Ανθολογος ο Λουκάς Αξελός
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)
Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες, που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα, πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα — και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσ’ στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος·
στην στερνήν αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να ’ρθεί ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε – πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…»
Θ’ απαντήσει άλλος, παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!»
Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι·
θε να πουν: «Τ’ είναι ο άνθρωπος! Χτες ακόμα εζούσε…»
— και, βουβοί, στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα ’ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανε ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα ’ναι η μονή του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα ’ναι όλοι οι φίλοι μου — κ’ ίσως — ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πώς την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα — και νεκρό θα με βρίσει…