Χτες διάβασα την «απολογία του Πέτρου» κι έκλαιγα τρεις μέρες. Πολύ συγκινητική.

Ένα παιδί από την επαρχία που τα καταφέρνει να μπει στα σαλόνια και στο τέλος χρεοκοπεί, εγκαταλείπεται από φίλους που έχει ευεργετήσει, προδίδεται από συνεργάτες που καλοπλήρωνε και αναγκάζεται με την καλή του σύζυγο που του στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια, να ξαναγυρίσει στο χωριό του πιο φτωχός απ’ ότι ξεκίνησε, αλλά με το κεφάλι ψηλά και ελπίζοντας (ή απειλώντας) ό,τι θα επιστρέψει. Την επιστροφή στο χωριό, την πρόσθεσα εγώ για να είναι πιο ευτυχές το τέλος της υπόθεσης από την περιγραφή των δανειστών να μπουκάρουν στο γραφείο του και να παίρνουν ακόμα και τα τασάκια και τις κουρτίνες, όπως υπονοεί ο ίδιος ο χρεοκοπημένος στην «απολογία» του!
Τέλος εποχής, θα έλεγε ένας παραδοσιακός συντάκτης των κοινωνικών σελίδων.
Πράγματι, τέλος εποχής, και μαζί με τα χλωρά καίγονται και μερικά ξερά, από τα κάτω κλαδιά. Δεν θα καεί ο Βαρδινογιάννης ή ο Λάτσης. Οι καλοθρεμμένοι λούτσοι όμως, που ονειρεύονταν να γίνουν Λάτσηδες, είναι αναλώσιμοι και αντικαταστατοί.
Σαν ύβρη θα τους θυμάται κανείς. Αυτάρεσκοι κοσμικοί του ευρώ που αποπλάνησαν διανοητικά τα αγοράκια και κοριτσάκια που θέλανε να ξεφύγουν από τη μικροαστική μιζέρια για να ανέβουν στη μεσοαστική μιζέρια, με λίγο πασπάλισμα από σκόνη πλουτοκρατίας. Ακολουθούμενα από μαμάδες και μπαμπάδες, εξαρτημένους καταναλωτές, που γλυκάθηκαν από το παραμύθι.
Ο εκφυλισμός των συναισθημάτων, η εκποίηση των σωμάτων και η εμπορευματοποίηση των πάντων συσκευάστηκε σαν απελευθέρωση από τα κοινωνικά δεσμά και το ταξικό κόμπλεξ κατωτερότητας. «Ομορφάντρες» και «ομορφογυναίκες» ανέλαβαν, επ’ ανταλλάγματι, τη μετάλλαξη.
Ποιος είναι πιο πλούσιος, ποια έχει κάνει τις περισσότερες πλαστικές, ποιες είναι οι τιμές για βίζιτες πολυτελείας, πόσες πισίνες έχει μια βίλα στην Εκάλη, σε ποιο «ιν» ρεστοράν τρως φασόλια τηγανητά με σος από σάλιο ουρακοτάγκου, ποιοι παραβρέθηκαν στο γάμο γνωστής τραγουδίστριας με μπασκετμπολίστα… Τα κουτσομπολιά έγιναν καθεστώς.
Ένας καινούριος «πολιτισμός», με «άλλες αξίες», σαν αρρώστια, απλωνόταν μέσα από περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές, ραδιοφωνικούς σταθμούς, «σοφιστικέ» μαγαζιά, μπαρ, μπουτίκ, γάμους και πασαρέλες. Κάθε μπάρμαν με σκουλαρίκι, κάθε μπράβος με κοτσίδα, κάθε στάρλετ που συμμετέχει (ή θα ήθελε να συμμετέχει) σε διαγωνισμούς ομορφιάς, κάθε γκόλντεν μπόι με ακριβά πούρα και κάθε μόδιστρος της Μυκόνου, καθιερωνόταν σαν πρότυπο και ήρωας μιας αθώας και εύπιστης νεολαίας που είχε διαθέσιμο χαρτζιλίκι. Ατζέντηδες, διαφημιστές, έμποροι αυτοκινήτων, σκαφών και κόκας, ψάρευαν πελατεία σε ένα περιβάλλον που οι ίδιοι διαμόρφωναν. Πολίτες καταναλωτές, με «πασαδόρους» που κάνουν τη λάντζα και ανταμείβονται αναλόγως· μέχρι και συνεταιράκια έγιναν μερικοί σε εταιρίες με ημερομηνία λήξης. Για πελάτες χαμηλών απαιτήσεων, χωρίς άποψη, καταναλωτές. Πελάτες που στηρίζουν με τις αντιλήψεις, τα εισοδήματα και την ψήφο τους τον συρφετό των πολιτικών που προβάλλουν επιλεκτικά τα ελεγχόμενα ΜΜΕ. Πολιτικών που λαδώνονται, εξαργυρώνουν ψήφους με ρουσφέτια, ψηφίζουν πάντα «ναι» και –άμα λάχει- παραδίδουν τη χώρα αμαχητί στους τοκογλύφους.
