έχουμε το βράδυ που μας έδιναν κάτι υγρό καφετί, ενώ το μεσημέρι είχαμε σούπα από γογγύλια. Φρικτό. Και το βραδινό το δίνανε μόνο σ’ αυτούς που δουλεύανε όλη μέρα. Γιατί οι καινούργιοι, οι αδύναμοι και οι άρρωστοι δεν δούλευαν. Μόνο στα γενέθλια του Χίτλερ μας έδιναν μακαρόνια, έτσι τα έλεγαν, κάτι λίγα που κολυμπούσαν στο νερό.»
Έλληνες στα στρατόπεδα
«Γεννήθηκα το 1925, στις 10 Μαρτίου, στη Βολνοβάχα. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας από το χωριό Αναντόλ. Είναι από τη λέξη Ανατολία. Που είναι τώρα η Τουρκία. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Ρωσία, δηλαδή στη σημερινή Ουκρανία. Οι συγγενείς του ζούσαν στην Ανατολία, και όταν άκουσαν ότι η Μεγάλη Αικατερίνη έδινε χωράφια στην Κριμαία, μετοίκισαν στην Κριμαία, και από εκεί ήρθαν εδώ, στη Μαριούπολη. Το Τζελαλή δεν είναι ελληνικό. Διάβασα στην εγκυκλοπαίδεια ότι κάπου τον 16ο αιώνα έγινε στην Ανατολία μία εξέγερση των αγροτών και επειδή επικεφαλής των εξεγερμένων ήταν ο Τζελαλή, από κει και πέρα, όλοι που έλαβαν μέρος στην εξέγερση πήραν το παρατσούκλι Τζελαλή. Και η μητέρα μου κατάγεται από το Μπουγάς. Και τα δύο είναι ελληνόφωνα χωριά της περιοχής (της Αζοφικής Θάλασσας, στην Ανατολική Ουκρανία). Ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος, γι’ αυτό συνέχεια αλλάζαμε τόπο διαμονής. Είχαμε μείνει σχεδόν σε όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς από την Γιελένοβκα μέχρι τελευταία εδώ στη Μαριούπολη. Πριν τον πόλεμο, τελείωσα οκτώ τάξεις του σχολείου. Είχα και δύο αδελφές, τη μεγαλύτερη Νάντια και τη μικρότερη Άννα. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στη Μαριούπολη, εγώ δεν δούλευα πουθενά∙ είχαμε συγγενείς στο Κάλτσικ και έτσι πηγαινοερχόμουν εδώ κι εκεί. Οι αδελφές μου, αμέσως στην αρχή, έφυγαν για το χωριό για να μην τις πιάσουν οι Γερμανοί. Μία μέρα ήρθε ο γείτονάς μας, Ποπώφ ήταν το επώνυμό του, ήταν δημογέροντας της συνοικίας μας, και είπε «να μην πάει πουθενά ο Βόβκα, γιατί μπορεί να τον πάρουν στη Γερμανία». Αλλά, αργότερα, με πήραν. Είπε ότι μπορεί να πάρουν τους γονείς μας και τελικά πήραν εμένα. Μας έβαλαν στα βαγόνια, στο Ντονιέτσκ, πολύς κόσμος. Σε βαγόνια για τη μεταφορά των ζώων με μεγάλες συρόμενες πόρτες. Με πάρα πολλούς. Γέμισε μια ολόκληρη αμαξοστοιχία. Στο δρόμο σχεδόν δεν σταμάτησαν καθόλου, ίσως δύο φορές για λίγο από το Ντονιέτσκ μέχρι την πόλη Μπρότσεν. Μέσα από τις τρύπες στο πάτωμα κάναμε τις φυσιολογικές μας ανάγκες. Στην πλειονότητα ήταν νέοι άνθρωποι. Τους γέρους δεν τους έπαιρναν.
