Καθιερωμένος στην παγκόσμια αγορά ως αβάν-γκαρντ σκηνοθέτης, ο 45χρονος Γιώργος Λάνθιμος απογείωσε το σενάριο της Ντέμπορα Ντέιβις, για τις ερωτικές ίντριγκες στην αγγλική αυλή, επί ηγεμονίας (1702-1707) της βασίλισσας Άννας, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία του, με δέκα αυτή τη φορά οσκαρικές υποψηφιότητες για τη νέα αγγλόφωνη ταινία του Η Ευνοούμενη (Αργυρός Λέοντας Βενετίας, Χρυσή Σφαίρα Ερμηνείας).
Όταν η πρωτοποριακή ελληνόφωνη και εγχώριας παραγωγής ταινία Κυνόδοντας (2009) κρίθηκε υποψήφια για Όσκαρ, απετέλεσε εθνική υπόθεση, ως ελληνική ταινία, ενώ στην Ευνοούμενη, το μοναδικό ελληνικό στοιχείο είναι ο ταλαντούχος σκηνοθέτης. Μακριά από τον στενό συνεργάτη του σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου και τους απροσάρμοστους χαρακτήρες τού ελληνικού γουίρντ, ο Λάνθιμος αντιμετωπίζει το παρασκήνιο της εξουσίας με το διαβρωτικό πρίσμα του, συνδυάζοντας σαδομαζοχισμό και ιλαροτραγωδία μπονιουελικής καυστικότητας, εμπλουτισμένα με αλμοδοβαρικό φετιχισμό και κυνικό σαρκασμό αλά Ταραντίνο, τη διαστρεβλωτική σκηνοθετική οπτική του Κιούμπρικ, τη ματαιόδοξη σαιξπηρική γελοιοποίηση της αριστοκρατίας αλά Γκρίναγουέι και τις σουρεαλιστικές αντικομφορμιστικές εκφάνσεις του Γκίλιαμ, που πράγματι υπονόμευε την αγγλική μοναρχία.
Ένα ιστορικό δράμα εποχής, με πρωταγωνιστές υπαρκτούς Άγγλους ηγεμόνες, στα χέρια του εμπνευσμένου Λάνθιμου μεταπλάθεται σε μαύρη κωμωδία, εκτός ιστορικού πλαισίου, που αντιστρέφει τον μελλοντολογικό Αστακό (2015) σε μια νέα παραλλαγή κλειστοφοβικού αρχοντικού, στο φεουδαρχικό παρελθόν. Η Ευνοούμενη, όπως και ο Αστακός, εστιάζουν σε ένα χαμένο έρωτα.
Μια δευτεροκλασσάτη βασίλισσα γίνεται διάσημη, όταν βιογραφικές σκανδαλιστικές λεπτομέρειες αξιοποιούνται σε μια αλά Κιούμπρικ σκηνοθεσία, όπου το παράλογο της εξουσίας προσεγγίζεται μέσα από ανισορροπία, ανία και παρακμή.
Βασικό σεναριακό συστατικό η ανάδειξη των ανταγωνιστικών σχέσεων στη διεκδίκηση εξουσίας. Οι τρεις γυναικείοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, με τρεις εξαιρετικές ερμηνείες, συνοδεύεται από ψυχολογική και σωματική βία, παραγκωνίζοντας κάθε σύγχρονη «φεμινιστική» διάσταση. Το κυνήγι της εξουσίας παραμένει «αντρική υπόθεση» που μεταμορφώνει τις γυναίκες σε σκληρές αριβίστριες, όπως στα σύγχρονα ερωτικά θρίλερ, σε εργασιακό περιβάλλον γυναικών, θυμίζοντας και τη Μπέτι Ντέιβις στο Όλα για την Εύα (1950) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς. Βρισιές και σκαμπίλια, φτυσίματα και εμετοί, υστερικά κλάματα και κλωτσιές στα πισινά κοσμούν τη γκροτέσκο λανθιμική αποτίμηση της ίντριγκας, στη βασιλική αυλή.
