Το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, καταπιάνεται με ένα πολύ ζοφερό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας: Την εξόντωση των ψυχικά ασθενών από τους Ναζί. Το πολύ ενδιαφέρον, που καθιστά το βιβλίο αυτό ξεχωριστό είναι το γεγονός ότι καταφέρνει να συγκεράσει πολλά και ετερόκλητα θέματα, που μας απασχολούν σήμερα, χωρίς να φαίνεται πως κάνει κάποια τεχνητή συγκόλληση. Η βασική ηρωίδα της, η Αριάδνη Χόπε είναι μια ελληνογερμανίδα φοιτήτρια που ερευνά τη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και στις εκφραστικές δυνατότητες των ψυχασθενών, χρονίως ιδρυματοποιημένων, στους οποίους εφαρμόστηκε το περιβόητο πρόγραμμα ευθανασίας…

Πολλές είναι οι ιστορίες που κυλούν παράλληλα, με πιο συγκλονιστική την προσπάθεια μιας νοσοκόμας να σώσει μια έγκλειστη ενός από αυτά τα ιδρύματα. Μονόλογοι, ταξίδια στον χρόνο και μέσα στις βασανισμένες ψυχές των ανθρώπων… Παράλληλα ο σύγχρονος κόσμος, οι αγωνίες των νέων που αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα, η κρίση, οι ερωτικές σχέσεις, η τρομοκρατία, η αναζήτηση ταυτότητας, οι γονείς και τα παιδιά…

Θεωρώ ότι ο «Κόκκινος Σταυρός» -που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις – είναι από τα πιο σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, δουλεμένο σε κάθε λεπτομέρεια, με συναίσθημα, αλλά και με την αναγκαία απόσταση, με έρευνα και τεκμηρίωση.

Σημειώνω ότι ο κόκκινος σταυρός, ήταν το σύμβολο που έμπαινε πλάι στα ονόματα όσων, ψυχικά ασθενών, επρόκειτο να εκτελεστούν…

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Τι είναι αυτό που σας οδήγησε να ζωντανέψετε τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα;
To 2011 επισκέφτηκα στο Μουσείο Μπενάκη την έκθεση «Αιτία θανάτου: Ευθανασία. Συγκαλυμμένη εξόντωση των ψυχικά ασθενών στην εποχή του Ναζισμού», με έργα ζωγραφικής ψυχικά ασθενών, ένα τμήμα της παγκοσμίως γνωστής Συλλογής Prinzhorn. Το γεγονός αυτό και η συνακόλουθη συγκίνησή μου, ως θεατού αυτών των έργων, ήταν το βασικό κίνητρο για να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα. Άρχισα να ψάχνω τα γεγονότα με διάθεση και μέθοδο ενός ερευνητή που θέλει να προσεγγίσει ορισμένα πράγματα, τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Η εθνικοσοσιαλιστική ευγονική και οι μέθοδοι εξόντωσης ανθρώπινων ζωών, που κρίνονταν από τους Ναζί ως άχρηστες, είναι ένα κεφάλαιο της Ιστορίας, πολύ βαθύ, πολύ σκοτεινό, πολύ ζοφερό και λαβυρινθώδες. Όπως και οδυνηρό για όποιον θέλει να το μελετήσει προσεκτικότερα. Για τον λόγο αυτό επινόησα το πρόσωπο της ελληνογερμανίδας σπουδάστριας, η οποία εκπονεί τη μεταπτυχιακή διατριβή της στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, τη σημερινή εποχή, μια επιστημονική εργασία στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης και με ειδικότερο γνωστικό αντικείμενο το καλλιτεχνικό έργο και τη μοίρα των ψυχοπαθών, τους οποίους εξολόθρευσαν οι Ναζί στους θαλάμους αερίων των ασύλων όπου νοσηλεύονταν. Έτσι, ξετυλίγοντας το νήμα μιας έρευνας, λίγο λίγο αναδύθηκε και το μυθιστορηματικό αφήγημα, μέσα από τις προσωπικές μαρτυρίες επινοημένων κυρίως προσώπων που, υποθετικά, έζησαν σε αυτή την εποχή. Και μιλάμε για τις περιόδους του Μεγάλου Πολέμου, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της Ναζιστικής διακυβέρνησης.

