Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
Ο Κωστής Παπακόγκος ζει από το 1967 στη Σουηδία. Συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, αγωνιστής με βαρύνουσα παράδοση οικογενειακής προσφοράς αίματος στα μέτωπα του αντιφασισμού, της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Με 30 βιβλία στο ενεργητικό του, συνεχίζει απτόητος, με τον ίδιο ενθουσιασμό και πίστη στα 85 του χρόνια, τους καλούς αγώνες στο πεδίο της πολιτικής και του πολιτισμού. Ό,τι ακολουθεί είναι μέρος της συζήτησης που κάναμε μαζί του μέσα από το ραδιόφωνο, το Σάββατο 3 Οκτώβρη 2020.
Στέλιος Ελληνιάδης
–ΣΕ: Έχει δώσει πολλούς αγωνιστές και θύματα η οικογένειά σας στον αγώνα.
–ΚΠ: Ναι, δυστυχώς, και δεν ήταν η μοναδική οικογένεια∙ αυτό το πράγμα ήταν γενικότερο, ήταν μεγάλη πληγή, αυτή η πολιτική ακολουθήθηκε από τους δήθεν μεγάλους τότε για την Ελλάδα.
–ΣΕ: Εσείς, όμως, δεν εγκαταλείψατε ποτέ όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν και πάντοτε τους τιμάτε μέσα από τα έργα που έχετε κάνει. Περνούν και είναι ζωντανοί μέσα από τα γραπτά σας, μέσα από τα ιστορικά σας αφηγήματα, μέσα από τα πεζά κείμενα και μέσα από την ποίησή σας που είναι σπουδαία. Έχω μπροστά μου το τελευταίο σας βιβλίο, την τελευταία σας συλλογή «Στον Ίσκιο του Πουλιού» με πολύ καλά ποιήματα.
–Κώστας Κρεμμύδας: Να μας πεις, Κωστή, για την εμπειρία σου στην Αθήνα. Είσαι στο πατάρι του Λουμίδη, γνωρίζεσαι με τον Νίκο Καρούζο, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Στρατή Χαβιαρά, τον Ιάσονα Δεπούντη και άλλους τους οποίους αναφέρεις σε πολλά ποιήματα. Ο Άγγελος ο Δεληβοριάς μεσολαβεί και βρίσκεις δουλειά στους Βωξίτες, αν δεν κάνω λάθος. Για όλο αυτό το κλίμα της εποχής που σε βάζει μέσα στη λογοτεχνία και την τέχνη, να μας πεις δυο λόγια.
–ΚΠ: Πήγα στο γυμνάσιο στην Αθήνα. Μετά το θάνατο του παππού μου, η μητέρα μου είχε τέσσερα παιδιά, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα οικονομικά και έφυγα εγώ, πήγα στην Αθήνα και εργαζόμουνα και πήγαινα σε νυχτερινό σχολείο. Είχα τη χαρά και την ευτυχία να γνωρίσω πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της περιόδου εκείνης. Είχα πολύ στενή επαφή με τον Μάρκο Αυγέρη και με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη. Είχα στενή επαφή, και τον θεωρώ έναν από τους δασκάλους μου, με τον Κώστα Βάρναλη, ο οποίος με είχε επηρεάσει πάρα πολύ στα πρώτα ποιήματά μου, τα οποία έγραφα όταν ήμουνα στο γυμνάσιο και κυκλοφόρησαν όταν ήμουνα είκοσι χρόνων, το 1956. Έπειτα συνδέθηκα με τους νεότερους, όπως με τον Στάθη Πρωταίο, που ήταν και κουμπάρος μας γιατί ο πατέρας μου τον στεφάνωσε και ο Στάθης με έφερε σε επαφή με τον Καρούζο που εκείνη την εποχή μέναν μαζί. Ο Καρούζος είχε παντρευτεί τότε, είχε δυστυχώς ένα γάμο άτυχο που κράτησε μόνο δύο μήνες…
–ΚΚ: Με τη Μαρία Δαράκη, την αδερφή της Έφης.
