Του Σταύρου Γεωργά
Οποιοδήποτε κείμενο απαντάει σωστά, αρκεί να ξέρεις τι να το ρωτήσεις. Ως προς αυτό, το λογοτεχνικό κείμενο μοιάζει με κάθε άλλο. Η διαφορά προκύπτει όταν αναζητήσεις την κατάλληλη ερώτηση. Τότε θα δεις ότι το λογοτεχνικό κείμενο, εφόσον αξίζει το όνομά του, σ’ την υπαγορεύει ή έστω σ’ την υποβάλλει. Κι έτσι, διαβάζοντας λογοτεχνία, κατ’ ουσίαν εκπαιδεύεσαι να θέτεις την εκάστοτε ορθή ερώτηση, που μπορεί και νά ‘ναι πιο κρίσιμη όταν τεθεί σε κείμενα άσχετα με τη λογοτεχνία. Μαθαίνεις να διαβάζεις «με ευαίσθητα δάχτυλα», που θά ‘λεγε ο Νίτσε.
Κι εφόσον, έτσι κι αλλιώς, η λογοτεχνία επαληθεύεται εκτός του μικρόκοσμού της, το καλύτερο που μαθαίνει, καθώς καλλιεργείται, ο αναγνώστης ίσως είναι να διαβάζει «σωστά» μια πολιτική επιφυλλίδα, μια διαφήμιση, μια προκήρυξη. Μαθαίνει δηλαδή, πριν απ’ όλα, να μην «αισθητικοποιεί» (ξέρω, ακούγεται χάλια!) το κείμενο (την προκήρυξη, την επιφυλλίδα, τη διαφήμιση), πρακτική στην οποία εθιστήκαμε επί κυριαρχίας του life style, όταν όλα έγιναν «αφηγήσεις» κι ισοτιμήθηκαν κι εμείς διαβάζαμε Γκράμσι και Συναξαριστές ανάκατα και κρίναμε, υποτίθεται, και στις δυο περιπτώσεις το «στυλ». (Για το ότι και μια αιματοβαμμένη προκήρυξη είναι δυνατόν να «αισθητικοποιηθεί», ας μην αμφιβάλλουμε, η «αισθητικοποίηση» έζησε τις καλύτερες στιγμές της μελετώντας τους σωρούς δόντια στο Άουσβιτς σαν installation…). Θα μου άρεσε, λοιπόν, να δω τις «πολιτιστικές» σελίδες μιας αριστερής εφημερίδας να σπάνε τον κλοιό της «αυτοαναφοράς» και κατά συνέπειαν του θλιβερού «πολιτιστικού» μικρόκοσμου και των προϊόντων του (που είναι η «αυτοαναφορά» προβεβλημένη στο πεδίο της Αγοράς) και να διανοίγονται προς «κείμενα» που ανήκουν, υποτίθεται, στην ύλη άλλων σελίδων. Η διάνοιξη θα λειτουργούσε αμφίδρομα: επιστρέφοντας στα «έντεχνα» (με τη βούλα) κείμενα, θα διακρίναμε ευκολότερα το «κεραμεούν» και «φαύλον», που αφθονεί. Γιατί μέσα από την αφθονία των λόγων θα είχαμε μάθει να διαβάζουμε τα σφιγμένα χείλη… Θα μ’ άρεσε, λόγου χάριν, να δω στις «πολιτιστικές» σελίδες μια «σωστή» ανάγνωση της τελευταίας Προκήρυξης της «Σέχτας»: όχι να βρω «αναφορές» και «ίχνη», όπως είδα να γίνεται, Ηλία, λες και θέλει βοήθεια η Αντιτρομοκρατική, αλλά να βοηθηθώ να κατανοήσω την παγωνιά που αποπνέει και να κατανοήσω επιπλέον γιατί αρκετοί νεαροί ένιωσαν ότι μιλάει μιαν οικεία τους γλώσσα. Πίσω απ’ τη στυγνή κι επιθετικά αυτιστική επιφάνεια της ανατριχιαστικής αυτής προκήρυξης μιλάνε κάποιοι που τέμνονται με τον μέσο όρο (όσο κι αν ευσεβής πόθος των Μedia θα ήταν να τους φανταστούμε, μάλλον, σαν κάποια «σπορά από το Διάστημα») και που, κατά συνέπειαν, επείγει να καταλάβουμε πώς σκέπτονται και γιατί: να μελετήσουμε αυτό το όριο (lim) προς το οποίο τείνει με μαθηματική βεβαιότητα μια εντελώς συνηθισμένη πια διαδικασία απόρριψης – των πάντων, συλλήβδην.