Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή

 

Ο Κώστας Λιβιεράτος είναι ένας εκ των έξι σταθερών συνεργατών στην εβδομαδιαία σελίδα του Δρόμου «Παρεκκλίσεις» (Μαρία Μάρκου, Φώτης Τερζάκης, Γιάννης Ραχιώτης, Γιώργος Λιερός και Κωνσταντίνος Πουλής). Η σημερινή του εμφάνιση σε άλλο σημείο της εφημερίδας και με άλλη μορφή λόγου παρότι φαινομενικά διαταράσσει τους δεοντολογικούς κανόνες που επιτάσσουν ισοτιμία στην συμμετοχή, ας εκληφθεί ως μια επιπρόσθετη παρέκκλιση.

Για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν το βιογραφικό του, ο Λιβιεράτος γεννήθηκε το 1955 στην Αθήνα. Σπούδασε πολεοδομία, χωροταξία και περιφερειακή ανάπτυξη στο Λονδίνο και την Αθήνα, και γεωγραφία και νεοελληνική γραμματεία στο Παρίσι. Είναι συνιδρυτής, υπεύθυνος σειρών και επιμελητής βιβλίων των Εκδόσεων Αλεξάνδρεια. Είναι επίσης μέλος της Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών, καθώς και μέλος μέλος της Επιτροπής Καλλιτεχνικής Αξιολόγησης Σεναρίων του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Εκτός από άρθρα στον περιοδικό τύπο, έργα του είναι: Το μήνυμα του μέσου. Η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας (επιμέλεια μαζί με τον Τάκη Φραγκούλη, 1989), Η κουλτούρα των μέσων. Μαζική κοινωνία και πολιτιστική βιομηχανία (επιμέλεια μαζί με τον Τάκη Φραγκούλη, 1991), Χρήστος Βακαλόπουλος, Η ονειρική υφή της πραγματικότητας. Κείμενα για την επικοινωνία και τον πολιτισμό (επιμέλεια, επίμετρο, 2005).

 

Λέγεται ότι η κρίση δεν είναι μονάχα οικονομική αλλά και κρίση αξιών και πολιτισμού: Εσείς τι λέτε κ. Λιβιεράτο;

Αυτό το στερεότυπο θα πρέπει να το ερμηνεύσουμε πιο ριζικά, γιατί υποδηλώνει μια ισοδυναμία ή συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε δύο τομείς της κοινωνίας, την οικονομία και τον πολιτισμό, που στην πραγματικότητα έχουν πολύ διαφορετικούς χρόνους. Η οικονομική κρίση είναι τωρινή (ή έστω, άλλη μια από τις περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού), η πολιτισμική όμως, ακόμη και στη στενότερη εκδοχή της – η «άνοδος της ασημαντότητας», όπως την περιέγραψε ο Καστοριάδης, η απουσία σπουδαίων έργων και σημαντικών πολιτιστικών κινημάτων – είναι υπόθεση αρκετών δεκαετιών. Αλλά κι αυτή η θεώρηση απλουστεύει τα πράγματα. Τα πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα παλιότερων εποχών (από τον Γκαίτε, τον Μπωντλαίρ ή τον Νοστογιέφσκι μέχρι τον Βαν Γκογκ ή τον Μπέκετ, το σουρεαλισμό ή τους μπήτνικ) δεν σηματοδοτούν μια ομαλή, ακμαία κατάσταση του πολιτισμού – παρά μόνο από μια ακαδημαϊκή σκοπιά που έρχεται εκ των υστέρων να τα κανονικοποιήσει μέσα σε μια γραμμική ιστορία προόδου. Τα έργα αυτά αποτελούσαν, τη στιγμή της εκδήλωσής τους, έκτακτες, εξαιρετικές αντιδράσεις σε μια διαρκή πολιτισμική κρίση, μια χρόνια αίσθηση διάλυσης των κλασικών και των παραδοσιακών προτύπων, που συμβάδιζε με την άνοδο του αστικού και βιομηχανικού κόσμου. Πράγματι, σ’ όποια στιγμή της νεωτερικότητας κι αν κοιτάξει κανείς, δεν λείπουν οι αναφορές στην παρακμή, την έκπτωση των αξιών κοκ. Αντί να συνοδεύει απλώς την κρίση της οικονομίας, ως προέκταση ή αντανάκλασή της, όπως θα ήθελε μια οικονομίστικη αντίληψη, η κρίση του πολιτισμού συνδέεται μια χαρά με την ακμή της, και μάλιστα τρέφεται απ’ αυτήν: είναι συνέπεια ενός συστήματος όπου η οικονομία και η διοίκηση (αργότερα και η επικοινωνία) αποικιοποιούν σε βάθος την κοινωνία, την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή, όπου όλα τα αγαθά της φύσης και του πολιτισμού υπάγονται στην ανταλλαγή αξιών, με αποτέλεσμα οι ίδιες οι «ανώτερες αξίες» να γίνονται κυνικά ανταλλακτικές. Απ’ αυτή την άποψη, η κρίση του πολιτισμού είναι (ευτυχώς) πάντα εδώ, απηχώντας μια βαθύτερη επίγνωση της αθλιότητας στην οποία οδηγείται η ζωή υπό τον καπιταλισμό και μια διαμαρτυρία γι’ αυτή τη ζωή, όπως υποστήριξε η Σχολή της Φρανκφούρτης. Και τα μεγάλα ή μικρά έργα της τέχνης και του πνεύματος δεν ξεπερνούν την κρίση, παρά φέρνουν αυτή τη διαμαρτυρία στο προσκήνιο.

