Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση, μέσα από υπουργούς και εκπροσώπους της (όπως ο Παύλος Πολάκης, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος κ.ά.), ασκεί μια επίκριση προς τη Δικαιοσύνη, υπονοώντας ουσιαστικά ότι κρίσεις της περί της συνταγματικότητας νόμων και γενικότερα δικανικές κρίσεις της λειτουργούν παρακωλύοντας το κυβερνητικό έργο και υποβοηθώντας τελικά την αντιπολίτευση ή βλάπτοντας την κοινωνία. Η παρέμβαση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά των απόψεων αυτών στελεχών της κυβέρνησης και η ανταπάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης σε αυτήν την παρέμβαση, δείχνουν εμφατικά μια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των φορέων της δικαστικής εξουσίας και της κυβέρνησης.

Προφανώς, το θέμα δεν μπορεί να είναι το αυτονόητο κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος ότι τα δικαστήρια ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων. Τα τελευταία χρόνια, τα Ανώτατα Δικαστήρια σε γενικές γραμμές ήταν φειδωλά με τις κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας, βασικά συνέκλιναν με τις μνημονιακές  πολιτικές των διαφόρων κυβερνήσεων από το 2010 ώς σήμερα, ξεκινώντας από την κρίση του ΣτΕ για την συνταγματικότητα του πρώτου μνημονίου (απόφαση 668/2012 της Ολομέλειας) ή υποστηρίζοντας την συνταγματικότητα των νόμων για το ΤΑΙΠΕΔ και την εκποίηση δημόσιας περιουσίας κ.λπ. Υπήρξαν και κάποιες εξαιρέσεις, όπου τα Ανώτατα Δικαστήρια έθεσαν κάποια όρια στη μνημονιακή πολιτική (λ.χ. απόφαση για τη μη ιδιωτικοποίηση ΕΥΔΑΠ το 2014), χωρίς πάντοτε οι σχετικές αποφάσεις να γίνονται σεβαστές. Τα κατώτερα δικαστήρια συχνά υπήρξαν κριτικότερα προς τα μνημονιακά μέτρα αυτά, αλλά οι αποφάσεις τους συνήθως ανατράπηκαν μετά από ένδικα μέσα του Δημοσίου.

Η ένταση ξεκινά από ζητήματα που άπτονται μεν των μνημονιακών πολιτικών  (π.χ. το ζήτημα των συμβασιούχων στους ΟΤΑ, το ζήτημα των παραγραφών χρεών, το ζήτημα των δεδουλευμένων, μετά την τελευταία απόφαση του Αρείου Πάγου), αλλά με τρόπο που γεννά ρωγμές μέσα στο επίσημο πολιτικό σύστημα, καθώς η μνημονιακή πολιτική ενέχει διαφορετικές δυνατότητες εφαρμογής. Ή που δεν άπτονται της μνημονιακής πολιτικής αλλά π.χ. της σχέσης επιχειρηματιών και εκτελεστικής εξουσίας, όπως το θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Διαμορφώνεται, δηλαδή, ένα πεδίο, όπου ο δικαστικός μηχανισμός διασπάται και γίνεται πεδίο σύγκρουσης μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κυρίαρχου (μνημονιακού) πολιτικού συστήματος. Αν η κυβέρνηση επιθυμεί μια διαχείριση της ανεργίας που δεν την ευνοούν οι δικαστικές αποφάσεις, τότε έχει την ευχέρεια να αποσυμπιέσει την κοινωνική πίεση, «δείχνοντας» τη Δικαιοσύνη ως φταίχτη. Αν η συστημική αντιπολίτευση βλάπτεται από μια νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. η παλιότερη διανομή των αδειών, αγκαλιάζει τη Δικαιοσύνη, όταν αναιρεί αυτήν τη ρύθμιση, ως «πυλώνα» του κράτους δικαίου. Και το αντίστροφο, βέβαια.

Όπως γίνεται κατανοητό, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι κάποια υποστήριξη της «ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης» από τη Νέα Δημοκρατία, παρά το ότι ακρότητες της κυβέρνησης, όπως στην περίπτωση της κ. Θάνου, ευνοούν μια τέτοια πολιτική ρητορική. Είναι η αναφορά στους δικαστικούς μηχανισμούς από τα κυρίαρχα κόμματα ως «φέουδο» ή ως «πολιτικό επιχείρημα», την στιγμή όπου η ηγεσία αυτών των μηχανισμών καθόλου δεν αμφισβητεί τις βασικές παραδοχές του μνημονιακού συστήματος διακυβέρνησης και υποτέλειας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!