Του Σταύρου Γεωργά. Εντοπίστηκε, λοιπόν, ένα σωματίδιο το οποίο φαίνεται να είναι το μποζόνιο, όπως το είχε περιγράψει ο Χιγκς.

Ώστε μπορούμε να μάθουμε πια (δηλαδή να κάνουμε μια εύλογη υπόθεση) πώς εμφανίστηκε ο παράγων «μάζα» και να ενοποιήσουμε επιτέλους τη θεωρία μας. Πώς γεννήθηκε ο κόσμος ex nihilo; Μια κβαντική διακύμανση στο κενό φαίνεται να είναι η απάντηση – αλλά η απάντηση αυτή, από την άποψη της εμπειρίας μας, είναι «λόγια, λόγια, λόγια».
Θέλω να πω: Δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να φανταστούμε τι έγινε, να δώσουμε στα λόγια περιεχόμενο βάσει της ανθρώπινης εμπειρίας. Η καινούργια εμπειρία μας είναι αυτή ακριβώς: να δεχόμαστε κάτι μη αναπαραστάσιμο στο νου μας ως αληθές. Και εν τοιαύτη περιπτώσει θα μ’ ενδιέφερε να δω αν αυτή η καινούργια εμπειρία τροποποιεί το σύνολο: αν είμαστε και γενικότερα έτοιμοι όπως ποτέ άλλοτε να δεχτούμε ως αληθή «λόγια, λόγια, λόγια» που υποτίθεται ότι περιγράφουν μιαν ασύλληπτη κατά τα άλλα πραγματικότητα, αν είμαστε έτοιμοι συνεπώς να δεχτούμε ότι όταν η πραγματικότητα αποκαλύψει την ουσία της, η ουσία αυτή θα βρίσκεται εξ ορισμού πέραν της δυνατότητάς μας να την αντιληφθούμε και της εμπειρίας βάσει της οποίας ώς χθες θα την κρίναμε.
Μια τέτοια παραδοχή θα συνέτριβε την πολιτική πρακτική: πώς μπορείς να μεθοδεύσεις έλλογα την μετατροπή ή και την ανατροπή τού επί της ουσίας ασύλληπτου; Ο Αντόρνο έλεγε πως ο αποκρυφισμός είναι η μεταφυσική των ηλιθίων κι ίσως ένα τέτοιο είδος ευτελούς μεταφυσικής να είναι το ίζημα που θα σχηματιστεί απ’ αυτό το νέου τύπου εναιώρημα…
Τώρα βέβαια, όλ’ αυτά είναι απλοϊκές απομιμήσεις φιλοσοφικών ερωτημάτων και καλό θα ήταν να μη γελοιοποιηθώ συνεχίζοντας: μπορεί ο ηλίθιος που είχε κατά νου ο Αντόρνο να είμαι εγώ. Απ’ την άλλη – θα μ’ ενδιέφερε να δω πώς τροποποιούνται οι βασικές παραδοχές μου πριν καν το αντιληφθώ. Όταν είχε ανοιχτεί, φερ’ ειπείν, ενώπιον του φιλοθεάμονος κοινού η Βίβλος του DNA, στη δεύτερη κιόλας σελίδα της οποίας αναγγελλόταν η δυνατότητα κλωνοποίησης, μου φάνηκε εύλογο να αναρωτηθώ πότε έπαψε να είναι αδιανόητο αυτό το εγχείρημα. Έφταιγε που δεν είχαμε ακόμα, για να το πω έτσι, τα μέσα, τις γνώσεις; Ή έπρεπε πρώτα να φανταστούμε, όπως ποτέ πριν, αναπαραγώγιμο το ώς τότε πρωτότυπο;
Εισηγούμενος την έννοια της αύρας (aura) ο Μπένγιαμιν, έμοιαζε να μιλάει για το έργο τέχνης – αν και ο ίδιος μίλαγε εξίσου για ένα ανθισμένο κλαδί, επέκταση που αγνοήθηκε. Ίσως μίλαγε για την κλωνοποίηση όμως. Ίσως προσπαθούσε να δώσει όνομα σε μια πραγματικότητα, συλλαμβάνοντάς την τη στιγμή που συντρίβεται, αφού έτσι ήταν ρυθμισμένη η όρασή του. Πώς θα ήταν ο χρόνος πριν από τη διάχυση και τη θέσμιση της τοκογλυφίας, εκεί προς τα τέλη του Μεσαίωνα; Κανείς δεν συνέλαβε τότε αυτή την πραγματικότητα που συντριβόταν κι η ιδέα του Καθαρτηρίου (του δανεισμένου χρόνου) φάνηκε απλώς να γεννιέται τυχαία. Ήταν όμως μια θεμελιώδης τροποποίηση.
Τι τροποποιείται τώρα, εδώ, καθώς διαβάζω εκστατικός ότι το μποζόνιο Χιγκς εντοπίστηκε επιτέλους;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!