Σε μεγάλη ανάπτυξη πλέον, το ντοκιμαντέρ καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο, τόσο στην εγχώρια, όσο και στην ευρύτερη κινηματογραφική παραγωγή και διανομή, προσφέροντας ολοκληρωμένες σκηνοθετικές προτάσεις, με εμπνευσμένες προσεγγίσεις σύγχρονων και επίκαιρων ζητημάτων.
Δυο σημαντικές και έμπειρες στο χώρο του ντοκιμαντέρ κινηματογραφίστριες, η Κλεώνη Φλέσσα και η Τζίνα Πετροπούλου διοργανώνουν εδώ και 9 χρόνια το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου, με ελεύθερη είσοδο. Με έδρα το «Κέντρο Δημιουργικού Ντοκιμαντέρ Καλαμάτας», γίνονται παράλληλες προβολές σε Φιλιατρά, Άργος, Σπάρτη, Αμαλιάδα, Ακράτα και Ξυλόκαστρο, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια κινηματογραφικής παιδείας στην περιοχή. Με ιδιαίτερο αφιέρωμα στα μουσικά ντοκιμαντέρ, η προβολή του δυόμιση ωρών «Ennio–Maestro», του Τζουζέπε Τορνατόρε, για τον εμβληματικό κινηματογραφικό συνθέτη, συνδυάστηκε με την έκθεση κόμικ «Sketching Ennio», στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, όπου παρουσιάστηκαν δουλειές διάσημων Ελλήνων σκιτσογράφων, εμπνευσμένες από ταινίες με μουσική του Μορικόνε.
Με αφορμή τα τραγικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή, μεγάλη απήχηση είχε το ωριαίο ντοκιμαντέρ «Ήμουν κι εγώ εκεί», του Ισραηλινού Εράν Παζ. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσει ο ίδιος αυτά που έκανε 18 χρόνια πριν, δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ με το υλικό που είχε τραβήξει με βιντεοκάμερα, ως 20χρονος στρατιώτης, καταγράφοντας την κινηματογραφική του μονάδα να εισβάλλει σε σπίτια Παλαιστινίων, με απώτερο στόχο την εκδίωξη του πληθυσμού και την υφαρπαγή της γης του. Πίσω στο 2002, κατά τη διάρκεια επιχείρησης με όνομα «Αμυντική Ασπίδα», στη Ναμπλούς, νεαροί Ισραηλινοί στρατιώτες, μεταξύ εφηβικού χαβαλέ και ρατσιστικής αλαζονείας, καταγράφονται με πλήρη εξάρτηση και προτεταμένα όπλα, να σπάνε πόρτες με κλωτσιές, ακόμα και να γκρεμίζουν τοίχους, ενώ από πίσω ακούγονται κλάματα μωρών και αποκαλύπτονται έντρομοι οικογενειάρχες, παππούδες, έγκυες και μικρά παιδιά, αποκορύφωμα ψυχολογικής βίας του άμαχου πληθυσμού, με τους στρατιώτες να λεηλατούν και να βανδαλίζουν στη συνέχεια τα ξένα σπίτια. Το βιντεοσκοπημένο αυτό υλικό εισέρχεται στο παρόν, όταν ο ώριμος Παζ, πατέρας πλέον τριών παιδιών, κινηματογραφεί στο σήμερα τις αντιδράσεις των φίλων του, συμμαχητών τότε, όταν προβάλλει μετά από χρόνια τα βίντεο, ενώ τους ζωγραφίζει το πορτραίτο, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει εκφράσεις, με εξπρεσιονιστική χρωματική οξύτητα, σε μια ιδιαίτερη θεραπευτική λειτουργία κινηματογράφου και ζωγραφικής. Σαν να ξυπνάνε από λήθαργο, οι περισσότεροι εκπλήσσονται και επικαλούνται αμνησία ή άγνοια των γεγονότων. Βλέποντας ξανά και ξανά τις εικόνες των βίντεο, στοιχειωμένος από αυτές τις μνήμες, ο Παζ επικεντρώνεται στο πρόσωπο ενός Άραβα με τρομαγμένο βλέμμα και αποφασίζει να τον αναζητήσει για να ζητήσει συγχώρεση. Θυμίζοντας αρκετά την επώδυνη ψυχολογική διεργασία της ανάκλησης μιας απωθημένης μνήμης, που τελείται στην «Πράξη του φόνου» (2012/Τζόσουα Οπενχάιμερ), ο Παζ χρησιμοποιεί και αυτός το ντοκιμαντέρ ως ψυχαναλυτικό εργαλείο εξιλέωσης, στην προσπάθειά του, με δικαστή το κοινό, να καταφέρει να το αποδεχτεί ο ίδιος.