Η εθνικοσοσιαλιστική ευγονική και οι μέθοδοι εξόντωσης ανθρώπινων ζωών, που κρίνονταν από τους Ναζί ως άχρηστες, είναι ένα κεφάλαιο της Ιστορίας, πολύ βαθύ, πολύ σκοτεινό, πολύ ζοφερό και λαβυρινθώδες

Πόσο δύσκολο είναι να γράψεις ένα βιβλίο γι’ αυτά τα άσυλα, τη βαρβαρότητα, το προδιαγεγραμμένο τέλος και να κρατηθείς σε κάποια απόσταση ώστε να μπορέσεις να αποδώσεις τα όσα συνέβαιναν;
Είσαι υποχρεωμένος να κρατήσεις αποστάσεις και για τούτο ακριβώς επιλέχτηκε η μέθοδος της επιστημονικής αναζήτησης. Βοήθησαν πολύ τα βιβλία που διάβασα, λογοτεχνικά και επιστημονικά, και η έρευνα που έκανα προσωπικά, ψάχνοντας σε αρχεία, σε χώρους, σε κτίρια, κοιτάζοντας φωτογραφίες εποχής, ντοκουμέντα, διαβάζοντας αληθινές ιστορίες, βλέποντας ταινίες της περιόδου της Βαϊμάρης, ιδιαιτέρως τις ταινίες του Φριτς Λανγκ ή εκείνες του Μουρνάου, του Παμπστ, του Ρούτμαν, του Ρόμπερτ Βίνε κοκ. Η ιστορική πραγματικότητα, αναγκαστικά, συνοδοιπόρησε με γεγονότα καθαρά επινοημένα, μυθιστορηματικά.

 

Η ηρωίδα σας έχει δυο πατρίδες. Κρύβεται κάποιος συμβολισμός πίσω από αυτή την επιλογή σας;
Με ενδιέφερε το μυθιστορηματικό πρόσωπο της ερευνήτριας να έχει διπλό δικαίωμα αίματος, διπλή υπηκοότητα. Ως Ελληνίδα (από μητέρα) αφήνει τη μια χώρα (την Ελλάδα) προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της στην άλλη (τη Γερμανία), εκεί όπου της δίνονται περισσότερες δυνατότητες για πιο εξειδικευμένες σπουδές. Ως Γερμανίδα (από πατέρα) συνεχίζει να διατηρεί μέσα της την πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά εκ παραλλήλου, μέσω αυτής της μετακίνησης ή «μετανάστευσης», της δίνεται η ευκαιρία να διερευνήσει και την έτερη ταυτότητά της, σε σχέση κυρίως με το γερμανικό της αίμα, με τη γερμανική της προέλευση, και με το μελανό παρελθόν ή ακόμα και σε συνάρτηση με το μερίδιο που πιθανόν της αναλογεί στο κεφάλαιο της ενοχής. Η ελληνικότητα και η γερμανικότητα, η αντιπαλότητα αυτών των δύο εννοιών, όσο και η συνάφεια, η συνύπαρξη, η ομαλή συνεργασία τους, αυτό ήταν ένα από τα διακυβεύματα του εγχειρήματος.