–ΚΠ: Ναι και επειδή δεν είχε πού να μείνει ο Καρούζος γιατί ήταν μεταπολεμική η κατάσταση και ήμασταν πάμπτωχοι όλοι, πήγε και έμεινε για έξι μήνες περίπου με τον Στάθη Πρωταίο και τη γυναίκα του την Ελένη και το μικρό τους παιδί τον Δημήτρη.
–ΚΚ: Και σεις μεταφράσατε ποιήματα του Καρούζου στα σουηδικά και τον καλέσατε στη Σουηδία, ήταν το πρώτο ταξίδι…
–ΚΠ: Με τον Καρούζο συνδέθηκα πάρα πολύ και κάναμε πάρα πολύ παρέα…
–ΚΚ: Εσύ και η Ιρέν Λάρσον μεταφράσατε τα ποιήματά του, έτσι δεν είναι;
–ΚΠ: Ακριβώς, έκανα μία επιλογή των ποιημάτων του Νίκου Καρούζου, η οποία είναι και η πρώτη που κυκλοφόρησε, το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε στο εξωτερικό όσο ζούσε ο Νίκος. Μετά βγήκαν και στα αγγλικά και στα γαλλικά ποιήματά του. Λοιπόν, τα ποιήματα αυτά, την εκλογή αυτή που έκανα, έκανε όλες τις μεταφράσεις η Ιρέν Λάρσον. Με τη βοήθεια του Μπους Έτερλινγκ, ενός πολύ μεγάλου και σπουδαίου ποιητή, κάναν την τελική μετάφραση των ποιημάτων στην οποία βοήθησε και η Ρούσι Κίλμπλουμ, που μετέφρασε μόνο ένα μεγάλο ποίημα που λέγεται «Οι μεγάλες ταχύτητες». Το βιβλίο αυτό βγήκε το ’77 στη Σουηδία και με τον εκδότη καλέσαμε τότε τον Καρούζο∙ ήρθε εδώ πέρα και έμεινε μία βδομάδα ο Νίκος. Αυτή την βδομάδα ήμασταν συνέχεια μαζί. Εγώ είχα ένα αρχείο με πολλά γράμματα του Νίκου από τότε που ήμουνα στρατιώτης, 22-23 χρόνων. Αυτά τα μάζεψα όπως και άλλες μνήμες που είχα με τον Νίκο και έγραψα ορισμένα πράγματα για το έργο του, και μία εισαγωγή 20 σελίδων που μπήκε στο βιβλίο του που ονομάζονταν «Αιχμάλωτη Ελευθερία». Εκτός αυτού, έγραψα και κάνα-δυο άλλα μικρότερα δοκίμια που δημοσίευσα∙ όλα αυτά τα συμπερίλαβα και ολοκλήρωσα ένα βιβλίο πριν ακόμα ο Νίκος φύγει από τη ζωή. Το ονομάζω «Ο Καρούζος στη Στοκχόλμη». Αυτό το βιβλίο δεν έχει βγει ακόμα στην Ελλάδα, και δεν ξέρω πότε θα βγει τελικά.
–ΚΚ: Θα το βγάλουμε.
–ΚΠ: Μακάρι!
–ΚΚ: Καλά να ’μαστε… Άλλωστε ξέρεις ότι η αφορμή της δικιάς μας γνωριμίας στάθηκε ο Καρούζος. Στο αφιέρωμα που ετοιμάζαμε, το 2006-2007 νομίζω, αν θυμάμαι καλά, είχες συμμετάσχει και εσύ. Αυτή ήταν η αφορμή της δικής μας επαφής και έκτοτε και της έκδοσης των δικών σου των ποιημάτων. Πρώτα «Τα γκρεμόχορτα». Έτσι άρχισαν να βγαίνουν οι συλλογές σου στην Ελλάδα γιατί δεν είχες βγάλει μέχρι τότε κανένα βιβλίο στα ελληνικά, ποιητικό.
–ΚΠ: Είχαν βγει εδώ, αλλά δεν είχε βγει κανένα κάτω.