Ο Παζ αποφάσισε τελευταία στιγμή να παρευρεθεί στην Καλαμάτα. Αρχικά διευκρίνισε ότι η βιντεοσκόπηση ήταν ένας τρόπος να αποστασιοποιηθεί, όπως με τα πορτραίτα που ζωγραφίζει, ως παραπέτασμα ανάμεσα σε αυτόν και στην πραγματικότητα. Εμφανώς φορτισμένος από όσα συμβαίνουν, θεωρεί ότι η Χαμάς και ο Πρόεδρος του Ισραήλ έχουν τον ίδιο σκοπό, τονίζοντας πως έχει πλέον αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βλέπει την ταινία, προσβλέποντας όπως έκανε αυτός το βήμα να πάει στην άλλη πλευρά, έτσι η άλλη πλευρά να κάνει το ίδιο.
Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, ακολούθησε μια εξαιρετική συζήτηση με τον Ισραηλινό σκηνοθέτη και βασική εισηγήτρια την Ελληνίδα Παλαιστίνια ακαδημαϊκό Ζακία Άκρα (Διδάκτωρα Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίων Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου). Βαθιά γνώστρια της κατάστασης, κατάφερε με τον εμπεριστατωμένο λόγο της να καταρρίψει ένα προς ένα τα κυρίαρχα επιχειρήματα, που ακούγονται τελευταία για το παλαιστινιακό, όπως η ατυχής παρομοίωση της 7ης Οκτώβρη και 11ης Σεπτέμβρη, ως αποτέλεσμα δομικής βίας από το 1948 και εντονότερα από το 1967, με κλιμάκωση το 2022, με τους περισσότερους θανάτους στη Δυτική Όχθη, όπου οι εποικισμοί, συνεχίζονται δίχως φραγμό. Όσο για το πώς κατάφερε η Χαμάς, μια οργάνωση που ήταν κάποτε ένα κοινωνικό κίνημα, με πολιτικό κόμμα και μετά με κυβερνών κόμμα, να φέρει εις πέρας μια τέτοια επιχείρηση, η απάντηση βρίσκεται στην πολιτική της κυβέρνησης Νετανιάχου, που εξοπλίζει τους ακροδεξιούς εποίκους, ενώ υπενθύμισε την αντίθεση μεγάλου μέρους των Ισραηλινών με τις πολιτικές Νετανιάχου, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει ευθύνες για σκάνδαλα διαφθοράς, μίλησε για θέμα ασφάλειας, ρίχνοντας την ευθύνη στους Παλαιστίνιους.
Σχετικά με την ταύτιση Χαμάς και ISIS αναφέρθηκε στην επικίνδυνα αυξανόμενη ισλαμοποίηση του παλαιστινιακού αγώνα, με αποτέλεσμα στην Ελλάδα οι Δεξιοί να μισούν τους μουσουλμάνους και οι Αριστεροί να φοβούνται το Ισλάμ, συνδέοντας τα πάντα με την Τουρκία. Αναφέρθηκε στα καλά και στα κακά της Χαμάς δίχως να αγιοποιήσει ούτε να δαιμονοποιήσει, ενώ τόνισε πως έχει επανέλθει η συζήτηση για τον ένοπλο αγώνα, σε όλες τις εκφάνσεις της παλαιστινιακής κοινωνίας. Υποστηρίζοντας ανθρώπους όπως ο Παζ, που προσπαθεί να ξεπεράσει τη λογική της κατοχής, εναντιώθηκε στις προσπάθειες Αμερικής και Ευρώπης να ταυτίσουν τον σιωνισμό με τον ιουδαϊσμό και επέμεινε πως το ισραηλινο-παλαιστινιακό πρέπει να επαναπροσεγγιστεί σε επίπεδο λαών.