Όταν φτάσαμε στον τελευταίο σταθμό και κατεβήκαμε, μας εκθέσανε σαν σκλάβους για να μας επιλέξουν οι εργοστασιάρχες. Εκεί χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες. Έτσι, εγώ βρέθηκα στον πόλη Neunkirchen κοντά στο Saarbrücken. Eκεί με πήραν στο μεταλλουργικό εργοστάσιο, αφού ήμουν από τη Μαριούπολη που είναι μεταλλουργική πόλη και επειδή τους είπα ότι ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος με έβαλαν βοηθό του μηχανοδηγού. Από το εργοστάσιο έβγαινε μία γραμμή με μικρό πλάτος των σιδηροτροχιών όπου κινούνταν τα φορτηγά τρένα γεμάτα με τα υπολείμματα των μετάλλων.»
Πρώτη απόδραση
«Εκεί δούλεψα μόνο για 15 μέρες. Πολύ κοντά υπήρχε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων Γάλλων στρατιωτών. Δεν ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης σαν το Νταχάου, απλώς ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Επικοινωνούσαμε μαζί τους μέσα από τα συρματοπλέγματα, μιλώντας λίγες λέξεις γερμανικές και γαλλικές. Αυτοί μας έλεγαν να αποδράσουμε, να φύγουμε για τη Γαλλία. Μετά από 15 μέρες δουλειάς, μας είχαν φάει οι ψείρες. Άρχισα να μαζεύω ψωμί και αλάτι. Και μετά από μία νύχτα που εργαζόμουν, ήμουν στο μηχανισμό της αλλαγής κατεύθυνσης των σιδηροτροχιών, έβαλα ένα κομμάτι μέταλλο και μπλόκαρα τον μηχανισμό∙ η μηχανή του φορτηγού τρένου πέρασε, τα βαγόνια όμως όχι. Παρόμοια πράγματα μάλλον είχαν συμβεί και άλλες φορές. Έτσι, ο Γερμανός μηχανοδηγός δεν είχε υποψιαστεί τίποτα και μου είπε, «κάτσε εδώ, και εγώ θα πάω να φέρω εργάτες». Κι όταν έφυγε ο Γερμανός, εγώ τσούλησα από το λόφο που σχημάτιζαν τα τρίμματα από τα μέταλλα και έτρεξα στο δάσος. Αυτή ήταν η πρώτη απόδρασή μου από τη δουλειά. Περπατούσα τις νύχτες και κρυβόμουν τις μέρες. Προσανατολιζόμουν με τον ήλιο∙ έπρεπε να πάω δυτικά. Τι έτρωγα; Όταν τελείωσε το ψωμί, επειδή ήταν Μάιος μήνας, ξέσκαβα τις πατάτες που ήταν φυτεμένες, και μετά τις έψηνα στη φωτιά∙ αυτά έτρωγα. Έκανα, όμως, ένα λάθος. Μια φορά, άναψα φωτιά νωρίς το πρωί, ήταν ήσυχα και είχε άπνοια, και ο καπνός ανέβαινε ψηλά σαν στήλη. Έτσι με κατάλαβαν και με βρήκαν. Δύο αστυνομικοί και τέσσερις με πολιτικά με περικύκλωσαν και με συνέλαβαν. Με κράτησαν πρώτα στην αστυνομία και μετά έκατσα ένα μήνα φυλακή. Μετά, με στείλανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Νταχάου.
Στη φυλακή με έδερναν. Έβαζαν τα πόδια μου σε ένα μηχανισμό, όπως και το λαιμό, για να σκύβω και να με χτυπούν, βγάζοντας βέβαια και το πουκάμισο, στο πίσω μέρος με ειδικά μαστίγια. Με χτύπησαν και στο πρόσωπο. Σαν νέος έκανα κάποιες βλακείες∙ είχα ένα ημερολόγιο, στο οποίο σημείωνα διάφορα πράγματα στα ρώσικα, κωδικοποιημένα. Το πήραν, όπως και το διαβατήριο. Με ρωτούσαν, από πού έφυγες; Γιατί έφυγες; Πού πας; Γιατί έκλεβες τις πατάτες; Κι απαντούσα ότι κάτι έπρεπε να φάω.