Καταφέρνετε να θίξετε πολλά θέματα και στην ουσία γράφετε δυο μυθιστορήματα σε ένα με πολλαπλές αναγνώσεις και επίπεδα. Οι σχέσεις με τους γονείς, ο έρωτας, η τέχνη, τα αδιέξοδα των νέων ανθρώπων που φεύγουν στο εξωτερικό, η τρομοκρατία, ο εγκλεισμός, η ναζιστική θηριωδία… Πώς καταφέρατε να διατηρήσετε μια αξιοθαύμαστη -κατά τη γνώμη μου- ισορροπία;
Το μυθιστόρημα γραφόταν, απ’ όσο υπολογίζω, πάνω από πέντε χρόνια. Νομίζω πως πετυχαίνεις τις ισορροπίες προχωρώντας σιγά σιγά, πολύ προσεκτικά, και έχοντας ανοικτά μάτια κι αυτιά σε όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη στην προκειμένη περίπτωση. Παρακολουθώντας την επικαιρότητα, διαβάζοντας τις ειδήσεις, εξαντλώντας με όποιον τρόπο μπορείς όλα αυτά τα θέματα που αφορούν τη μοίρα κάποιων ανθρώπων, σύγχρονων, μια μοίρα που έχει πολλές ομοιότητες με εκείνη των ανθρώπων που έζησαν στο παρελθόν. Τη μοίρα των αθώων θυμάτων που τις περισσότερες φορές είναι απλοί άνθρωποι, αναγκασμένοι να κάνουν υπερβάσεις, να καταφύγουν ακόμα και στον ηρωισμό, άλλοτε καταφέρνοντάς τα, άλλοτε όμως όχι. Με αυτόν τον τρόπο έχεις άμεση επαφή με το παρόν, που το ζεις, όσο και με το παρελθόν που το γνωρίζεις μέσα από διάφορες πηγές.

 

Δεν ξέρω πως θα σας φανεί αυτό, αλλά το λέω με καλή έννοια. Ένιωθα πως δεν διαβάζω ένα «ελληνικό» μυθιστόρημα, παρ’ ότι είναι πολλές και σαφείς οι αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα και στα όσα βιώνουμε. Τι πιστεύετε πως μπορεί να δημιουργεί μια τέτοια αίσθηση;
Το γεγονός, ενδεχομένως, πως η κεντρική σκηνή του μυθιστορήματος τοποθετείται στην καρδιά της Ευρώπης, σε μια πόλη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, τη Δρέσδη. Μια πόλη που καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Συμμάχους (και με μια εκατόμβη ανθρώπινων θυμάτων) και ξανακτίστηκε εξολοκλήρου μέσα από τις στάχτες. Η πραγματικότητα της Ευρώπης, όπως διαμορφώνεται σήμερα, και η αδιάλειπτη παρουσία της «φωνής και της ψυχής» της Ελλάδας, η οποία αποτελεί μέρος της Ευρώπης. Αυτά τα δύο νομίζω κονταροχτυπιούνται και όχι πάντα με δυσάρεστα αποτελέσματα. Είμαι κατά των τειχών, όπου κι αν υψώνονται αυτά, σε οποιαδήποτε εποχή.

 

Έχει επηρεάσει ο κινηματογράφος τον τρόπο που γράφετε;
Φαντάζομαι πως ναι, αλλά ισότιμα νομίζω με το πόσο με έχει επηρεάσει και η λογοτεχνία, ή η τέχνη γενικότερα. Η προσεκτική ανάγνωση των κλασικών συγγραφέων, για παράδειγμα, σε βοηθά πολύ να ανακαλύψεις τους δικούς σου δρόμους, ως σύγχρονος συγγραφέας. Στην προκειμένη περίπτωση βοήθησε και η ζωγραφική, ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, όπως και το Μπάουχαους.

 

Έντονες και οι αναφορές στο Χαλάνδρι και στη Ρεματιά. Τι σημαίνει για σας η πόλη που ζείτε;
Ζω πολλά χρόνια στο Χαλάνδρι και το γνωρίζω πολύ καλά, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζω τις γερμανικές μεγαλουπόλεις. Οι διαφορετικές φυσιογνωμίες των δύο τόπων, των δύο πόλεων, της ελληνικής και των γερμανικών, είναι ένα στοιχείο ανομοιότητας που έρχεται να βάλει μια ιδιαίτερη σφραγίδα στο όλο εγχείρημα. Πρόκειται για αντιθέσεις που όμως, αναπόφευκτα, συγκλίνουν σε πολλά κομβικά σημεία τους. Αυτό είναι κάτι που με απασχόλησε πολύ μέσα στο μυθιστόρημα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!