Σπορά
Όταν δε θα ’χω μείνει παρά δέντρο,
με σκόρπια εδώ κι εκεί τα κόκαλά μου,
κάτω απ’ τη μάνα γη•
όταν δε θα ’χεις μείνει παρά ένα ρόδο άσπρο,
θρεμμένο απ’ ό,τι υπήρξες
και θα ’χει με αύρες χίλιες-δυο σαλπάρει
η ανάσα του φιλιού που τώρα πίνουμε•
όταν τα ονόματά μας
θα ηχούν χωρίς αντίλαλο
κοιμισμένα στον ίσκιο μιας απύθμενης μνήμης•
θα ζούμε πάντα: εσύ στην ομορφιά του ρόδου,
εγώ στο φύλλωμα του δέντρου
κι η αγάπη μας στον ψίθυρο της αύρας.
Άκου με!
Περιμένω να υπάρξουμε
στις παλμικές φωνές του πρωινού.
Θέλω πολύ μαζί σου να διαρκέσω
μες στους βαθιούς χυμούς της ανθρωπότητας:
στο γέλιο του παιδιού,
στην ειρήνη του κόσμου,
στην αδάκρυτη αγάπη.
Γι’ αυτό, μιας κι είναι σίγουρο
προσφορά πως θα γίνουμε στο ρόδο και στο δέντρο,
στο χώμα και στον άνεμο,
σου ζητώ να δοθούμε στο μέλλον των ανθρώπων.
Η Ποίηση
Ποίηση, εσύ,
σκιά πιο μυστηριώδης
κι από τη σκούρα ρίζα των αιωνόβιων δέντρων,
κρυμμένη απ’ τον αέρα
πιο βαθιά κι απ’ τις μυστικές φλέβες των ορυκτών,
άστρο πιο απόκρυφο
κι από την έγκλειστη πυρά στης γης τα σπλάχνα.
Μουσική ανυφασμένη
απ’ την ανήκουστη άρπα των αστερισμών,
μουσική κεντρισμένη
στων τελευταίων γαλαζωπών γκρεμών το χείλος,
μουσική αντροσπαρμένη
στο ταμ-ταμ των σφυγμών και το τραγούδι του αίματος.
Ποίηση, εσύ
για των ανθρώπων τη γλώσσα γεννημένη,
γλάρος κάτασπρος μα όχι σ’ έρμα κι άδεια πελάγη
μήτε ανθός φυτρωμένος στην πληγή μιας ερήμου.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου