της Νάντιας Βαλαβάνη
Ο Βασίλης Τσιράκης, συγγραφέας σειράς σημαντικών ιστορικών μυθιστορημάτων για την Ελλάδα των νεότερων χρόνων με επίκεντρο –αλλά όχι μόνο– την ιδιαίτερη πατρίδα του από τα φοιτητικά του χρόνια, τη Θεσσαλονίκη, ισχυρίζεται ότι το πρόσφατο βιβλίο του δεν είναι ιστορικό. Κάνει λάθος. Αυτό που επιχειρεί με την «Ξερολιθιά» είναι ένα είδος ερμηνείας με λογοτεχνικά μέσα του πως φθάσαμε ως εδώ – κρίση του 2009, εξαθλίωση της δεκαετίας των μνημονίων και προσφυγική κρίση παρά την ενδιάμεση μεγάλη ελπίδα, η πανδημία ως ευκαιρία κατάλυσης υπολειπόμενων βασικών αστικών ελευθεριών, εργατικών και δημοκρατικών: Φαινόμενα και καταστάσεις μεταγενέστερα της υπόθεσης του μυθιστορήματος, που ωστόσο επικρέμονται πάνω απ’ τις εξελίξεις του σαν φάντασμα πάνω από την Ελλάδα… Όχι τυχαία στο επίκεντρο της εξιστόρησης βρίσκονται η άνοδος και η πτώση, μαζί με τους ήρωες του, των δύο από τους τέσσερις «πυλώνες» του ελληνικού καπιταλισμού: των δημοσίων έργων και της διαφήμισης.
ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ κάνει αυτό, εστιάζει ως είδος ανάποδης «αφετηρίας» στη ζωή των ηρώων του –απ’ την οποία επιστρέφει στο παρελθόν τους με φλασμπάκ– σε μια εμβληματική όσο και περιβόητη ιστορική στιγμή του καπιταλισμού στην Ελλάδα: Το 2004 και τους Ολυμπιακούς αγώνες. Ή, μάλλον, το φθινόπωρο του 2004: Όταν έγινε πλέον επώδυνα φανερό ότι ο μόνος «μεσαίος» που θα γινόταν αστική τάξη απ’ τους Ολυμπιακούς ήταν αυτός στον οποίο κατέφυγαν οι τουρίστες για τα σουβλάκια τους, έχοντας έκτοτε προσαρτήσει κάθε κενό μαγαζί στο Μοναστηράκι. Κι ότι τα mega bucks για όσους οφελήθηκαν είχαν τελειώσει με την «ολοκλήρωση» των Ολυμπιακών έργων και τα επόμενα mega bucks θα ερχόταν μετά από μια δεκαετία για τον Λάτση, όταν του πρόσφεραν αντί πινακίου φακής το πιο εμβληματικό αυθαίρετο της Ευρώπης, το 41.000 τμ Διεθνές Κέντρο Τύπου 2004/Golden Hall, και το «Ελληνικό», με την πιο συγκεντρωμένη ομάδα Ολυμπιακών έργων: Κέντρο Ιστιοπλοϊας του Αγίου Κοσμά, Αίθουσα Ξιφασκίας, Κέντρα Καλαθοσφαίρισης, Μπέιζμπολ και Κανό-Καγιάκ Σλάλομ, Στάδιο Σόφτμπολ, Γήπεδο Χόκει – για να τα γκρεμίσει. Στο μεταξύ, τα δισεκατομμύρια που κόστισαν οι Ολυμπιακοί ήταν πλέον μέρος του μη βιώσιμου διεθνούς χρέους της χώρας, με ευρωπαίους δανειστές και ΔΝΤ να πατούν τη σκανδάλη την άνοιξη του 2010 προκειμένου να σώσουν γαλλικές και γερμανικές τράπεζες.
Στην «Ξερολιθιά» ο Β.Τ. ακολουθεί μια όχι σπάνια φόρμα, το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα: Ένας από τους ήρωες του, ο διωγμένος μετά το τέλος του Ολυμπιακού «παραμυθιού» από μεγάλη διαφημιστική εταιρεία Άγγελος, όταν ξεπερνάει το σοκ της απόλυσης του γίνεται συγγραφέας. Ως εκπεσσών άγγελος βρίσκει στο γράψιμο ενός μυθιστορήματος, πάνω σε τμήματα του οποίου «σκοντάφτουμε» κάθε τόσο, την καθυστερημένη σωτηρία και τον προορισμό της ζωής του. Από κει και πέρα ωστόσο ο Βασίλης «παίζει» συνέχεια με τη δυνατότητα που του δίνει η φόρμα να «θολώνει» τα όρια μεταξύ «ζωής» (στο μυθιστόρημα του) και «φαντασίας» (στο «μυθιστόρημα» του Άγγελου).