Κυνική εξουσιάστρια η Λαίδη Μάρλμπορο ή Σάρα (Ράχελ Γουάιζ) ταπεινώνει προσβάλλοντας την μεγαλύτερη και ανασφαλή βασίλισσα Άννα (Ολίβια Κόλμαν), που κουτσαίνει από αρθριτικά, ενώ υποφέρει ψυχικά για τα δεκαεπτά νεκρά μωρά της. Αδυνατώντας να διοικήσει, αφήνει τον έλεγχο στην Σάρα. Ηγεμονία και υποταγή εξισορροπούνται αρμονικά σε μια συνεταιριστική και ερωτική σχέση, που διαταράσσεται από τον ερχομό της ξεπεσμένης αριστοκράτισσας Άμπιγκέιλ (Έμμα Στόουν), μορφωμένης ξαδέλφης τής Σάρα, που ζητά δουλειά ως υπηρέτρια, αλλά μετατρέπεται σε αδίστακτη χειρίστρια, αποφασισμένη να αναρριχηθεί με κάθε τρόπο.
Η απαιτητική ανάγκη της βασίλισσας για εντριβές στα πονεμένα της πόδια αποκτά κυριαρχική διάσταση, θυμίζοντας το τελετουργικό μασάζ στην κινέζικη ταινία Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια (1991) του Ζαν Γιμού, ενώ οι χειρισμοί παραπέμπουν και στο ψυχολογικό δράμα Ο Υπηρέτης (1963) του Τζόζεφ Λόουζι.
Διαστρέβλωση και διαστροφή εκφράζονται μέσα από την κινηματογράφηση με ευρυγώνιο, δημιουργώντας κοίλες και κυρτές κούρμπες σε ένα περίκλειστο σύμπαν που παραμορφώνει την εικόνα της πραγματικότητας, ενώ αποτελεί σήμα κατατεθέν της πρωτοποριακής κινηματογράφησης του Κιούμπρικ στο Κουρδιστό Πορτοκάλι (1971) και στο Μπάρι Λύντον (1975).
Σκηνογραφία, εκκεντρική ενδυματολογία έντονου κοντράστ λευκού-μαύρου στα κουστούμια, υποτονικοί φωτισμοί με κεριά και ανάδειξη εσωτερικών αρχιτεκτονικών στοιχείων παραπέμπουν στη μπαρόκ προσέγγιση του Γκρίναγουέι, με επιρροές από τον ζωγράφο Γιοχάνες Βερμέερ. Αντίστοιχα, ο Κιούμπρικ έχει εμπνευστεί από τον ζωγράφο Ουίλιαμ Χόγκαρθ, επηρεάζοντας και τον Λάνθιμο, παρότι στην Ευνοούμενη, η τοποθέτηση των αριστοκρατών στο βάθος του κάδρου, αποτελεί επιρροή του μεταγενέστερου Φρανθίσκο Γκόγια. Παρακάμπτοντας τη θεμελιώδη έννοια της ματαιότητας του μπαρόκ, ο Λάνθιμος ερμηνεύει μια παλιότερη εποχή με σύγχρονο σαρκασμό.
Επιρροής Γκρίναγουέι αποτελούν τα σταθερά και μετωπικά πλάνα, που προβάλλονται διαδοχικά, απεικονίζοντας δυο αντικριστά διαφορετικές όψεις, όπως η στριμωγμένη στην άμαξα Άμπιγκέιλ με τους άξεστους που την ορέγονται απέναντί της, καθώς και στο βραδινό χορό οι πουδραρισμένοι αριστοκράτες με τις φανταχτερές περούκες και η βασίλισσα στην τροχήλατη καρέκλα αντίκρυ τους.
Η σαρκαστική χρήση επιβραδυμένης κίνησης στις σκηνές ψυχαγωγίας της αυλής υπογραμμίζει την αριστοκρατική ασυδοσία, όπως στους αγώνες ταχύτητας με τις πάπιες. Σε αργή κίνηση παρουσιάζεται η σαδομαζοχιστική τελετουργία του ντυσίματος της βασίλισσας με ολόσωμους δερμάτινους κορσέδες, ενώ οι τιμωρητικές βουρδουλιές στην Άμπιγκέιλ απηχούν μπονιουελικό φετιχισμό, από την Ωραία της Ημέρας (1967).
