Παρά το θόρυβο που ξεσήκωσαν πέρυσι τα υψηλά πρόστιμα, «πολύ λίγα» ήταν τα μέτρα καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2013 (Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου Ασφάλισης – ΥΠΕΑ). Τουλάχιστον το 40,5% των εργαζομένων στις ελεγμένες επιχειρήσεις της χώρας ήταν αδήλωτοι ή ανασφάλιστοι και τουλάχιστον το 50,2% των (ελεγμένων) επιχειρήσεων έκανε χρήση της δυνατότητας για αδήλωτη εργασία. Σημειώνεται πως οι επίσημες καταγραφές αφορούν, κατά κύριο λόγο, την πλήρως αδήλωτη εργασία. Η νόμιμη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η κανονικοποίηση όλων των ακραίων μορφών ευέλικτης απασχόλησης δένει, πλέον, τα χέρια των στελεχών των ελεγκτικών μηχανισμών που, πολλές φορές, αδυνατούν να αξιολογήσουν και να καταγράψουν φαινόμενα αδήλωτης εργασίας, είτε γιατί η σχέση εργασίας είναι τυπικά σύννομη (μπλοκάκι) είτε γιατί στερούνται δικαιοδοσίας, όπως στην περίπτωση των μισθωτών εργατών γης.
Όπως σημειώνει έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το θέμα, η επίσημα καταγεγραμμένη αδήλωτη εργασία από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές εκτοξεύεται από το 29,7% λίγο πριν το 2010, στο 40,5% στα τέλη του 2013, για να περιοριστεί στο 25% στα τέλη του 2014. Σε αυτό βέβαια το ποσοστό δεν περιλαμβάνονται ότι δηλώνεται ότι απασχολούνται πολύ λιγότερες ώρες από ό,τι πράγματι εργάζονται.
Υπάρχουν, μάλιστα, κλάδοι και περιοχές της χώρας, όπου τα ποσοστά αδήλωτης εργασίας δεν είναι απλώς υψηλά, είναι συντριπτικά – και τα οποία μένουν εκτός καταγραφών και ελέγχων, επειδή πρακτικά ή τυπικά αυτό είναι ανέφικτο (οικιακή μισθωτή εργασία, αγροτική οικονομία –πλην μεταποιητικών μονάδων– και άλλα «άβατα» της ελληνικής αγοράς εργασίας). Συνάγεται, έτσι, το συμπέρασμα ότι μεσοσταθμικά το ποσοστό αδήλωτης εργασίας πρέπει να κινείται πάνω από το 30%, ποσοστό που αυξάνεται σε κλάδους με εποχιακή απασχόληση.
Η αύξηση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων θεωρείται από όλους ως ο σημαντικότερος τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας και όχι η μείωση των εισφορών ή άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. Γιατί, λοιπόν –αναρωτιόταν ο συγγραφέας της έρευνας Απόστολος Καψάλης– το υπουργείο Εργασίας επιμένει να εστιάζει σε μέτρα που αντιβαίνουν στην κοινή λογική και στις προτάσεις των εργαζομένων, των εργοδοτών και των συνδικάτων;