Ο Λουκάς Τζόγιας ζει και εργάζεται στο Καρλόβασι της Σάμου. Άνθρωπος ανήσυχος, έχει ήδη μια σημαντική διαδρομή στον χώρο της μουσικής, συμμετείχε στο συγκρότημα Σβούρες με το οποίο παρουσίαζε και δικές του συνθέσεις, έγραψε μουσική για το θέατρο, για καλλιτεχνικές εκθέσεις κ.ά. Ιδιαίτερη η αγάπη του για την τζαζ.
Πιο πρόσφατη η ενασχόλησή του με την ποίηση και μια πραγματικά καλή έκπληξη η νέα συλλογή του με τίτλο Αποσπάσματα καλών τρόπων που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κύφαντα.
Είχα την χαρά να τον συναντήσω στην παρουσίαση του βιβλίου σε ένα μπαράκι στην Αγία Ειρήνη και να ακούσω τους στίχους του από την Αναστασία Παπαθεοδώρου.
Είχε προηγηθεί η γνωριμία μας στο Καρλόβασι κι ένας περίπατος στα Αναφιώτικα, όπου είχα την ευκαιρία να δω πως μετουσιώνεται μια εμπειρία σε ποίημα. Ο Λουκάς Τζόγιας έχει το χάρισμα μέσα από τις σύντομες προτάσεις των ποιημάτων να γεννά πολυεπίπεδων αναγνώσεων εικόνες.
Το επίσης ενδιαφέρον στοιχείο των ποιημάτων του είναι ότι τολμά να βάλει σε στίχους την επικαιρότητα και τα όσα γίνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποδεικνύοντας πως τίποτε δεν είναι ξένο στην ποίηση, όταν κανείς έχει περιεχόμενο και μπορεί να χειριστεί με έμπνευση τη γλώσσα.
Νομίζω θα διαπιστώσετε πολλά από αυτά διαβάζοντας και τη συζήτηση που ακολουθεί.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Ποίηση και τζαζ. Μου φαίνεται σου αρέσουν τα δύσκολα… Πώς παντρεύονται ποίηση και μουσική;
Παντρεύονται και συνυπάρχουν. Ο ρυθμός είναι σημαντικός στην ποίηση. Τ’ αποσπάσματα γεννήθηκαν μέσα από την ανάγκη να εξηγήσω την ελευθερία της έκφρασης, μέσα από δύο δύσκολα είδη τέχνης. Η ποίηση, για μένα, είναι η πιο ελεύθερη μορφή γραφής, όπως και η τζαζ η πιο ελεύθερη μορφή μουσικής. Πολυεπίπεδες. Η δυσκολία τους απαντάται στην ερμηνεία τους. Προσπάθησα να δείξω πόσο πιο απλά μπορεί να είναι ξεφεύγοντας από αυτόν τον ελιτισμό που επικρατεί.
«Μου λες μοντέρνα να γράφω, να μιλώ/ κι όπου μου λείπει λυρισμός, ακούω γυρισμός». Θα ήθελα ένα δικό σου σχόλιο πάνω σ’ αυτόν τον στίχο.
Είναι μια κρυμμένη ειρωνεία περί σχολών και «ταχτοποιήσεων». Εσύ ανήκεις εκεί με λίγο από πιο πέρα. Είμαστε «ευρύχωροι» στην κριτική με λόγια άλλων. Όταν διαβάσω κάτι δε κοιτάζω να το εντάξω κι ύστερα να μου αρέσει και ανάποδα. Έτσι ταχτοποιούνται και οι άνθρωποι. Σεβόμαστε τους θεσμικά «σεβάσμιους» που μας ταχτοποιούν μετρικά, που δε μας σέβονται, κι εμείς νοιώθουμε περήφανοι για ένα αυτόγραφο βλέμμα τους.
Μέσα στα χαλάσματα ζει η μνήμη. Ζει η πορεία προς το σήμερα κι όλη η διαδρομή της καταστροφής. Η ανακαίνιση η ή ανέγερση του νέου χωρίς μνήμη είναι ευνουχισμός
Πάλι δικό σου στίχο θα χρησιμοποιήσω: «Κάθε μεγάλος ποιητής είναι μια ασφαλής/ επιφωνηματική ατάκα θαυμασμού/ στα κοινωνικά των fb». Η καθημερινότητα τού διαδικτύου διαπερνά τους στίχους σου. Τι σε οδήγησε σ’ αυτή την επιλογή;
Το fb είναι εξουσιαστικό μέσο, όταν χάσουμε τον αληθινό λόγο ύπαρξής του. Παιδιά σκοτώθηκαν για μια καλή πόζα, παιδιά αυτοκτόνησαν για ένα κακό σχόλιο. Μέσα σ’ αυτό το κυνηγητό επιβεβαίωσης πέφτουν στην οθόνη όλα τα όπλα. Η ενημέρωση και η γνώση περνά σε δεύτερη μοίρα. Οι ποιητές μας σε επετειακά τσιτάτα στο fb. Οι ποιητές μας οι λαϊκομαζώχτες. Γίνονται κι αυτοί ένα στατιστικό πρέπει, για να είμαστε political correct με τη μόδα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτά τα ποιήματα τ’ ακολουθεί η ιστορία, η συνέπεια των λόγων, γίνονται οδοί μιας πορείας, μας καλούν να περπατάμε μαζί τους. Δεν τ’ ακολουθεί ένα ταψί με λαχταριστά γεμιστά.