Είχα περάσει ήδη τη γραμμή Μαζινό, που ήταν μια σειρά γαλλικών οχυρωματικών έργων. Είχα δει αυτά τα οχυρώματα. Αλλά εκεί ζούσαν ακόμα Γερμανοί. Και με έπιασαν. Στο στρατόπεδο με έγδυσαν, έγινε απολύμανση, μου ξύρισαν το κεφάλι και μου έδωσαν τη στολή (με τις ρίγες). Κρατούσαν τους νέους σαν κι εμένα ξεχωριστά. Στην αρχή, προσπαθούσαν να μας κάνουν υπηρέτες των Γερμανών, μας μάθαιναν κάποια γερμανικά, να τραγουδάμε γερμανικά τραγούδια, να βαδίζουμε σε γραμμές. Και μετά από ένα χρόνο περίπου, όταν συνέβησαν οι αποτυχίες των Γερμανών στο μέτωπο, στη Μόσχα και αλλού, μας έβαλαν όλους να δουλεύουμε. Εγώ δούλευα σε μία φάμπρικα επίπλων που ήταν κοντά στο στρατόπεδο. Σαν φύλακας. Υπήρχαν εκεί μεγάλα αποθέματα ξυλείας και μάλιστα ακριβής. Εμείς, όμως, δεν φτιάχναμε έπιπλα. Κάναμε τα κιβώτια για να τοποθετούν μέσα σφαίρες και άλλα πυρομαχικά. Εκεί δουλεύανε και Πολωνοί, και Ρώσοι, και Τσέχοι. Ανάμεσά μας υπήρξαν και Γερμανοί φυλακισμένοι. Εκεί άρχισα να κάνω σαμποτάζ. Δεν κάρφωνα σωστά τα κιβώτια, μόνο από πάνω περνούσα λίγη κόλλα. Οι βίδες κρατούσανε τον πάτο, αλλά με ένα καλό τράνταγμα διαλυόταν το κιβώτιο.»
Συγκρατούμενοι στο Νταχάου
Το Νταχάου ήταν Konzentrationslager, ένα από τα πιο γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας, με δεκάδες διάσπαρτα «παραρτήματα», όχι πολύ μακριά από το Μόναχο. Κατά την απελευθέρωση, τον Απρίλη του 1945, υπήρχαν περίπου 30 χιλιάδες κρατούμενοι στο Νταχάου. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του είχαν «περάσει» από τα παραπήγματά του πάνω από 200.000 άτομα, εκ των οποίων πάρα πολλά, μεταξύ 32 και 42 χιλιάδων, άφησαν την τελευταία τους πνοή στο lager και αποτεφρώθηκαν στα κρεματόριά του.
Ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκος Ζαχαριάδης, κρατούμενος στις φυλακές της δικτατορίας του Μεταξά από τις 17 Σεπτεμβρίου 1936, παραδόθηκε, στις 26 Απριλίου 1941, από τις ελληνικές αρχές, μαζί με άλλους κομμουνιστές φυλακισμένους στη Γκεστάπο, η οποία τον προώθησε στη Βιέννη κι από εκεί, στις 30 Νοεμβρίου 1941, στο Νταχάου, όπου παρέμεινε μέχρι την άφιξη του αμερικάνικου στρατού, στις 29 Απριλίου 1945. Συνολικά, είχε συμπληρώσει στις ελληνικές φυλακές και τα γερμανικά κάτεργα κάτι παραπάνω από αδιάσπαστα οκτώμισι χρόνια.