Η επιτηδευμένη κινησιολογία στο χορό αποτελεί κατάλοιπο της λανθιμικής γουίρντ αισθητικής, όπως και η ετεροχρονισμένη χορευτική ντίσκο φιγούρα του βαρώνου θυμίζοντας το Πυρετός το Σαββατόβραδο (1977) του Τζόν Μπάνταμ. Τα επιθετικά σπρωξίματα στο ερωτικό παιχνίδι απηχούν την κινησιολογία ερωτικής αντιπαλότητας στον Κασσαβέτη, που ο Λάνθιμος είχε διερευνήσει απ’ την Κινέττα (2005).
Οι δηλητηριάσεις σαιξπηρικού απόηχου στη βασιλική αυλή, με επιρροές από τις ταινίες Αόρατη Κλωστή (2017) του Πολ Τόμας Άντερσον και Αποπλάνηση (2017) της Σοφία Κόπολα, αναδεικνύουν εξίσου ψυχολογική διάσταση των σχέσεων εξάρτησης, ενώ συνοδεύονται από τις πρωτοποριακές συνθέσεις «Songs For M8» για κουαρτέτο εγχόρδων της πειραματικής συνθέτριας Άννα Μέρεντιθ.
Τα ατονικά αυτά ακούσματα αντηχούν τις πρωτοποριακές συνθέσεις του Γκιέργκι Λιγκέτι που είχαν χρησιμοποιήσει τόσο ο Κιούμπρικ στο 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (1968), όσο και ο Λάνθιμος στο Θάνατο του Ιερού Ελαφιού (2017). Στην Ευνοούμενη η αίσθηση κινδύνου και έντονου πόνου αποτυπώνεται με το πειραματικό «Didascalies» για έγχορδο και πιάνο, του Γάλλου Λούκ Φεραρί.
Στις σκηνές με τα λαγουδάκια ολόγυρα, σύμβολο γονιμότητας και ερωτισμού, ακούγεται το δεύτερο μέρος «Les Bergers» από το «La nativité Du Seigneur», του Γάλλου συνθέτη και οργανίστα Ολιβιέ Μεσιάν, εντείνοντας τη νοσηρότητα. Απ’ το ίδιο έργο ακούγεται και το έβδομο μέρος, σε σκηνές τραγικής έκβασης. Αντίστοιχα, το μακάβριο ηχόχρωμα του εκκλησιαστικού οργάνου εντοπίζεται στο «Φαντασία και Φούγκα σε Σολ ελάσσονα» του Μπαχ, υπογραμμίζοντας με σαρκασμό δραματικές σκηνές.
Μουσικό μοτίβο της αριστοκρατικής μεγαλοπρέπειας αποτελεί η δραματική εισαγωγή του πρώτου μέρους του κονσέρτου γκρόσο σε λα ελάσονα «Viola d’ amore» του Βιβάλντι, ενώ στα μουσικά αποσπάσματα που σηματοδοτούν την εποχή περιλαμβάνονται σουίτες και κονσέρτα μπαρόκ συνθετών (Πέρσελ και Χαίντελ).
Το δεύτερο μέρος απ’ το κουιντέτο για πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα του ρομαντικού Γερμανού Ρόμπερτ Σούμαν αποτελεί μοτίβο της προδοσίας, υποστηρίζοντας τις διαρρηγμένες σχέσεις αγάπης-μίσους, ενώ αντανακλά το δεύτερο μέρος απ’ το πιανιστικό τρίο του Σούμπερτ σε επίσης Μι ύφεση, που είχε χρησιμοποιηθεί στο Μπάρι Λίντον. Η επιλογή του «Skyline Pigeon» του Έλτον Τζον στους τίτλους τέλους σφραγίζει με αίσθηση κλαυσίγελου τον πομπώδη σαρκασμό για την πίκρα ενός χαμένου έρωτα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Στο Άστορ διεξάγεται το φεστιβάλ μουσικών ντοκιμαντέρ «in-edit» (6-10/2/2019). Ενδεικτικές προτάσεις: Ethiopiques: Revolt of the Soul, Blue Note Records: Beyond the notes, Εγώ και ο Ίσκιος μου για τον Νίκο Παπάζογλου.