Παρακολουθήσαμε, πρόσφατα, σε πέντε μέρη, τη συνέντευξη που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης στην εκπομπή της ΝΕΤ Στα Άκρα. Όσοι καταφέραμε, βέβαια, να μένουμε ξύπνοι μέχρι τις 4.00 και τις 5.00 το πρωί. Κάποια στιγμή ο Μίκης διαμαρτυρήθηκε ότι το ράδιο και η τηλεόραση δεν ασχολούνται με τα τραγούδια του και τη μουσική του πια. Γνωστά αυτά, θα πει κανείς. Η παρουσιάστρια της εκπομπής το πέρασε μάλλον στο… ντούκου με την ίδια πάνω – κάτω λογική. Αυτό δεν είναι απορίας άξιον. Είναι να απορεί κανείς, όμως, με το γεγονός ότι ένας άνθρωπος ιδιαίτερης ευφυΐας και με τόση εμπειρία –έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, που λένε– απορεί με τέτοια πράγματα.
Σύντροφε Μίκη,
πόσους νομίζεις ότι θα μπορούσε να ενδιαφέρει το Σαββατόβραδο, σήμερα που οι γειτονιές έχουν μετατραπεί σε πολυκουτόσπιτα και που, αν τύχει να έχουν κανένα κήπο, αυτός θα είναι από γκαζόν που δεν μοσχοβολάει τίποτα;
Ποιους θα συγκινούσε αλήθεια το «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου με το καθημερινό της φόρεμα»; Ξέχασες ότι δεν φοράμε πια τα ίδια ρούχα κάθε μέρα; Άσε που το «καθημερινό» παραπέμπει σε «φτωχικό», «φτηνό» ενώ τα δικά μας είναι φτιαγμένα από fashion designers (έτσι λένε τους ράφτες τώρα) και αγορασμένα από γκλαμουράτο μαγαζί.
Τι να πουν πια οι στίχοι «Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση» σε αυτόν, που μέσα απ’ το πανάκριβο αυτοκίνητό του (αγορασμένο με πολλές άτοκες δόσεις, βέβαια), βρίζει «μποτιλιαρισμένος» στις κεντρικές οδούς;
Πού να χωρέσει η 3η Συμφωνία σου δίπλα σε κιτς λαϊκοπόπ τραγούδια προς εξαγωγή, που χρησιμοποιούν και κανένα παραδοσιακό όργανο εν είδει φέτας σε χωριάτικη σαλάτα ή ανάμεσα σε σύγχρονες «έντεχνες» εξυπνακίστικες απεραντολογίες των 4/4;
Μη σε παρασύρουν οι συνεντεύξεις, οι τιμητικές βραδιές και τα βραβεία που σου απονέμουν (όπως πρόσφατα οι Εκδόσεις Λυμπέρη). Εσύ να θυμάσαι ότι τιμή και βραβείο για το μουσικό είναι η προβολή του έργου του. Τιμή και βραβείο για τον αγωνιστή είναι η συνέχιση του αγώνα του, ώστε κάποια στιγμή να «κοκκινίσουν τα όνειρα απ’ το αίμα αυτών που χάραξαν τις φλέβες τους». Τα υπόλοιπα, αν δεν είναι συλλογή μουσειακού υλικού, είναι μέρος του άλλοθι τόσο αυτών που τα διοργανώνουν, όσο και αυτών που τα παρακολουθούν από κάποια πολυθρόνα ή απλά τα ανέχονται…
Δημ. Αβυδ.