Σ’ αυτό το στρατόπεδο, όπου «η εργασία απελευθέρωνε», ο Έλληνας κρατούμενος Βλαδίμηρος Τζελαλή, από τη Μαριούπολη, με αριθμό εγγραφής στους «φιλοξενούμενους» του Νταχάου «32771», συναντήθηκε με τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη, παλιότερο τρόφιμο, με αριθμό «28777».
Με τις οδηγίες του Ζαχαριάδη
“Σ’ αυτό το εργοστάσιο δούλευε και ο Νίκος. Ήταν ο άνθρωπος που στην αρχή της βάρδιας μάς έδινε τα εργαλεία με τα οποία δουλεύαμε. Σμίλη, πριόνι και άλλα. Εγώ βεβαίως δεν γνώριζα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος. Είδα ότι είναι κάπως σκουρόχρωμος, έμοιαζε με Έλληνα, αυτός όμως εμένα με κατάλαβε αμέσως από τη φάτσα. Αυτός ονόμαζε τον εαυτό του Νικόλα, και εμείς τον φωνάζαμε Νικόλα. Με κατάλαβε και ρώτησε με καθαρά ρωσικά, «είσαι Έλληνας;». Απάντησα, «ναι, αλλά πώς με καταλάβατε;». «Από το πρόσωπό σου», μου είπε και με ρώτησε από πού είμαι. Εγώ απάντησα ότι είμαι από τη Μαριούπολη και αυτός στη συνέχεια μου είπε κάτι για τον εαυτό του. Τον ρώτησα, πρώτα, από πού ξέρει τόσο καλά τα ρωσικά, αφού είναι από την Ελλάδα, και τότε μου είπε ότι τελείωσε την Ανώτατη Κομματική Σχολή στη Μόσχα, ότι έχει ζήσει και στο Λένινγκραντ και είναι παντρεμένος με μία Τσέχα με την οποία έχει μία κόρη. (σημ. Ο Ζαχαριάδης είχε και ένα γιο με την Τσέχα Μάνια Νόβακ)
Κάθε φορά που πήγαινα στη δουλειά με καλούσε και μου έδινε λίγο φαγητό, ένα κομματάκι ψωμί ή κάτι άλλο. Επειδή ήταν εκεί από πολύ καιρό πριν πάω εγώ, είχε σχέσεις με τους κατοίκους (των γύρω περιοχών που εργάζονταν στον ίδιο χώρο) και γι’ αυτό είχε καλή εμφάνιση, δηλαδή δεν πεινούσε. Και μετά, όχι από την αρχή, μου ζητούσε να περνάω κάποια πράγματα που ήταν μυστικά στο στρατόπεδο.
Αυτός ανήκε σε μία οργάνωση μυστική. Δεν μου επέτρεπε να δω το περιεχόμενο των πραγμάτων που μετέφερα. Ήταν μικρά δεματάκια. Εγώ τον ρωτούσα τι είναι μέσα. Μου έλεγε ότι ήταν κάποιες πληροφορίες για την κατάσταση στο μέτωπο. Μου τα έδινε και έπρεπε να τα παραδώσω στον ίδιο ή σε ένα φίλο του μόλις περάσουμε τον έλεγχο στην είσοδο του στρατοπέδου. Σ’ αυτόν μπορεί να έκαναν έλεγχο, εμένα όμως, επειδή ήμουν πιτσιρίκι, δεν με ψάχνανε και τα έβαζα στο ξύλινο παπούτσι που είχα, κάτω από τους πάτους. Κι αυτό περισσότερο γινόταν τις νυχτερινές βάρδιες, όταν γυρίζαμε πίσω στο στρατόπεδο. Και με παρακαλούσε να τα περνάω από την πύλη. Πολύ συχνά έκανα αυτή την εξυπηρέτηση, έγινα μεταφορέας.
