Με όχημα την ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

Πρώτη Ηδονή

Περήφανα βουνά, Καλλίδρομον, Οίτη, Όθρυς,
κυρίαρχα βράχια, αμπέλια, στάχυα κι ελαιώνες.
εδώ έχουν στήσει λατομεία, η θάλασσα τραβήχτηκε.
δυνατό μύρο ηλιοκαμένων σκίνων
και το ρετσίνι στάζοντας θρόμβους. Μεγάλο,
κατερχόμενο βράδυ. Εκεί, στη όχθη, ο Αχιλλέας,
ούτε έφηβος σχεδόν ακόμη, δένοντας τα σανδάλια του,
ένιωσε εκείνη την ξέχωρη ηδονή, καθώς κράτησε
μέσα στη φούχτα του τη φτέρνα του. Για λίγο αφαιρέθηκε
κι έμεινε να κοιτάζει τις ανταύγειες των νερών. Ύστερα
μπήκε στο σιδεράδικο και παράγγειλε την ασπίδα του, –
ήξερε τώρα επακριβώς το σχήμα, τις σκηνές, το μέγεθος.

Καθάριος μήνας

Λιακάδα του Γενάρη. παγωμένη, απογυμνωτική διαφάνεια.
Έφυγαν μεμιάς όλα τα σύννεφα. Στους δασωμένους λόφους,
ακόμη σκοτεινούς απ’ τις μεγάλες υγρασίες, ανεβαίνουν
γαλάζιοι οι καπνοί των βοσκών. Κι οι οροσειρές, πιο πίσω,
γαλάζιες αποκλειστικά – το υπέρτατο γαλάζιο. Άλλο χρώμα,
σ’ αυτό το μέγα, – λέει – το διαυγές τοπίο, δε χωράει
εκτός απ’ το ελάχιστο κόκκινο του πετεινού που τον σφάξαν
πάνω στην πέτρα των θεμελίων. Έτσι είπε. Και μ’ αυτό εννοούσε
την κίνηση των δυο δακτύλων, ξεσκεπάζοντας
έναν ώμο γυμνό, μια πληγή, μια πηγή ή ένα όνειρο.

Το νόημα της τέχνης

Ώρες κοιτούσε το κομμένο χέρι του αγάλματος – μονάχα ένα χέρι
σταματημένο σε μιαν ήσυχη χειρονομία ανασυγκρότησης
ολόκληρου του σώματός του. Έτσι, ίσως να ’χε μάθει
το βαθύ μυστικό που δε θα ’πρεπε κι αυτός να το πει. Κι άλλωστε
ποιος θα μπορούσε, και πώς, να το πει; Η ποίηση – είπε –
αρχίζει πάντοτε πριν απ’ τις λέξεις ή μετά τις λέξεις. Τότε
είδαμε το πουλί που βγήκε απ’ το κομμένο χέρι κι έκατσε στοψωμί.

Το τελευταίο καλοκαίρι

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δεν θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα’ ναι το τελευταίο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!