Με αυτές τις φράσεις ξεκινάει η ειρωνική και συνάμα προβοκατόρικη επιστολή του Σέρτζιο Μπολόνια στο Μανιφέστο (23/6/10) για την ανάταση, την ενεργοποίηση και την αγωνιστική συσπείρωση της ηττημένης ιταλικής Aριστεράς, μπροστά στον εκβιασμό της Φίατ στο Πομιλιάνο. Έναν εκβιασμό που με την απειλή του κλεισίματος του εργοστασίου θέλει να μετατρέψει τους εργαζόμενους σε σκλάβους στην αλυσίδα παραγωγής, με τα συνδικάτα διαλυμένα και ανίσχυρα, χωρίς δικαίωμα απεργίας.
Γυρίστε, λοιπόν, μπροστά στην τηλεόραση να δείτε το Σαντόρο! Πείτε ανέκδοτα για τον Μπερλουσκόνι, διαβάστε τη Ρεπούμπλικα σαν να είναι η Βίβλος, γιατί τίποτε άλλο δεν ξέρετε να κάνετε για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της εργασίας!». Κι αναρωτιέμαι μήπως τα λόγια του Μπολόνια αγγίζουν και την ελληνική Αριστερά, της ελευθεροτυπίας, των εκλογικών αποτελεσμάτων και του διασυρόμενου, σήμερα, κοινοβουλευτισμού, που χωρίς να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες, διάγει τον πολιτικό βίο στον οποίο συνήθισε μεταπολιτευτικά. Μια αριστερά γερασμένη, με μικρή επαφή με τη νεολαία και με τους επισφαλείς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Από την άλλη, τα γεγονότα στο Πομιλιάνο έχουν να δώσουν ένα μάθημα και σε εκείνο το κομμάτι της Αριστεράς που, εμπνεόμενο από τον ιστορικό συμβιβασμό του Μπερλίγκουερ, οραματίζεται κεντροαριστερά κυβερνητικά σενάρια και δημιουργικούς διαλόγους με δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ ή με προοδευτικούς αστούς ή επιχειρηματίες της «πράσινης» ανάπτυξης για την έξοδο από την κρίση.
Ήταν τέσσερα χρόνια πριν, το 2006, στη δεύτερη κυβέρνηση Πρόντι – που είχε για υπουργό οικονομικών τον Σκιόπα, στον οποίο αναφέρεται ο Μπολόνια στην επιστολή του. Ο ηγέτης της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης Μπερτινότι ήταν πρόεδρος της ιταλικής Βουλής. Η ιταλική Αριστερά δοκίμαζε να είναι πολιτικός διαχειριστής και προσπαθούσε να διευρύνει τις κοινωνικές της συμμαχίες ώστε να κρατηθεί στην εξουσία.
Στη Λιμπερατσιόνε (30/7/06), ο Μπερτινότι εξηγεί το σχέδιο: «Μια συμμαχία του λαού της Αριστεράς με εκείνο το τμήμα του αστισμού που είναι διατεθειμένο να πάει πέρα από το φιλελευθερισμό – εκείνο το τμήμα που δέχεται ότι η συμπίεση των μισθών δεν είναι ο σωστός δρόμος για να βγούμε από την ιταλική κρίση. Ο Μαρκιόνε, για να δώσω ένα παράδειγμα». Την προηγούμενη, σε συνέντευξή του στη Στάμπα (29/7/06) ανέφερε για το ίδιο θέμα «Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν προκαλέσει μια πραγματική καταστροφή που εκφράζεται με το δράμα της επισφάλειας. Μπροστά σε αυτό, βλέπω ότι δυνάμεις του επιχειρηματικού κόσμου αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα υπό διαφορετικό πρίσμα. Και αν λέει “σφάλαμε” ένας μεγάλος επιχειρηματίας όπως ο Μαρκιόνε, θέλω να είμαι ο πρώτος που θα επισημάνω τη δυνατότητα σύγκλισης. Το ίδιο θα έπρεπε να μπορεί να συμβεί και στο πεδίο της πολιτικής. Βέβαια, θα χρειάζονταν να αναδειχθεί κι εδώ κάποιος Μαρκιόνε…».
Ναι, καλά καταλάβατε! Πρόκειται για τον ίδιο Μαρκιόνε, το γενικό διευθυντή της Φίατ που, σήμερα, από αντι-νεοφιλελεύθερος ήρωας έχει γίνει ο εκφραστής των κινέζικων εργασιακών σχέσεων που προωθεί τα σχέδιά του με κάθε κυβέρνηση είτε της κεντροαριστεράς είτε του Μπερλουσκόνι. Αυτός ήταν ο εκφραστής του τμήματος του αστισμού με το οποίο ήθελε να συνεργαστεί ο Μπερτινότι.
Η προφητεία του Κρεμάσκι
Βεβαίως, υπήρχαν και τότε αντίθετες φωνές στην Αριστερά. Μάλιστα, ο Κρεμάσκι, ηγέτης σήμερα της Fiom-CGIL που αντιστέκεται έντονα στα σχέδια του Μαρκιόνε στο Πομιλιάνο, ήταν μια τέτοια φωνή. «Μου φαίνεται ότι σήμερα», έγραψε στη Λιμπερατσιόνε τρεις μέρες αργότερα (3.08.06), «όπως και στην εποχή του ιστορικού συμβιβασμού, η ιδέα του κοινωνικού συμφώνου με τον εξελιγμένο, παραγωγικό, αντι-φιλελεύθερο αστισμό – οι όροι αλλάζουν με το χρόνο αλλά η έννοια παραμένει πάντα η ίδια – είναι καταδικασμένη να μην παράγει καλά αποτελέσματα για το λαό της Αριστεράς». Και η προφητεία του Κρεμάσκι έγινε πραγματικότητα δυο χρόνια αργότερα, με την εξαφάνιση της ιταλικής Αριστεράς από τον πολιτικό χάρτη. «Η επιλογή να κάνεις προνομιακό το αυτοκίνητο και τη βιομηχανία», συνεχίζει ο Κρεμάσκι, «είναι σίγουρα καλύτερη από το να πετάς λεφτά στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Ωστόσο, δεν αρκεί αυτή η επιλογή για να ορίσεις μια προοπτική ως διαφορετική από το φιλελευθερισμό, που δεν ζει μόνο από την πρόσοδο, αλλά, αντιθέτως, έχει κατακτήσει σε όλο τον κόσμο μια συγκεκριμένη βιομηχανική διάσταση».
Δεν πιστεύω ότι με βάση τα όσα αναφέραμε μπορεί κανείς να βγάλει εύκολα συμπεράσματα για την ιταλική Αριστερά. Άλλωστε, θα πρέπει να το κάνουν αυτοί που ζουν τα ιδιαίτερα προβλήματά της. Όμως, μπορεί κανείς να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα που αφορά και την ελληνική Αριστερά: Δεν υπάρχουν συνταγές και εργαλεία επιτυχίας από το παρελθόν, διότι χάσαμε πολλές φορές το στόχο. Χρειάζεται κριτική αποτίμηση των ιστορικών στερεότυπων, των παραδόσεων, που κάθε αριστερός έχει στο νου και στην καρδιά του και πρόοδος με βάση την πραγματική κοινωνική κίνηση, τις πραγματικές αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία που, σήμερα, μας έχει αποξενώσει. Με αυτόν τον τρόπο ίσως κάποτε προκύψει η πολιτική έκφραση των ανταγωνιστικών κοινωνικών υποκειμένων του μέλλοντος.