Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια διπλή αποσταθεροποίηση. Από τη μία η διεθνής γεωπολιτική ανατροπή και οι εντεινόμενες πιέσεις προς τη χώρα μας, και από την άλλη η εσωτερική θεσμική κατάρρευση και η απώλεια εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα. Το καθεστώς που έχτισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει πιο ασταθές από ποτέ, χωρίς όμως προς ώρας να αμφισβητείται από κάποια σοβαρή και ποιοτική αντιπολιτευτική δύναμη. Η κυβέρνηση χρεώνεται το έγκλημα των Τεμπών όπως και τη συγκάλυψη και το κοινωνικό ρήγμα που ακολούθησε, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ που αποκάλυψε τη σαπίλα του επιτελικού κράτους, την αδυναμία επίλυσης των καθημερινών προβλημάτων των πολιτών και μαζί τις επιπτώσεις της καταστροφικής πολιτικής του δεδομένου συμμάχου που βρίσκει τη χώρα ξεκρέμαστη σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων και κραδασμών.
Το Μαξίμου και ο στενός πυρήνας του καθεστώτος επιδιώκει να βγει από τη δύσκολη αυτή θέση, αυξάνοντας την επιθετική του πολιτική απέναντι στην κοινωνία, ποντάροντας στη συσπείρωση της στενής κοινωνικής του βάσης και των συμφερόντων που το στηρίζουν, γνωρίζοντας ότι έχει μεγάλες τρικυμίες μπροστά του, με διάφορα κέντρα να σχεδιάζουν ήδη την επόμενη μέρα.
Θωράκιση από την κοινωνική αντιπολίτευση
Η κυβέρνηση επιδιώκει πρώτα απ’ όλα να θωρακιστεί απέναντι στην κοινωνική αντιπολίτευση. Μετά τα Τέμπη και την εμφάνιση ενός πρωτόγνωρου κοινωνικού ρήγματος που έθεσε σε αμφισβήτηση τη νομιμοποίηση συνολικά του θεσμικού και πολιτικού συστήματος ζητώντας οξυγόνο και δικαιοσύνη, η κυβέρνηση κινείται με βασικό γνώμονα το ξεδόντιασμα και την ενσωμάτωση αυτής της κοινωνικής δυναμικής. Εκεί πόνταραν τα επικοινωνιακά δάκρυα των πρώτων ημερών, εκεί πόνταρε η επιχείρηση-πλυντήριο στη βουλή με τις προανακριτικές-παρωδία, εκεί ποντάρει η επιθετικότητα απέναντι σε όσους απαιτούν ξεμπάζωμα της υπόθεσης και η εκστρατεία λάσπης απέναντι στους συγγενείς.
Την ίδια στιγμή εντείνονται οι κινήσεις προληπτικής καταστολής απέναντι σε κοινωνικούς χώρους με κάποια μορφή συνδικαλιστικής συγκρότησης ή οργάνωσης, που θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν την περίοδο αυτή. Η στοχοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου ως χώρου ανομίας με το νέο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ –που κατατέθηκε Ιούλιο μήνα– που προβλέπει ιδιώνυμα για φοιτητές που συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις, αναστολή φοιτητικής ιδιότητας, ακόμα και κυρώσεις για μέλη ΔΕΠ που «δεν εφαρμόζουν τον νόμο», είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.
Ξήλωμα δικαιωμάτων
Η εργατική προστασία, η συλλογική εκπροσώπηση και το εργασιακό οκτάωρο πλήττονται πλέον με ρυθμούς που θυμίζουν εκκαθάριση. Ο Νόμος 5053/2023 που κατάργησε το 8ωρο τυπικά, νομιμοποίησε την ήδη υπάρχουσα αυθαιρεσία. Οι εργοδότες πλέον μπορούν να απασχολούν νόμιμα εργαζόμενους σε δεύτερη δουλειά, χωρίς υπερωρίες. Ταυτόχρονα, συνδικαλιστικές διώξεις εμφανίζονται σε διάφορους χώρους (με τρανταχτό παράδειγμα τα χιλιάδες πειθαρχικά σε εκπαιδευτικούς), ενώ παράλληλα ο αυταρχισμός και ο φόβος σε χώρους δουλειάς γίνεται κανονικότητα. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου η ανυπαρξία ελεγκτικών μηχανισμών, θεσμικών αντίβαρων και δημοσιοποίησης (στα ελεγχόμενα ΜΜΕ) επιτείνει την αίσθηση ενός παντοδύναμου και μη αναστρέψιμου καθεστώτος.
Πολιτική με πρότζεκτ
Καθώς περιορίζονται τα συλλογικά δικαιώματα και ενισχύεται ο κρατικός αυταρχισμός, η κυβέρνηση επιχειρεί να απορροφήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια με μια σειρά από επιδοματικές και επενδυτικές πολιτικές. Η ρητορική της «ανάπτυξης» και τα μεγάλα πρότζεκτ, όπως το Ελληνικό και το καζίνο στο Μαρούσι, παρουσιάζονται ως εγγυήσεις ευημερίας, την ώρα που δημιουργούν νέες ζώνες ταξικής αποσάθρωσης, ενώ τα «δώρα» στους πυλώνες του καθεστώτος (βλέπε σκάνδαλο με την παραχώρηση ATM των τραπεζών, πακέτα σε εργολάβους, προμοτάρισμα ιδιωτικών πανεπιστημίων) μειώνουν τις όποιες φυγόκεντρες τάσεις εντός συστήματος. Παράλληλα, προσωρινά επιδόματα, vouchers και «pass» λειτουργούν ως μηχανισμοί εξαγοράς χρόνου και σιωπής, με την κοινωνία να μετατρέπεται σε εξαρτημένο υποκείμενο: χωρίς δικαιώματα, αλλά με voucher – χωρίς δημόσιες υπηρεσίες, αλλά με πακέτα στήριξης.
Και καρότο…
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη-Ν.Δ. τραντάζεται πολλαπλά από την κοινωνική δυσαρέσκεια, όμως την ίδια στιγμή δεν αμφισβητείται από κάποια σοβαρή αντιπολίτευση. Για να βγει το Μαξίμου από αυτή τη δύσκολη κατάσταση επιστρατεύει μια άκρως επιθετική πολιτική απέναντι στην κοινωνία με στόχο τη συσπείρωση της στενής κομματικής του βάσης, αλλά και των συμφερόντων που το στηρίζουν. Παράλληλα όμως προσπαθεί να μαζέψει κάποια πολιτική υποστήριξη και με το «καρότο». Έτσι η κυβέρνηση αναζητά διέξοδο σε αυτό το θέμα μέσα από τη γνωστή συνταγή των επιδομάτων (βλέπε προγράμματα ΔΥΠΑ στην παρούσα φάση) αλλά και στην υποσχεσιολογία για ανακοινώσεις κοινωνικής πολιτικής τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ. Οψόμεθα, για το τι θα μαζέψει με το εμπόριο ελπίδας….