 

Είναι δηλαδή ο πολιτισμός εφαλτήριο για την κριτική αμφισβήτηση του συστήματος;

Θα μπορούσε – κι έχει επωμιστεί συχνά αυτό το ρόλο. Προσοχή όμως: ας μην κηρύξουμε τον πολιτισμό αιώνια απελευθερωτική δύναμη, μόνιμη εστία αντίστασης στον καπιταλισμό. Απ’ όσα ήδη είπαμε, είναι φανερό ότι αυτή η αντίθεση αφορά είτε παραδοσιακές μορφές που αντιστέκονται στην καπιταλιστική διείσδυση μ’ όποιες δυνάμεις τούς απομένουν, είτε πρωτοποριακές ριζοσπαστικές εκφράσεις που αντεπιτίθενται, άλλοτε πενθώντας τους κόσμους που χάνονται κι άλλοτε αρνούμενες ή ειρωνευόμενες τα νέα πρότυπα που παίρνουν τη σκυτάλη. Υπάρχει όμως και μια ολόκληρη όψη του πολιτισμού που δεν απορρίπτει αλλά καταφάσκει και νομιμοποιεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, μαζί με τις αδικίες, τις ανισότητες και τις διακρίσεις της: στο υψηλό επίπεδο είναι οι επίσημες ιδέες και αξίες του συστήματος∙ σ’ ένα άλλο, πιο υπόγειο και ίσως πιο δραστικό, είναι οι κανόνες συμπεριφοράς (από τη νομιμοφροσύνη μέχρι το σαβουάρ βιβρ), τα καταναλωτικά πρότυπα, τα μοντέλα επικοινωνίας, οι μόδες και οι διαφημίσεις, που διαμορφώνουν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής.

 

Παρ’ όλα αυτά, ο δημόσιος λόγος, αγκυλωμένος στην επιφάνεια της πολιτικής και της οικονομίας, αφήνει στο απυρόβλητο το κυρίαρχο πρότυπο του πολιτισμού. Μέσα στο κλίμα μιας ολομέτωπης επίθεσης όπου αφανίζονται δικαιώματα και ελευθερίες αλλά και οι ταυτότητες των ανθρώπων, το κατά Παζολίνι «ωραίο μπουλούκι» των διανοουμένων και δημοσιολογούντων φλυαρεί ακατάσχετα περί άλλων. Συμβαίνει αυτό από άγνοια ή από συμφέρον;