Είναι πιο δύσκολο ή πιο εύκολο να γίνει κάποιος ποιητής σ’ έναν τόπο όπως το Καρλόβασι όπου ζεις; Υπάρχει κάπου το πνεύμα του Γιάννη Ρίτσου;
Γνώρισα μικρός τον Γιάννη Ρίτσο στο Ποτάμι για πρώτη φορά. Την υπέροχη Γαρυφαλίτσα, να σου πω, τη θαύμαζα περισσότερο. Καταλάβαινα καλύτερα το ήρεμο πρόσωπο της. Μου έφερνε ησυχία και ασφάλεια. Όταν έμαθα για τη σπουδαιότητα του Γ. Ρίτσου, έκανα καταδρομικές στην πολυθρόνα του για να δω από πού έρχονται οι λέξεις του. Κρυφά πάντα και με ολόκληρο σχέδιο, γιατί νόμιζα ότι με κιάλια από μακριά ελέγχει ποιος θα κάτσει. Το πνεύμα του Γ. Ρίτσου ζει μέσα σ’ αυτούς που θέλουν να ζει. Αυτή η πολυεπίπεδη απλότητα των λέξεών του είναι κάτι που πάντα με συγκλονίζει κι έρχεται σαν μια εναλλαγή κάλμας και προβέτζας. Το Καρλόβασι έχει αυτήν την πολυεπίπεδη εικόνα μιας πόλης που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των σύγχρονων αναζητήσεων και προβλημάτων κι ενός ενδόξου παρελθόντος. Από μόνο του αυτό, αποτελεί θεματικό παράγοντα συγγραφής. Θεωρώ ότι είναι πιο εύκολο να γράψεις, λόγω ποιότητας ζωής, χρόνου, και άμεσης επαφής με τη φύση καθώς εδώ τουλάχιστον ακόμη ζούμε τις εποχές…
«Το θέμα είναι μια καλή θέση./ Μια καθαρότητα της οπτικής./ έχεις μελετήσει εις βάθος και ύψος τις αμυχές./ Αυτές ιδιαίτερα». Ποια είναι η δική σου οπτική για το σήμερα; Πώς περνά η κριτική μέσα από τους στίχους σου;
Το χειρότερο, κατ’ εμέ, που έχει φέρει αυτή η κρίση είναι η απώλεια της δεύτερης σκέψης. Κι είναι λογικό. Ο Έλληνας παλεύει να φέρει βόλτα τα βασικά. Η άνοδος του φασισμού σε όλα τα επίπεδα είναι μια καλή διαμονή στον αφρό της αντίδρασης που βολεύει. Έτσι σερβίρεται εντέχνως και γι’ αυτό βιώνουμε ακρότητες. Εάν μπορούσα να καταργήσω μια λέξη θα ήταν η λέξη ισότητα. Δεν μπορείς να ονομάζεις το δεδομένο. Δεν θα έπρεπε να συζητάμε γι’ αυτό στην Ελλάδα. Υπάρχουν μέσα στα Αποσπάσματα δυο ποιήματα «Το χορτάρι που γλιστράει», και το «Πριν τη βροχή» που αναφέρονται σ’ αυτά. Αυτή η απώλεια του εξανθρωπισμού είναι το μεγαλύτερο πλήγμα των ημερών μας.
Νιώθεις να κινείσαι σε έναν ερειπιώνα, όπως είπε ο Δημήτρης Σεβαστάκης στην παρουσίαση του βιβλίου σου;
Ήταν πολύ εύστοχη λέξη που ευτυχώς ειπώθηκε από τον Δημήτρη Σεβαστάκη και μάλιστα δυο φορές. Μέσα στα χαλάσματα ζει η μνήμη. Ζει η πορεία προς το σήμερα κι όλη η διαδρομή της καταστροφής. Η ανακαίνιση ή ανέγερση του νέου χωρίς μνήμη είναι ευνουχισμός. Και πάει ακόμη παραπέρα αυτό. Στη γλώσσα. Εκεί που χάνεται καθημερινά στον παράλληλο κόσμο της ζωής μας στα κοινωνικά δίκτυα. Πώς να μιλώ μοντέρνα ανταλλάσσοντας το συναίσθημα των λέξεων; Αυτό το παιχνίδι της ευκολίας για μια επικοινωνία μοναξιάς.
Κάνεις αυτές τις υπέροχες βόλτες στην Πλάκα. Μέσα στα ερείπια και με την ιστορία τους τα ξαναζωντανεύεις φέρνοντας από πίσω την ξεχασμένη μαγεία στο σήμερα. Με τι; Με την αγάπη σου γι’ αυτό που αξίζουν, με τον κόσμο γύρω σου μια μεγάλη παρέα που ζητάει να μάθει μέσα σ’ αυτήν την πορεία επανεκκίνησης.