του Κώστα Γκιώνη

Κι έτσι ξαφνικά, μ’ ένα μαγικό τρόπο, μαζέψαμε τα προβλήματα από την απλώστρα του χρόνου, τα τσαλακώσαμε, τα κάναμε ένα κουβάρι και τα πετάξαμε στο πηγάδι της λησμονιάς, και ελεύθεροι πλέον, έτσι τουλάχιστον μας είπαν, με τις λιακάδες συντροφιά, βγήκαμε να ξορκίσουμε τα μοναχικά μαύρα φεγγάρια μας, που εδώ κι έξι μήνες κρυφοκοιτάγαμε πίσω από τις κατεβασμένες γρίλιες.

Και ενώ τόσο καιρό μας είχαν διδάξει να λειτουργούμε αριθμολαγνικά, με τους αριθμούς-μπαμπούλες να μπαινοβγαίνουν σαν τρομοκράτες στα σπίτια μας, ξαφνικά αυτά τα ίδια νούμερα έχασαν την αξία τους, γινήκαν αδιάφοροι περαστικοί μιας μεγαλούπολης που κανένας δεν τους δίνει σημασία. Οι νεκροί, τα κρούσματα, οι διασωληνωμένοι μεταμορφώθηκαν σε σκιές, κρύφτηκαν πίσω από το έπιπλο της τηλεόρασης (μέχρι να ξαναβγούν όταν χρειαστεί…). Τα φώτα όλα πέσανε πάνω στα σιδερένια πουλιά που έρχονται από τον Βορρά φορτωμένα σανδαλοφόρους με άσπρες κάλτσες, ανυπόμονους να μας κλέψουν όση περισσότερη βιταμίνη D3 μπορούν για να βγάλουν τους γκρίζους χειμώνες στις πατρίδες τους.

Φτου ξελευτερία λοιπόν, και σαν μέλισσες ξεχυθήκαμε κι εμείς να ρουφήξουμε τους χυμούς από τους ανθούς της ζωής, χυμούς πολύτιμους και απαραίτητους για την υγιή επιβίωσή μας, που τόσο μας είχαν λείψει.

Αυτό που πιο πολύ ενοχλούσε ήταν το μπιλιετάκι αναφοράς στην Κομαντατούρ. Θα πάω στην τράπεζα, να πας, σου απαντούσε. Θα πάω ν’ αγοράσω σπανάκι για να κάνω σπανακόρυζο, να πας, σου έλεγε, αλλά μήπως σε πειράξει στο έντερο. Θα πάω για γυμναστική, να πας, σου απαντούσε, μέχρι δυο ώρες όμως γιατί θα κουραστείς. Θα πάω βόλτα, να πας, αλλά μην απομακρυνθείς πάνω από δύο χιλιόμετρα, γιατί θα χαθείς…

Και μετά το άνοιγμα των μαγαζιών υπό αγγλικούς όρους, click inside, click away, click in shop, γιατί, όπως και να το κάνεις, έχει άλλη επιβολή το αγγλικό στο μυαλό του αρχοντοχωριάτη…

Αυτή η λευτεριά όμως δεν θα είναι πια ίδια, θα είναι μια λευτεριά πιο μηχανοποιημένη, ελεγχόμενη, με στρόφιγγγα, θα κλείνει και θ’ ανοίγει ανάλογα το πώς κρίνει και συμφέρει τους από πάνω. Όχι ότι πριν ήταν πολύ διαφορετικά. Η ουσιαστική αλλαγή έγκειται στο πως εμείς αντιμετωπίζουμε, η μάλλον πόσο εύκολα αποδεχόμαστε το ανοιγόκλειμα αυτής της στρόφιγγας…

Το κλειδί της συμμόρφωσης στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο φόβος του μπαμπούλα-θάνατου, όπως στην εποχή των μνημονίων ήταν ο μπαμπούλας της χρεοκοπίας. Σε εκπαιδεύουν να ζεις με εκπτώσεις, να λες πάλι καλά, να παραλύεις με την ιδέα του χειρότερου. Κι αν αυτό κάποια στιγμή δεν είναι αρκετό, θα βρουν κάτι άλλο, επίσης φοβιστικό. Πάντα έχουν κρυμμένους άσσους στο μανίκι τους, πάντα κερδίζουν οι χαρτοκλέφτες, τι σόι επαγγελματίες είναι θαρρείς…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!