H ξερολιθιά μας διδάσκει πως στη ζωή για να ενώσουμε τα σπασμένα κομμάτια μας, αλλά και τα κομμάτια του κατακερματισμένου κόσμου, δεν έχουμε ανάγκη το περιττό και το ανούσιο. Αρκεί η μια πέτρα δίπλα στην άλλη
ΕΤΣΙ ΒΑΘΙΑ μες στην «Ξερολιθιά» η εντύπωση που έχουμε σχηματίσει για τους ήρωες της είναι ότι πρόκειται για δυο πρώην ζευγάρια που μετατρέπονται σε τέσσερις loosers με αλληλοσυμπλεκόμενες ζωές – σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, που στον κολοφώνα της «επιτυχίας» τους τους «ξέρασε» γιατί πια δεν τους χρειαζόταν: O (μεγαλο)διαφημιστής Άγγελος και η Ηρώ, πρ. πετυχημένη τραγουδίστρια, πτυχιούχος γαλλικής φιλολογίας που καταλήγει τραγουδίστρια-λαντζέρα-καθαρίστρια για ένα μεροκάματο τη βδομάδα, ο εργοταξιάρχης (μετρό και ολυμπιακών) Παύλος και η πρ. Γιουγκοσλάβα σύζυγος του Σόνια. Οικονομολόγος και «αντιφρονούσα» κόρη στελέχους του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, εγκαταλείπει τον άνετο γάμο της στην Ελλάδα με επιδίωξη την «καριέρα», για να περάσει απ’ όλα τα δυνατά επαγγέλματα, συμπεριλαμβανομένων της λαντζέρας, γραφείου ταξιδίων και πλατφόρμας τηλεπωλήσεων, μέχρι να καταλήξει «ιδιοκτήτρια» εργατικού μαγειριού. Από κάποιο σημείο ωστόσο συνειδητοποιούμε ότι οι ήρωες της «Ξερολιθιάς» είναι μόνο τρεις: Ο Παύλος είναι ο κεντρικός ήρωας του «μυθιστορήματος» του Άγγελου, τον οποίο ωστόσο ο εκπεσσών συγγραφέας περιστοιχίζει με κομμάτια απ’ τη δική του «πραγματικότητα», εντάσσοντας στο «μυθιστόρημα» του την ιστορία της Σόνιας, που στο μαγέρικο της συναντιέται με τον Συγκολλητή και τον Οικοδόμο, και την ιστορία μιας κλασικής εργατικής απεργίας, με την οποία συνδέεται χάρη στον Συγκολλητή.
Στοιχείο που εσκεμμένα διαπερνά τα όρια ανάμεσα στις επάλληλες «πραγματικότητες» του «μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα», παραμένει το δεκατετράχρονο προσφυγόπουλο (μάλλον) από το Ιράκ και τον πόλεμο του 2003, που πάντα βουβό –μιλά μόνο με γκριμάτσες και τη γλώσσα του σώματος– κάνει σύντομα περάσματα απ’ τη ζωή και των τεσσάρων ηρώων στην «Ξερολιθιά». Η εμφάνιση του λειτουργεί ως είδος «από μηχανής θεού», που δεν προσφέρει λύτρωση, γιατί τέτοια δεν υπάρχει, αλλά δρα ως καταλύτης, επιταχύνοντας αποφάσεις και εξελίξεις. Όπως ακριβώς έδρασε η μεγάλη προσφυγική κρίση στη ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων.
ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ κεφάλαιο ο Βασίλης Τσ. με τα λόγια του Άγγελου –του ήρωα του με τα περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς κι οι «δυο» γεννήθηκαν το 1961, έγραφαν σενάρια για μικρομικάδικες ταινίες, δουλεύουν για τον επιούσιο στην ιδιωτική εκπαίδευση και κατάληξαν συγγραφείς– εξηγεί την έννοια του τίτλου του βιβλίου: «Αν ο Παύλος περνώντας από συμπληγάδες βρήκε τον εαυτό του στην τέχνη, αν η Σόνια σου έδειξε πως ο αληθινός έρωτας μας θέλει ολόκληρους και ο Συγκολλητής πως η ζωή δεν έχει νόημα αν δεν αγωνίζεσαι, τα λόγια του Οικοδόμου… αντήχησαν στ’ αυτιά σου σαν ένας επίλογος ταιριαστός στην ιστορία σου: H ξερολιθιά, έλεγε, μας διδάσκει πως στη ζωή για να ενώσουμε τα σπασμένα κομμάτια μας, αλλά και τα κομμάτια του κατακερματισμένου κόσμου, δεν έχουμε ανάγκη το περιττό και το ανούσιο. Αρκεί η μια πέτρα δίπλα στην άλλη.»