Αυθεντική δυναμική συνέχεια του θρυλικού σπλάτερ με ζόμπι «28 μέρες μετά» (2002), του Βρετανού Ντάνι Μπόιλ, αποτελεί η σκηνοθετημένη από τον ίδιο ταινία «28 χρόνια μετά», με τον ίδιο σεναριογράφο Άλεξ Γκάρλαντ.

Μετά από μια σύντομη αιματοβαμμένη εισαγωγή, σε κάποιο χωριό στα σκωτσέζικα όρη το 2002, όπου μολυσμένα ζόμπι αφανίζουν φιλήσυχες οικογένειες, αποσαφηνίζεται πως ο Ιός της Λύσσας έχει ρημάξει το Ηνωμένο Βασίλειο, βάζοντάς το σε καραντίνα. Η ιστορία της ταινίας συνεχίζεται 28 χρόνια μετά, με πρωταγωνιστή τον έξυπνο και μετριόφρονα 12χρονο Σπάικ (Άλφι Γουίλιαμς), που επιβιώνει στην αυτόνομη κοινότητα της «Αποστολής της Ιερής Νήσου», σε ένα μικρό απομονωμένο νησί. Ο Σπάικ, παρά την έγνοια για την άρρωστη μητέρα του Άιλα (Τζόντι Κόμερ), ταξιδεύει για πρώτη φορά στην ενδοχώρα, συνοδευόμενος από τον πατέρα του Τζέιμι (Άαρον Τέιλορ Τζόνσον), για να μάθει να αντιμετωπίζει τους μολυσμένους, παρά τους αυστηρούς κανόνες, πως «θα πρέπει μοναχός του να επιστρέψει πίσω, γιατί κανείς δεν θα τον γυρέψει». Επιστρέφοντας, ο Σπάικ αποφασίζει να αναζητήσει τον ονομαστό γιατρό Κέλσον (Ρέιφ Φάινς), γιατί η μητέρα του επιδεινώθηκε. Έτσι αναγκάζεται να ξαναταξιδέψει στην ενδοχώρα, συνοδεύοντας την Άιλα.

Ο Σπάικ παρουσιάζεται οξυδερκής και χαμηλών τόνων, παρά τη θαρραλέα κράση του και τις εξαιρετικές επιδόσεις του στην τοξοβολία. Ο στοργικός πατέρας Τζέιμι, περήφανος για το γιο του, εμφανίζεται ικανός κυνηγός, αλλά μπεκροπίνει και φλερτάρει, χωρίς να ασχολείται με την αρρώστια της Άιλα, η οποία υποφέρει από κρίσεις αβάσταχτου πόνου. Ο γιατρός Κέλσον, πασαλειμμένος με αντισηπτικό ιώδιο, μοιάζει με αλλόκοτο ερυθρόδερμο. Ο παραπλανητικός τρόπος που κινηματογραφείται τμηματικά, σε κοντινό από πίσω, καθώς σέρνει κάρο με πτώματα, δίχως να φαίνεται το ευγενικό του πρόσωπο, τον χαρακτηρίζει ως διασαλευμένο. Πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη, δεν σκοτώνει, αλλά ναρκώνει τους μολυσμένους, ενώ θεωρεί χρέος του να αποτεφρώνει τα διάσπαρτα πτώματα, τηρώντας το υγειονομικό πρωτόκολλο, θυμίζοντας την αντιπολεμική γιαπωνέζικη ταινία «Η άρπα της Βιρμανίας» (1957/Κον Ιτσικάβα). Το μακάβριο υπαρξιακό λατινικό γνωμικό «memento mori» (θυμήσου το θάνατο), που αναφέρει στον Σπάικ, ώστε να στοχαστεί την κατανόηση της ζωής, μέσα από το θάνατο, αποτελεί τη φράση κλειδί της ταινίας, αντίστοιχα με το «carpe diem», στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών» (1989/Πίτερ Γουίαρ).

