Κάντο Ι
Και τότε κατηφορίσαμε στο καράβι,
Κυλήσαμε την καρένα στη θάλασσα του Θεού,
Σηκώσαμε τ’άλμπουρο και το πανί στο μελανό τούτο καράβι,
Και το φορτώσαμε μ’αρνιά, φορτώσαμε μαζί και τα κορμιά μας
Βαριά από δάκρια κι’ οι αγέρηδες ολόπρυμα
Μας πήραν πέρα μακριά με το πρισμένο καραβόπανο,
Της Κίρκης τούτη η τέχνη, της καλοχτένιστης θεάς.
Τότες καθίσαμε στην κουπαστή κι’ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι.
Έτσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ως να τελειώσει η μέρα.
Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ’ ολάκερο τον ωκεανό,
Και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά,
Στις Κιμμέριες χώρες και στις πολυάνθρωπες πολιτείες
Σκεπασμένες με μια κρουστή καταχνιά• ποτές δεν την τρυπάει
Ο αχτιδοβόλος ήλιος
Μητε όταν βγαίνει στ’ αψηλά κοντά στ’ αστέρια
Μήτε όταν σκύβει να γυρίσει πίσω από τον ουρανό•
Νύχτα ολόμαυρη τεντωμένη πάνω σ’ άμοιρους ανθρώπους.
Πίσω το ρέμα του ωκεανού, κι’ ήρθαμε τότε
Στον τόπο που μας αρμήνεψε η Κίρκη.
Εδώ κάμανε θυσίες ο Περιμήδης κι’ ο Ευρύλοχος
Και τραβώντας το σπαθί από το μερί μου
Έσκαψα το τετράπηχο χαντάκι•
Χύσαμε τότες σπονδές στον κάθε νεκρό,
Πρώτα υδρόμελι, κι’ έπειτα γλυκό κρασί, νερό κι’άσπρο αλεύρι.
Και προσευκήθηκα πολύ στ’ αδύναμα κεφάλια του θανάτου•
Καθώς γυρίσω στην Ιθάκη, στέρφα γελάδια απ’ τα καλύτερα
Να τους θυσιάσω, πλούτη στιβάζοντας στην πυρά…
Αλλά ήρθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, αποριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ’αφίσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι’ ασαβάνωτο: τα βάσανα μας κέντριζαν γι’ αλλού.
Αξιολύπητο πνέμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
«Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;»
Κι αυτός βαριά μιλώντας:
«Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλύστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
«Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
«Έπεσα πάνω στον τοίχο,
«Τσάκισα το κόκκαλο του αυχένα κι’ η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
«Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με, άκλαυτον, άθαφτο,
«Σώριασε τ’άρματά μου, φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά και γράψε:
«Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ’όνομα μελλούμενο.
«Και κάρφωσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
Ήρθε κι’ η Αντίκλεια και την έδιωξα, κι’ ύστερα ο Τειρεσίας ο Θηβαίος,
Κρατώντας το χρυσό ραβδί, με γνώρισε και μίλησε πρώτος:
«Ήρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζηκε άνθρωπε,
«Μέσα στους ανήλιαγους νεκρούς, στην άχαρη τούτη χώρα;
«Τραβήξου απ’ τον τράφο, άφησε το αιματερό πιοτό μου
«Για να μαντέψω».
Και τραβήχτηκα πίσω,
Κι’ αυτός δυναμωμένος από το αίμα είπε τότες: «Οδυσσέα
«Θα γυρίσεις διαβαίνοντας τον πεισμωμένο Ποσειδώνα
«Πάνω σε μαύρες θάλασσες
«Θα χάσεις όλους τους συντρόφους». Και τότες η Αντίκλεια ήρθε.
Μείνε ήσυχος Divus. Θέλω να πω τον Αντρέα Divus.
In officina Wecheli, 1538, μέσα από τον Όμηρο
Κι’ αρμένισε πλάι σε Σειρήνες κι’ έπειτα πέρα στ’ ανοιχτά
Και προς την Κίρκη.
Venerandam,
Κατά την φράση του Κρητικού, χρυσοστέφανη, Αφροδίτη
Cypri munimenta, sortita est, πασίχαρη, orichalchi, με τις μαλαματένιες
Ζώνες και τους στηθόδεσμους, συ με τα μαύρα βλέφαρα
Φέρνοντας το χρυσό κλωννάρι του Αργειφόντη. Έτσι λοιπόν:
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης