Κείμενα: Παύλος Δερμενάκης, Αλέξης Θεοδωρίδης
Πολλαπλασιάζονται οι ιαχές πολέμου στην Ε.Ε. Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου και ηγετίσκοι όπως ο Μακρόν και ο Στάρμερ, εκπρόσωποι του κόμματος του πολέμου, έχουν επιλέξει να επενδύσουν το μέλλον της Ευρώπης στον πόλεμο και την πολεμική προετοιμασία. Το σχέδιο ReArm Europe, που παρουσίασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φορ ντερ Λάιεν και προβλέπει την απελευθέρωση πόρων για αμυντικές δαπάνες, η Λευκή Βίβλος της Ε.Ε. για την Άμυνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα και περιγράφει τους κοινούς στόχους (και τις αντίστοιχες μεθόδους υλοποίησης) για τον επανεξοπλισμό των χωρών της Ε.Ε., αλλά και οι πολεμοκάπηλες δηλώσεις εκπροσώπων της Ε.Ε. όπως η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και «ΥΠΕΞ» Κάγια Κάλας, δείχνουν τις προθέσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας.
Τριπλός ο στόχος της εκστρατείας αυτής. Πρώτος στόχος, να εμπλέξουν όλο και πιο πολύ την Ευρώπη στο Ουκρανικό μέτωπο, ενισχύοντας την πολεμική αντιπαράθεση με τη Μόσχα, μετά τη διαφαινόμενη στροφή της Ουάσιγκτον υπό τη νέα διοίκηση Τραμπ, που απειλεί να ρίξει τις χώρες της Ε.Ε. στο περιθώριο των γεωπολιτικών εξελίξεων. Δεύτερος στόχος, οι ίδιες οι κοινωνίες και οι λαοί της Ε.Ε. στους οποίους πρέπει να εμπεδωθεί ο φόβος (βλέπε οδηγίες προς Ευρωπαίους πολίτες για κιτ επιβίωσης 72 ωρών), να καλλιεργηθεί ο αντιρωσισμός, να στρωθεί το έδαφος για τις θυσίες που απαιτεί αυτή η πολεμική προετοιμασία (στις οποίες δεν συναινούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες). Τρίτος στόχος, η αναθέρμανση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού μέσα από την ενίσχυση με κρατικό χρήμα των μονοπωλίων της αμυντικής βιομηχανίας (κυρίως γερμανικής αλλά και γαλλικής, ιταλικής, ισπανικής κ.ά.), οι μετοχές των οποίων ήδη εμφανίζουν σημαντική ανοδική πορεία.
Το έδαφος για τη στρατιωτικοποίηση ετοιμάστηκε με μεθοδικά βήματα το τελευταίο έτος: α) Τη συμφωνία για τη νέα στρατηγική για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία (άνοιξη 2024), β) την έκθεση Ντράγκι που προτείνει τεράστιες επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία της Ε.Ε. για να καλύψει το χαμένο έδαφος (Σεπτέμβριος 2024), γ) την έκθεση Νιινίστο που ζητά 1 τρισ. ευρώ για την άμυνα (Οκτώβριος 2024), δ) την απόφαση της Κομισιόν να διατεθούν 392 δισ. την περίοδο 2021-2027 από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. για επενδύσεις σε εξοπλισμούς και στρατιωτικές υποδομές (Νοέμβριος 2024). Έτσι φτάσαμε στον Μάρτη 2025 και στο «ReArm Europe».
Οι νέες ρυθμίσεις για υπέρβαση στρατιωτικών δαπανών
Το πλαίσιο που εγκρίθηκε προβλέπει 800 δισ. ευρώ, χωρίς να είναι σαφής ο ορίζοντας. Εμμέσως φαίνεται ότι αφορά τετραετία, καθώς γίνεται αναφορά στα προπαρασκευαστικά έγγραφα για χρηματοδότηση 650 δισ. ευρώ από υπέρβαση δαπανών κατά 1,5% σε περίοδο τετραετίας από τα κράτη-μέλη και άλλα 150 δισ. ευρώ σε δάνεια που θα πάρουν πιθανότατα από ευρωπαϊκές πηγές. Τα ποσά αυτά πρέπει να θεωρούνται ενδεικτικά κατ’ αρχήν, καθώς σε αυτά μπορεί να προστεθούν στην πορεία και διάφορα άλλα «κονδύλια» είτε από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. είτε από τιτλοποιήσεις.
Εθνική ρήτρα διαφυγής: «Τα κράτη μέλη είναι έτοιμα να αυξήσουν τις δαπάνες για την ίδια τους την ασφάλεια εάν έχουν τον δημοσιονομικό χώρο, και η Κομισιόν πρέπει να τα βοηθήσει» έγραψε η κα φον ντερ Λάιεν. Στο πλαίσιο αυτό ανακοίνωσε την πρόταση για ενεργοποίηση της «εθνικής ρήτρας διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κάτι που θα επιτρέψει στα κράτη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες χωρίς να εκκινήσει η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Πρόγραμμα SAFE: Πρόκειται για ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο (Ταμείο;) κατ’ αρχήν ύψους 150 δισ. ευρώ, που θα προσφέρει στα κράτη μέλη δάνεια για αμυντικές δαπάνες.
Παράλληλα αναζητούνται και άλλες δυνατότητες οικονομικών ενισχύσεων: Συζητούνται: α) Να παίξει ρόλο ο ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) για την εξεύρεση κεφαλαίων. Ενδεχόμενα να δημιουργηθεί μία νέα πιστωτική γραμμή για αμυντικές δαπάνες. β) Η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στις χρηματοδοτήσεις επενδυτικών σχεδίων με σκοπό τη μεγαλύτερη / ευκολότερη κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα. γ) Ανακατεύθυνση κεφαλαίων από το ΕΣΠΑ σε ενίσχυση αμυντικών δαπανών. δ) Αξιοποίηση κονδυλίων του προϋπολογισμού της Ε.Ε. προς επενδύσεις που σχετίζονται με την άμυνα.
Όσον αφορά τις πηγές χρηματοδότησης, υπάρχουν σημαντικά κενά. Αυτά τα 650 δισ. ευρώ που θα μπορούν να προκύψουν από την υπέρβαση των δημοσιονομικών δαπανών κατά 1,5% για μια τετραετία εύκολα λέγονται! Δεν πραγματοποιούνται όμως με την ίδια ευκολία. Τις τελευταίες μέρες υπάρχουν αναφορές από διάφορες πλευρές ότι η Κομισιόν «έχει βάλει στο μάτι» τα αποθεματικά της κοινωνικής ασφάλισης και τις καταθέσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί η σύνδεση γενικά της χρηματοδότησης του «ReArm» με την υπό επεξεργασία πρόταση της Κομισιόν για την «Ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων» (ΕΑΕ), που και αυτή πρέπει να κατατεθεί μέχρι τέλος Μαρτίου 2025. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται οι τραπεζικές αγορές και οι κεφαλαιαγορές και θα γίνει με την «αξιοποίηση» εργαλείων, απλουστεύσεων και κινήτρων με στόχο «τα τρισεκατομμύρια των ευρωπαϊκών αποταμιεύσεων» για να τα κατευθύνουν σε επενδύσεις εντός Ε.Ε. Στα δε «τρισεκατομμύρια» περιλαμβάνονται οι δύο βασικές κατηγορίες λαϊκών αποταμιεύσεων: η άμεση (καταθέσεις στις τράπεζες) και η έμμεση (αποθεματικά κοινωνικής ασφάλισης). Συνεπώς κάποιοι ορέγονται τις λαϊκές αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτήσουν προετοιμασίες πολέμων με θύματα τους ίδιους τους χρηματοδότες… τους λαούς.
Και η αριστερά στο χακί;
Είναι τέτοια η ομοψυχία στις πολιτικές ελίτ της Ε.Ε. που σπανίζουν οι φωνές οι οποίες στέκονται κριτικά απέναντι στην πολιτική στρατιωτικοποίησης της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής και της κοινωνικής ζωής εν γένει. Όποιος διαφωνεί, απομονώνεται ως αντισυστημικός ή ενεργούμενο του Πούτιν. Έχουμε ακόμη το παράδοξο, δυνάμεις που στο πρόγραμμά τους έχουν ως σημαντικούς πυλώνες την ειρήνη και την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους, δυνάμεις που κινούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, να γίνονται οι πλέον φανατικοί υποστηρικτές της φιλοπόλεμης ευρωατλαντικής γραμμής.
Δεν μιλάμε εδώ μόνο για τους σοσιαλδημοκράτες που έχουν πρωταγωνιστήσει στο παρελθόν στις πολεμικές εκστρατείες της Δύσης (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ κ.ο.κ.) και βρίσκονται και τώρα στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», αλλά και για άλλες δυνάμεις, όπως οι πάλαι ποτέ φιλειρηνιστές Πράσινοι που αποφάσισαν πλέον να ντυθούν στο χακί ‒πρωταγωνιστώντας με τη Γερμανίδα ΥΠΕΞ, Α. Μπέρμποκ, στην αντιρωσική πολιτική‒ αλλά και την Αριστερά, που εμφανίζεται από μουδιασμένη και αδρανής έως άκρως επιθετική (ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά), επιτείνοντας την κρίση προσανατολισμού εντός της. Τελευταίο παράδειγμα της κρίσης αυτής, η τουλάχιστον επαμφοτερίζουσα στάση της γερμανικής Die Linke, που μπορεί σε επίπεδο προγραμματικών θέσεων και κεντρικής εκφώνησης να τάσσεται ενάντια στα γιγαντιαία προγράμματα επανεξοπλισμού της Γερμανίας ‒ενώ παράλληλα δεν έχει ξεκάθαρες θέσεις για τους ενεργούς πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή‒ χωρίς όμως αυτό να δεσμεύει τους εκπροσώπους της στις τοπικές κυβερνήσεις που ψηφίζουν υπέρ των εξοπλισμών, στηρίζοντας την πρόταση των Χριστιανοδημοκρατών.
Η ταύτιση της όποιας υπαρκτής αριστεράς με τις αξίες της παγκοσμιοποίησης, η αποξένωση από τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την πολεμική οικονομία, από τις λαϊκές τάξεις που βλέπουν με καχυποψία τις (εκ του ασφαλούς) ιαχές πολέμου των ελίτ, είναι μέρος της γενικότερης πολιτικής κρίσης που παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις στις χώρες της Ε.Ε. Το ενιαίο κόμμα του πολέμου επιχειρεί ένα άλμα, γνωρίζοντας ότι δεν έχει τη συναίνεση των κοινωνιών. Επιχειρεί επιθετικά να αναδιαμορφώσει το θεσμικό και οικονομικό τοπίο στην Ε.Ε., τροποποιώντας με αυτό τον τρόπο και το ιδεολογικό κλίμα, προετοιμάζοντας τις κοινωνίες για τις «άγριες μέρες», όχι που «έρχονται» αλλά που «φέρνει» η πολιτική του. Είναι και ζήτημα δημοκρατίας να ορθωθεί τείχος αντίστασης σε αυτή την επικίνδυνη και αυτοκαταστροφική πολιτική.
Επείγει ένα κίνημα για την Ειρήνη
Ο προσανατολισμός της Ε.Ε. είναι ξεκάθαρος: Στρατιωτικοποίηση άμεση της ευρωπαϊκής οικονομίας και ενίσχυση ακόμα περισσότερο του ψυχροπολεμικού κλίματος έναντι της Ρωσίας. Ουσιαστικά ετοιμάζουν την κοινή γνώμη για νέες, πρωτόγνωρες σε σχέση με το παρελθόν καταστάσεις. Αυτό γίνεται σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης εντός Ε.Ε. (ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη 0,6%-1,6% την τριετία 2024-2026). Σε αυτές τις συνθήκες οι χαρτογιακάδες των Βρυξελλών βρήκαν την εύκολη λύση ξεπεράσματος της κρίσης στη στρατιωτικοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αξιοποιείται ο «μπαμπούλας» της Ρωσίας και στρώνεται το έδαφος για νέα αντιλαϊκά μέτρα και καταστάσεις.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη παραμένει εντυπωσιακή η απουσία ενός αντιπολεμικού κινήματος στην Ευρώπη. Οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες και καταιγιστικές που οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να πάρουν μέρος σε αυτές, να γίνουν ένας ενεργός παράγοντας αυτών των αποφάσεων και να μην αφήσουν τις παρακμάζουσες ευρωπαϊκές ελίτ να τους παρασύρουν στις πολεμικές τους επιδιώξεις. Η ασφάλεια των χωρών της Ευρώπης δεν περνάει μέσα από τις πυρηνικές ομπρέλες (ΝΑΤΟϊκές ή ευρωπαϊκές) ή τον πόλεμο μέχρις εσχάτων με τη Ρωσία. Μια νέα στρατηγική ασφάλειας, με σεβασμό στην κυριαρχία των χωρών, που θα περιλάμβανε και τη Ρωσία, θα ήταν μια ουσιαστική προοπτική σταθεροποίησης και ενίσχυσης του ευρωπαϊκού χώρου στον ταραγμένο κόσμο μας. Ένα κίνημα για το σταμάτημα του πολεμικού παραλογισμού, για την καταδίκη των εμπρηστών του πολέμου, για την αντίσταση στις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες των μεγαλοκρατικών δυνάμεων, για την υπεράσπιση της ειρήνης, φαντάζει πιο επείγον από ποτέ.