Η εκτός καπιταλιστικού συστήματος κοινωνία της ταινίας χαρακτηρίζεται από επιστροφή σε παλιότερες μορφές άμυνας, με τόξα και βέλη, σε μείγμα μεσαιωνικής και εναλλακτικής αισθητικής σε ρούχα και εξοπλισμό. Οι ταμπέλες «παίρνετε μόνο ότι χρειάζεστε», «όχι σπατάλη στο νερό» και οι αυτοσχέδιες μηχανολογικές πατέντες με προσαρμογή παλιότερων εξαρτημάτων αποκαλύπτουν την ανεπάρκεια αγαθών και φυσικών πόρων μετά την καραντίνα, κόντρα στην αλόγιστη σπατάλη στις αναπτυγμένες κοινωνίες, σε αντιστοιχία με τη βρετανική ταινία επιστημονικής φαντασίας «Σ’ αγαπώ» (2013/Κέβιν ΜακΝτόναλντ), για επιβίωση από πυρηνικό όλεθρο. Ωστόσο, ο εναλλακτικός προοδευτισμός ακυρώνεται μέσα από στοιχεία που εισάγονται σε εμβόλιμα πλάνα με επεξεργασμένο μοντάζ, όταν πατέρας-γιος πασχίζουν να επιστρέψουν κυνηγημένοι από μολυσμένους, παράλληλα με την προετοιμασία της γιορτινής υποδοχής τους, όπου χριστιανικά λάβαρα και το πορτρέτο της βασίλισσας της Αγγλίας μαρτυρούν οπισθοδρομικό, θρησκευόμενο και καταπιεστικό πλαίσιο, παραπέμποντας στην πατερναλιστική κολεκτίβα της ρεαλιστικής ταινίας επιστημονικής φαντασίας «Ένα τέλος και μια αρχή» (2023/Μαχάλια Μπέλο), όπου μια μεγάλη πλημύρα στο Λονδίνο είναι αρκετή για να ξεκινήσει το χάος και ο αλληλοσκοτωμός, με πρωταγωνίστρια την Τζόντι Κόμερ, που χρησιμοποιεί και ο Μπόιλ.

Ωστόσο σκηνοθεσία, σενάριο και μοντάζ υπονομεύονται από ρατσιστικά ψήγματα. Τα αργά, έρποντα ζόμπι είναι παχύσαρκες αποκρουστικές υπάρξεις, οι σκελετωμένες ορδές που τρέχουν παρουσιάζονται βρώμικες και γυμνές, προκαλώντας αντίστοιχο οίκτο με άστεγους, ενώ τα εξελιγμένα ζόμπι «Άλφα» έχουν πρωτόγονα φυλετικά χαρακτηριστικά, μεταξύ Ινδών και Αβορίγινων, φυλές που είχαν υποδουλώσει οι Βρετανοί.

Το «28 χρόνια μετά» διαδραματίζεται εξολοκλήρου στην ύπαιθρο, στο δάσος, όπου ο Σπάικ παίρνει το βάπτισμα του πυρός, σκοτώνοντας ζόμπι, αλλά και όταν διασχίζει ανθισμένα λιβάδια με την άρρωστη Άιλα. Στη νέα τροπή, με έναν Σουηδό στρατιώτη, από τα πλοία περιπολίας, που ξέμεινε στη βρετανική ενδοχώρα, επαναλαμβάνεται και το λογοπαίγνιο της πρώτης ταινίας για τη βιωμένη κόλαση. Η πινακίδα εγκαταλελειμμένου βενζινάδικου μάρκας shell, διαβάζεται δίχως το χαμένο πρώτο γράμμα, καταλήγοντας ξανά στη λέξη «κόλαση», στα αγγλικά.

Στην πρώτη ταινία, η αναπάντεχη κατάλυση του πολιτισμού άγγιζε αντισυμβατική διάσταση και όπως οι περισσότερες ταινίες με ζόμπι, διατηρούσε σκηνή σε λεηλατημένο σούπερ μάρκετ. Στον αντίποδα, η δεύτερη ταινία περιβάλλεται από φύση, καταλήγοντας σε μακάβριο υπαρξισμό, αγγίζοντας τον ρομαντισμό, μέσα από την φιγούρα του γιατρού. Η αναφορά στο θάνατο ισχυροποιείται με εικόνες κρανίων, κατά την εικονογραφική παράδοση του δυτικού μπαρόκ, ενώ ο Κέλσον, χαρακτήρας που ανακαλεί τον νεκροθάφτη στον σαιξπηρικό Άμλετ, ερμηνεύεται από ηθοποιό σαιξπηρικής στόφας. Το ιερό με στήλες από οστά και ο κωνικός βωμός κρανίων ενισχύουν τη μακάβρια διάσταση, ενώ στη σκηνή με τον Σπάικ ναρκωμένο, με ένα νεογέννητο στην αγκαλιά, κυκλικές φωτιές και στριφογυριστά πλάνα κάτοψης γύρω από τον βωμό δημιουργούν συμπαντική όσμωση, για μια ύπαρξη που αποχωρεί, μπρος σε μια άλλη που κατέφτασε, ενώ η τοποθέτηση κρανίου στην κορυφή του βωμού, στην ανατολή του ήλιου, ενισχύουν το συμβολισμό θανάτου-αναγέννησης.

