Για την κατανόηση της «ρευστής» έννοιας του λαϊκού μουσικού πολιτισμού. Του Αλέξη Βάκη.
Ένα όνομα το οποίο επανέρχεται σταθερά στις συζητήσεις μεταξύ εκείνων που αγαπούν την ελληνική μουσική και το τραγούδι του 20ου αιώνα, είναι εκείνο του Μανώλη Χιώτη. Φαντάζει δε απολύτως λογικό, διότι ο Χιώτης, ως δημιουργός και εκτελεστής, καλύπτει τις αισθητικές ανάγκες αρκετών -και διαφορετικών- κατηγοριών ακροατών: από αυτούς που θεωρούν το κλασικό ρεμπέτικο ως την κορυφαία μουσική έκφραση του τόπου μας, μέχρι τους λάτρεις των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και εκείνους που ρέπουν προς «παγκόσμια» ακούσματα (τζαζ κ.λπ.).
Το καταπληκτικό πάντως είναι ότι η κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες ακροατών τον «διεκδικεί» για λογαριασμό της, εστιάζοντας σε πτυχές της μουσικής δραστηριότητάς του που εμπίπτουν στα αυστηρά τους standards, και μόνον αυτά. Π.χ. οι μύστες του ρεμπέτικου, οι οποίοι εκστασιάζονται με τον Πασατέμπο ή με Το βουνό με το βουνό, δεν συγχωρούν στον Χιώτη το ότι πρόσθεσε στο μπουζούκι την τέταρτη χορδή, κάνοντας τον ήχο του οργάνου πιο ευέλικτο και κιθαριστικό, δηλαδή λιγότερο ξερακιανό και μάγκικο. Πολλώ δε μάλλον όταν με αυτό το υβριδικό όργανο γράφτηκαν και παίχτηκαν τραγούδια κατά πολύ «ελαφρότερα» της ρεμπέτικης υφολογίας και θεματικής (Πάρε με στο τηλέφωνο, Λαός και Κολωνάκι, Κίνδυνος θάνατος κ.ά.) τα οποία έγιναν το λαϊκό glamour της εποχής. Οι ίδιοι μάλιστα ακροατές είναι που αντιμετωπίζουν ακόμα και σήμερα αρνητικά τη συμμετοχή του Χιώτη ως εκτελεστή στον Επιτάφιο, το Αρχιπέλαγος και την Πολιτεία του Θεοδωράκη (όπως και κάποιοι άλλοι, μερικά χρόνια αργότερα, το ότι ο Νίκος Ξυλούρης τραγούδησε κύκλους τραγουδιών του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου και του Λεοντή), διότι θεωρούν ότι το νέο τραγούδι που προέκυψε επιβλήθηκε από τις δισκογραφικές εταιρείες για να χτυπήσει εκ των έσω το κλασικό λαϊκό –ή, εν προκειμένω, το παραδοσιακό κρητικό- τραγούδι, το οποίο εξέφραζε «αυθεντικά» τον λαό.
Δεν προτίθεμαι φυσικά να αντικρούσω τόσον δογματισμό μαζεμένο, μπαίνοντας στη συζήτηση για το αν η προσθήκη μιας χορδής σε ένα λαϊκό όργανο του αφαιρεί τα «ταξικά» χαρακτηριστικά του.
Ούτε βέβαια να αντιμετωπίσω τους ένδοξους ήχους του παρελθόντος ως κλειστό και αναλλοίωτο σύστημα αξιών, ώστε αν κάποιος ξεφύγει από το ήδη γνωστό να είναι ένοχος εσχάτης προδοσίας. Κατά τη γνώμη μου, η κατανόηση μιας σύνθετης περίπτωσης σαν κι αυτής του Μανώλη Χιώτη, που μπήκε στη ρεμπέτικη πιάτσα ως γιος του Διαμαντή Χιώτη απ’ τ’ Ανάπλι (ο οποίος δολοφονήθηκε νωρίς, σε κάποιο νυχτερινό ξεκαθάρισμα λογαριασμών) και κατέληξε να έχει ως έδρα του την κοσμική Σπηλιά του Παρασκευά, στην Καστέλλα, άπτεται των φιλοδοξιών ενός νέου και ταλαντούχου μουσικού να είναι εκείνος που θα εκφράσει τη νέα τάση στη νεοελληνική διασκέδαση.
Η συγκυρία βεβαίως, ευνοούσε κάτι τέτοιο.
Διότι, από τα τέλη του ’40 και μετά, τα αρχοντορεμπέτικα τραγούδια του Σουγιούλ, του Μουζάκη και του Ριτσιάρδη -παρά το ότι παίζονταν με βιολί, ακορντεόν και κιθάρα, δηλαδή όχι με μπουζούκι- είχαν ήδη μπει στο στόμα όλων των Ελλήνων, μιας και είχαν καμφθεί οι όποιες «μη μου άπτου» παλαιότερες αντιδράσεις προς τους λαϊκούς ήχους και ρυθμούς. Όπερ μεταφραζόμενον: το όνειρο των ανθρώπων του ρεμπέτικου να ξεφύγουν από την Κοκκινιά και να μπουν στα σαλόνια γινόταν επιτέλους πραγματικότητα.
Μπορεί λοιπόν, στην Αριστερά, να αναφερόμαστε πάντα –και καλώς- στον συλλογικό λαϊκό άνθρωπο που θα ορθώσει το ανάστημά του στα δύσκολα και θα συγκροτήσει εκ νέου μια ισχυρή πολιτισμική έκφραση (όπως συνέβη με τα «γκρίζα» ζεϊμπέκ ικα του ’50, που ζωγράφισαν υποδειγματικά την μετεμφυλιακή Ελλάδα και τις πληγές της), αν όμως ξεχάσουμε πως ο ίδιος άνθρωπος λαχταράει ταυτοχρόνως να υπερβεί την τάξη των πραγμάτων μέσα στην οποία μεγάλωσε, είμαστε απλώς εκτός πραγματικότητας.
Πρόκειται για μια συζήτηση που, κόντρα στην ένδεια ιδεών που μας διακρίνει τις τελευταίες δεκαετίες, πρέπει κάποτε να γίνει. Και με σοβαρότητα.
Με τα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη πάντως, είτε μιλάμε για τα αυστηρά του ζεϊμπέκικα είτε για τις ρούμπες και τα μάμπο που ερμήνευσε η Μαίρη Λίντα, να παρέχουν μια ιδανική «βιβλιογραφία» επί του θέματος. Αν τουλάχιστον θελήσουμε να ακολουθήσουμε τη ρήση του Jacques Attalli στους Θορύβους, πως «τον κόσμο δεν τον βλέπεις, τον ακούς. Δεν τον διαβάζεις, τον ακροάσαι.»
* Ο Αλέξης Βάκης είναι μουσικός, συνθέτης και ενορχηστρωτής. Επίσης, αρθρογραφεί σε έντυπα και κάνει εκπομπές Στο Κόκκινο 105,5.