Ο Παζ θεωρεί σημαντικό αυτή τη στιγμή να γνωρίζει ότι οι Άραβες δεν υποστηρίζουν τη Χαμάς, όπως και αυτός δεν υποστηρίζει τον Νετανιάχου και την πολιτική του εις βάρος των Παλαιστινίων. Η Άκρα επέμεινε πως δεν υπάρχει αντισημιτισμός στον αραβικό κόσμο, γιατί είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο. Μπορεί ο Νόαμ Τσόμσκι να δηλώνει αναρχικός σιωνιστής, αλλά αυτή η κουβέντα γίνεται κυρίως από Ισραηλινούς του εξωτερικού, που δεν θέλουν να ταυτιστούν με το κράτος του Ισραήλ και δεν αφορά τον Παλαιστίνιο. Ωστόσο, τρεις γενιές μετά δεν είναι εφικτό να γίνεται εκατέρωθεν αναφορά στο ποιος θα φύγει, για αυτό πλέον προτάσσατε η προσέγγιση ενιαίου κράτους, όχι σαν λύση, αλλά σαν πραγματικότητα. Το μίσος θα υπάρχει όσο η ύπαρξή του ενός, προαπαιτεί την εξολόθρευση του άλλου.
Ξεχώρισε και το εξαιρετικό πολυεπίπεδο ντοκιμαντέρ «Τα ρεμπέτικα μπλουζ», της ελληνικής καταγωγής Αυστραλέζας Μαίρη Ζουρναζή, που καταφέρνει έντεχνα να παντρέψει τα ρεμπέτικα και την ιστορία της προσφυγιάς, με τη δική της αναζήτηση στις ελληνικές ρίζες της Σμυρνιάς γιαγιάς της και των εκτοπισμένων Αιγυπτιωτών Ελλήνων γονιών της, σε μια καταγραφή με πολλά ταξίδια ανάμεσα σε διαφορετικές ηπείρους και πόλεις. Όλα ξεκίνησαν όταν η σκηνοθέτρια πρωτοάκουσε ρεμπέτικα στην ταινία του Κώστα Φέρρη «Ρεμπέτικο» (1983). Συθέμελα συγκινημένη ένιωσε άμεση σύνδεση με την απωθημένη ελληνική καταγωγή της και με αφετηρία τη Σμύρνη, ακολουθεί τα ίχνη της γιαγιάς της στον Πειραιά όπου γεννήθηκε το ρεμπέτικο. Διερευνώντας ιστορία, μύθους και θρύλους του ρεμπέτικου και σμυρνέϊκου τραγουδιού, προσεγγίζει διάφορες προσωπικότητες, που μοιάζει να μοιράζονται παρόμοιες ιστορίες και βιώματα, ενώ διερευνά την πολύμορφη και πολύχρωμη ταυτότητα του σημερινού Έλληνα, όπως ο Αφροέλληνας Κέβιν Άνσονγκ, γνωστός ως «Νέγρος του Μοριά», μέσα από την οικουμενική γλώσσα της μουσικής, που καταργεί σύνορα, έθνη, θρησκείες. Στην ταινία παρελαύνουν σημαντικές προσωπικότητές που μιλούν για το ρεμπέτικο, όπως ο Στέλιος Βαμβακάρης (1947-2019), η Τζίνα Πολίτη (1930-2023), αλλά και ο Ελληνοσουδανός Κώστας Φέρρης, που επισημαίνει ότι η μεταξική λογοκρισία του 1936 έκοβε νότες και όχι λέξεις, απαγορεύοντας τα ημιτόνια του ρεμπέτικου που θεωρούσε ανατολίτικα, δηλαδή τούρκικα, όπως αντίστοιχα είχε απαγορεύσει στην Τουρκία και ο Κεμάλ, τα ίδια ημιτόνια, ως βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά. Αρχειακό υλικό συνδιαλέγεται με σύγχρονες εικόνες, ενώ η εκτός κάδρου αφήγηση της σκηνοθέτριας, μαζί με την πρωτότυπη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα, δένουν τόπους και πρόσωπα σε νέες ιστορίες προσφυγιάς, σε Κάϊρο, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη και Βοστώνη, όπου συνδέεται ο πλάγιος δεύτερος ήχος της βυζαντινής ψαλμωδίας με τα ανατολίτικα μακάμ και χιτζάζ των ρεμπέτικων, με διάσπαρτα στην ταινία τα αυθεντικά ρεμπέτικα των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη και φωνές των Παπαγκίκα και Μπέλλου.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com