Αυτοί όλοι, μαζί με κάποιους λεγόμενους σοβαρούς δημοσιογράφους των καναλιών Mega, ANT1, Star, Sky κ.ά. και των εφημερίδων Καθημερινή, Νέα, Βήμα, Έθνος κ.λπ., παροτρύνανε τους θεατές/αναγνώστες τους να γίνουν πλούσιοι γρήγορα και άκοπα βάζοντας τις οικονομίες τους στο Χρηματιστήριο, σπρώχνοντάς τους σαν πρόβατα στο σφαγείο. Αυτό το κύκλωμα έντυσε με τα πιο φανταχτερά χρώματα την κούφια δόξα των Ολυμπιακών Αγώνων για να τρέξουν οι μίζες και τα φουσκωμένα τιμολόγια των μεγάλων εργολάβων. Πορνοστάρ, φοροφυγάδες, λαθρέμποροι και αγράμματοι σταρ έγιναν πρώτη μούρη στις τηλεοπτικές εκπομπές που βλέπει ο λαουτζίκος. Καναλάρχες, παρουσιαστές, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες ανέδειξαν και προώθησαν την Τζούλια σαν «αποκάλυψη» στα σαλόνια των νοικοκυραίων. Υπόδειγμα για τα παιδιά των ξεπεσμένων μικροαστών. Φανταχτερές και τολμηρές μοντέλες για τα κρεβάτια των ξελιγωμένων νεόπλουτων. Brand names, Mall, μέντιουμ και ροζ τηλέφωνα σε όλα τα lifestyle περιοδικά… Κάποιοι μάζευαν χρήμα και ζούσαν βασιλικά πουλώντας «λάμψη» και συγκαλύπτοντας την πραγματικότητα.
Ένας ψεύτικος κόσμος που λανσαρίστηκε από καναλάρχες, εκδότες, σπόνσορες, διαφημιστές και τηλεπερσόνες σαν αληθινός. Μία κοινωνία που ήταν απαραίτητο να μπει σε καθεστώς εξάρτησης για να εφαρμόζονται χωρίς αντίσταση, χωρίς καν συνειδητοποίηση, οι πολιτικές χρεοκοπίας και καταλήστευσης της χώρας.
Καθώς οδηγούσαν το πλοίο στα βράχια, έπρεπε οι επιβάτες να είναι απασχολημένοι, να είναι αλλού, χαρούμενοι και άνετοι, ανυποψίαστοι. Κανένας τους δεν θα ανησυχούσε, που για τα στοιχειώδη, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, διακοπές ή ένα καλό παλτό, έπρεπε να πάρει δάνειο, γιατί αυτά που κέρδιζε έχαναν συνεχώς την αξία τους. Ότι οι πολιτικοί ξεπουλούσαν την κοινή περιουσία κομμάτι-κομμάτι. Κι ότι η χώρα είχε ήδη μπει στην εντατική χωρίς να το διανοείται ο καθησυχασμένος πολίτης.
Το lifestyle νάρκωσε και έντυσε με ένα πελώριο λαμπερό ψέμα τον κόσμο της εργασίας. Και τώρα, που καταρρέουν οι εύποροι μικροαστοί, συμπαρασύρουν και τα πρότυπα της κουλτούρας τους. Κρίμα που τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα, που προβάλλουν όλους τους γάμους των πετυχημένων, δεν προβάλλουν τώρα και τις κηδείες τους.

Γκλαμουρίζων,
Γκαούρ

Υ.Γ. Μα ο Σημίτης, ο Παπανδρέου και ο Καραμανλής, π.χ., δεν πλούτισαν, λένε κάποιοι αδιόρθωτοι. Πολύ πιθανό. Αλλά κάνανε τον γκρουπιέρη στο καζίνο. Μοιράζανε τα πόστα και τις μάρκες κι έριχναν τα σημαδεμένα ζάρια. Οι δικοί τους φίλοι και κολλητοί ευνοήθηκαν και μπήκαν στα κόλπα. Κι ακόμα, ευθύνονται για όσους κάτω από τη μύτη τους έφτιαχναν κλίκες και τρυγούσαν το δημόσιο αμπέλι, υπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι. Πίσω από κάθε νεόπλουτο υπάρχει κι ένας «φίλος» υψηλά ιστάμενος. Τους ξέρουν όλοι.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!