Η σπλάτερ αίσθηση εντείνεται με αργή κίνηση και πάγωμα, κάθε φορά που τα ζόμπι θανατώνονται μέσα σε πίδακα αίματος. Τα κυνηγητά με τα ζόμπι κινηματογραφούνται σε μακρινά πλάνα, ώστε να γίνει αισθητή κατά την καταγραφή του χώρου, το μέγεθος της απειλή που διαρκώς πλησιάζει. Ωστόσο, μέσα από το μοντάζ και τα εμβόλιμα πλάνα, υπονομεύεται η εναλλακτική προσέγγιση της παροικίας, φανερώνοντας οπισθοδρομικά αντανακλαστικά, ενώ μέσα από εμβόλιμα πλάνα κόκκινου φίλτρου, αναδεικνύονται και τα κανιβαλιστικά ένστικτα των «Άλφα», που ξεσκίζουν σάρκες και ξεριζώνουν κεφάλια, παραπέμποντας στον «Κυνηγό» (1987/Τζον ΜακΤίρναν).

Μετά το «T2 Trainspotting» (2017), ο Μπόιλ συνεργάζεται ξανά με το σκωτσέζικο  προγκρέσιβ χιπ-χοπ συγκρότημα Young Fathers, για την πρωτότυπη μουσική.

Το έντονο πανκ ροκ κομμάτι «Lowly» εισάγεται μαζί με τον Σπάικ, καθώς ξυπνάει τη μέρα της μύησής του, χαρακτηρίζοντάς τον. Στην περιπλάνηση πατέρα-γιου στην ενδοχώρα, η μιλιταριστική πειθαρχία της παροικίας αποκαλύπτεται μέσα από το πειραματικού ύφους χιπ-χοπ «Boots» (αρβύλες), μελοποίηση ποιήματος του Κίπλινγκ, σε εξίσου πειραματική κινηματογραφική απόδοση. Η επαναλαμβανόμενη λέξη «αρβύλες», που ηχεί σαν ρυθμικό μοτίβο, αλλά και φράσεις με εντολές «προχώρα», «μέτρα σφαίρες» ή γνωμικά όπως «στον πόλεμο δεν υπάρχει αποστράτευση», συνδυάζονται με κοφτά εμβόλιμα πλάνα από ασπρόμαυρα ντοκουμέντα με Άγγλους στρατιώτες σε συρράξεις και σκηνές από βρετανικές πολεμικές ταινίες εποχής, με τον Λόρενς Ολίβιε, μεταγγίζοντας το ένδοξο παρελθόν μιας κατεστραμμένης Αγγλίας.

Στο πανηγύρι προς τιμήν του Σπάικ, οι ζωντανές μουσικές τυλίγονται από παραδοσιακό ακορντεόν σε χορευτικούς σκοπούς.

Από τη συνέχεια μιας θρυλικής σπλάτερ ταινίας δεν θα μπορούσε να λείπει το «East Hastings» των Καναδών εναλλακτικών ποστ-ροκ Godspeed You! Black Emperor, που χαρακτήρισε την πρώτη ταινία. Εδώ, οι ψυχεδελικοί τους ήχοι ακούγονται ξανά όταν ο Σπάικ, 28 μέρες μετά την αναχώρησή του από την παροικία, πέφτει σε μπουλούκι μολυσμένων. Τα θλιμμένα ακόρντα εκφράζουν τη μοναξιά του και την προσπάθειά του να ξεπαστρέψει τα ζόμπι που πληθαίνουν, με την κορύφωση να συγχρονίζεται –όπως εξάλλου και στην πρώτη ταινία- με το κυνηγητό του ήρωα από ζόμπι. Στη συνέχεια, η μετάβαση στη σύγχρονη συγκυρία, μιας ταινίας που εξαρχής σκηνοθετήθηκε για να υπάρξει και άλλη μια συνέχεια, τελείται με εκσυγχρονισμένο χιπ-χοπ. Ο Σπάικ συναντά το μικρό αγόρι από την εισαγωγή, που ως 35αρης πλέον Τζίμι (Τζακ Ο’Κόνελ), ηγείται μιας αλλόκοτης συμμορίας, φορώντας ακόμα το σταυρό του ιερέα πατέρα του, ο οποίος φαγώθηκε από ζόμπι μέσα στην εκκλησία, σε σκηνή καλτ αποθέωσης.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!