Κάποια στιγμή, ο Ζαχαριάδης μου είπε να γραφτώ σε ομάδα εξωτερικών εργασιών. Την ομάδα αποτελούσαν περίπου 300 άτομα και δουλεύανε σε όλα τα εργοστάσια. Έτσι και έκανα, και βρέθηκα σε μία μικρή κωμόπολη, σε ένα στρατόπεδο μικρό μόνο με μία σειρά συρματοπλέγματος. Εκεί αναγκάστηκα να δουλέψω με φτυάρι, παράγαμε τσιμέντο, φόρτωνα και ξεφόρτωνα∙ ένα όχημα 60 τόνων γεμάτο με τσουβάλια 50 κιλών έπρεπε να το ξεφορτώσουμε τρία άτομα στη βάρδια.
Όταν γνώρισα τον Ζαχαριάδη, στο στρατόπεδο, υποψιαζόμουν ότι μπορεί να ήταν σοβιετικός πράκτορας, γιατί μιλούσε άπταιστα ρώσικα. Και δεν μου έλεγε και πολλά πράγματα. Τα περισσότερα για αυτόν τα έμαθα αργότερα. Μετά το στρατόπεδο. Ο εγγονός μου βρήκε στοιχεία στο ίντερνετ για αυτόν, όταν του μίλησα για τον Ζαχαριάδη. Από το ίντερνετ μάθαμε ότι ήταν στη Σιβηρία κι ότι ξαναπαντρεύτηκε. Όμως, δεν μπορούσε να φύγει από εκεί γιατί ανοιχτά δεν συμφωνούσε με τη σοβιετική πολιτική σε πολλά πράγματα. Και δεν απαγχονίστηκε μόνος του, τον απαγχόνισαν. Έτσι νομίζω. Επικοινωνούσε με τους Γερμανούς, αλλά μόνο με αυτούς που του χρειάζονταν, με Γερμανούς κομμουνιστές. Στο στρατόπεδο ήταν οι περισσότεροι κομμουνιστές, γιατί μόλις ήρθε ο Χίτλερ στην εξουσία έβαλε όλους τους κομμουνιστές στα στρατόπεδα. Όλους που ήταν ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό.
Δεν μου έλεγε αν είχε επαφή με έξω κόσμο, αλλά σίγουρα είχε με αυτούς που μπορούσαν να τον βοηθήσουν, να φέρουν τρόφιμα και φάρμακα. Τέτοιες ήταν οι επαφές του Ζαχαριάδη και όχι συνεργασία με τους ναζί. Ήταν μυστική η οργάνωση αυτή και γι’ αυτό ήταν λογικό να μην ρωτάμε και να μην συζητάμε. Γνώριζα μόνο δύο άτομα από την οργάνωση, τον ίδιο τον Ζαχαριάδη και ένα φίλο του. Ήταν ένας Αυστριακός, μιλούσε πολύ καλά γερμανικά, μιλούσε και ρώσικα, αλλά με λάθη. Κι αυτός κομμουνιστής. Δεν ήξερα ποιοί άλλοι ήταν. Θα σας τα πω έτσι όπως μου τα είπε μία φορά ο ίδιος ο Ζαχαριάδης: «Εμείς παλεύουμε για να βοηθήσουμε τους κρατουμένους, για παράδειγμα, με φάρμακα. Και εσύ πρόσεχε – μην το λες πουθενά. Και αν έχεις έμπιστους φίλους, πρόσεχε και αυτούς, μην λες τίποτα. Να παρατηρείς σε ποιους μπορείς να μιλήσεις και σε ποιους όχι». Στρατόπεδο ήταν, φρικτό πράγμα, για μία λέξη μπορούσαν να σε σκοτώσουν.”
(Τέλος πρώτου μέρους)
Η συνέντευξη έγινε με τη βοήθεια της Αλεξάνδρας Προτσένκο Πιτσατζή, της Ίνγκας Αμπγκάροβα και της Ναταλίας Μπάσενκο Κόρμαλη
Μη χάσετε στο φύλλο του Δρόμου που κυκλοφορεί το Σάββατο 17 Οκτωβρίου, το δεύτερο μέρος της συνέντευξης.