Και τα δύο. Οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος τού προσφέρουν με το αζημίωτο καλές υπηρεσίες αποκόβοντας τον πολιτισμό από την οικονομία και την πολιτική. Ανάγουν έτσι την πρώτη σε υπέρτατη, αναπόδραστη αρχή και τη δεύτερη σε πιστή θεραπαινίδα της, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν αγνό τον πολιτισμό, αμόλυντο από τέτοιες βέβηλες πραγματικότητες (αισθητισμός)∙ κι αλλιώς, όταν τον θέλουν «κοινωνικά ευαίσθητο» και «επίκαιρο», τον πνίγουν στην ηθικολογία. Είναι αστείο και προκλητικό μαζί να τους βλέπεις να δηλώνουν τυφλή πίστη στις κουρασμένες διαφωτιστικές αξίες του λόγου, της σύνεσης και της εγκράτειας, κουνώντας το δάχτυλο στον κόσμο που υποφέρει και αγανακτεί με τη λιτότητα. Ή να τσιμπάνε στην τελευταία λέξη του συρμού (π.χ. fake news), παραγνωρίζοντας σκέψεις-κλειδιά για τον σύγχρονο πολιτισμό, που προέρχονται μάλιστα από τη δική τους φιλελεύθερη παράδοση (η επιδεικτική κατανάλωση του Βέμπλεν, η κατασκευή ψευδογεγονότων του Μπούρστιν).

 

Γράφεις σ’ ένα κείμενό σου (Δρόμος, φ.314, 4/6/2016) ότι η ηγεμονία του συστήματος συντελείται «στην πράξη», στις συμπεριφορές, τις συνήθειες, τα αισθήματα που υποθάλπει ή απωθεί, πολύ πριν περάσει στο επίπεδο «των ιδεών». Η διαπίστωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήδη έχει συντελεστεί το «κακό» ή υπάρχει ακόμη ελπίδα;

Το «κακό» συντελείται πάντα μ’ έναν τρόπο. Διαχρονικά, όπως ξέρουμε από τον Φρόυντ και τον Ελίας, ο πολιτισμός, ο δυτικός τουλάχιστον, περνάει από την επιβολή ενός άτεγκτου, τυραννικού «υπερεγώ» στην ψυχική ζωή των ανθρώπων, που επιτάσσει παραίτηση από ορμές, απώθηση ή μετουσίωση επιθυμιών. Κι αυτή η «ηγεμονία» είναι δύσκολο να ανατραπεί, παρά τη συνακόλουθη δυσφορία. Ακόμη περισσότερο, στην εποχή της βιοπολιτικής που ανέλυσε ο Φουκώ, το ίδιο το σύστημα αναλαμβάνει τον έλεγχο των πληθυσμών και το πειθαρχικό ντρεσάρισμα των υποκειμένων. Επομένως η ζημιά έχει ήδη γίνει, αλλά αυτό δεν καταργεί την ελπίδα. Όχι επειδή τούτη πεθαίνει τελευταία, αλλά επειδή, σ’ ένα θεμελιακό επίπεδο, οι ανθρώπινες κοινότητες δεν παύουν να πλάθουν υπάρξεις με άσβεστες ορμές κι επιθυμίες, γυναίκες και άντρες που έχουν ανάγκη να μιλούν, να τραγουδούν και να χορεύουν, ν’ αγγίζουν και ν’ αγκαλιάζονται, να συναναστρέφονται και να καθρεφτίζονται στα μάτια των άλλων, άτομα επομένως που ξεχειλίζουν πέρα από τα καλούπια που φτιάχνονται για λογαριασμό τους.

Αυτή η λαϊκή ρίζα είναι πάντα εκεί, αντέχει σαν γλώσσα, εικονοπλασία, σωματικότητα, συλλογικό ήθος – απ’ αυτήν αντλούν και τα μεγάλα έργα που λέγαμε στην αρχή. Τη βλέπουμε, εδώ στα δικά μας, να κρατάει από το δημοτικό τραγούδι και να ξαναγεννιέται στον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη ή τον Καβάφη, κι αργότερα (για να μείνουμε στο παράδειγμα του τραγουδιού) στον Τσιτσάνη, τον Ξυδάκη και τον Ρασούλη, τον Αγγελάκα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τους Active Member. Βέβαια οι πολλαπλές διαμεσολαβήσεις, τα προγραμματισμένα μοντέλα της πολιτιστικής βιομηχανίας στεγνώνουν αυτή τη ρίζα, ρουφάνε τους χυμούς της ζωής κι εξορίζουν το μύθο και τη γοητεία από τον κόσμο. Αν στερέψουν κάποτε όλα αυτά, θα είναι πράγματι το τέλος της ανθρωπότητας όπως την ξέρουμε, η δυστοπία πραγματοποιημένη. Μα καλώς ή κακώς, Σταμάτη, δεν θα ’μαστε εδώ για να τη δούμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!