–ΣΕ: Πάντως, έχει πολύ ενδιαφέρον ότι εσείς πήγατε περίπου τριάντα ετών στη Σουηδία, μάθατε τα σουηδικά και μπορέσατε και μπήκατε στη λογοτεχνική ζωή της Σουηδίας, πλέον ως Σουηδός θα έλεγα, σχεδόν.
–ΚΠ: Ναι. Ήταν η εποχή που ασχολήθηκα πάρα πολύ με τη δημοσιογραφία γιατί δημοσιογραφούσα στις μεγάλες εφημερίδες, Dagens Nyheter και Aftonbladet, όλη την εφταετία της Χούντας . Ήμουνα ο μόνος που έγραφε άρθρα με το πραγματικό μου όνομα κι αυτό βοήθησε πολύ για να γνωριστώ και σαν ποιητής έπειτα. Οι Σουηδοί τα δέχτηκαν τα βιβλία με μεγάλη χαρά και γράψανε πάρα πολλές και καλές κριτικές. Για τον «Καπετάν Άρη» δεν ξέρω κι εγώ πόσες κριτικές έχουν γραφτεί, πρέπει να είναι πάνω από 70-80 κριτικές. Ένας τεράστιος αριθμός.
–ΣΕ: Μέσα απ’ αυτό το βιβλίο οι Σουηδοί μάθανε για την Εθνική μας Αντίσταση.
–ΚΠ: Ακριβώς. Ένας από τους λόγους που έγραψα τον «Καπετάν Άρη» ήταν αυτός, ότι εδώ πέρα δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα για τη ζωή, για την Αντίσταση στην Ελλάδα. Γιατί όλα τα ραπόρτα που ερχόντουσαν εδώ και δημοσιεύονταν στην Κατοχή, τα έλεγχαν οι Γερμανοί τότε. Η Σουηδία στάθηκε έξω από τον πόλεμο, φυσικά με συμπάθειες στη Γερμανία, μεγάλες, και δεν γράφονταν τίποτα το αρνητικό για τη Γερμανία. Αυτά άρχισαν μετά την κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ να γράφονται εδώ. Έγραφα, λοιπόν, άρθρα όλα τα εφτά χρόνια και συγχρόνως έγραφα και τα ποιήματα και τα βιβλία τα οποία δημοσίευα. Μέσα στην 7ετία δημοσιεύτηκαν εδώ «Τα κύματα της Ρόδου», το οποίο ήταν έργο που περιγράφω την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος πώς την έζησα στη Ρόδο. Έπειτα έβγαλα άλλα 4 βιβλία, λυρικά όλα αυτά με ποιήματα που σχετίζονται με την Ελλάδα και την Αντίσταση. Και όταν βγήκε ο «Άρης», τότε άρχισε να γίνεται γνωστή η Εθνική Αντίσταση, τι έγινε στην Ελλάδα, γιατί τότε γράφτηκαν πάρα πολλά άρθρα και έγιναν πολλές συζητήσεις δημόσιες στον Τύπο. Έφτασε τότε στο σημείο η Σουηδική Ακαδημία, να γράψει το πιο επιφανές μέλος της, ο Artur Lundkvist, ένα άρθρο στην εφημερίδα Dagens Nyheter και να πει ότι ήταν λάθος που δώσαμε το βραβείο Νόμπελ στον Winston Churchill αναφέροντας αυτά τα πράγματα που ανέφερα εγώ στον «Καπετάν Άρη» και στη στάση του απέναντι στους εθνικούς μας αγωνιστές.
–ΣΕ: Αγαπητέ Κωστή Παπακόγκο, είναι πολύ συγκινητικό το σημείο που αναφέρετε στο βιβλίο σας «Τουριστικός Οδηγός» για το περίφημο ποίημα «Ένας λαός αποκεφαλισμένος», που έχετε γράψει για τη δικτατορία, ότι το χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός τότε της Σουηδίας Ούλοφ Πάλμε σε μία μεγάλη συγκέντρωση πρωτομαγιάτικη όπου απήγγειλε ένα απόσπασμα απ’ αυτό το ποίημα.
–ΚΠ: Ναι, το 1968, την πρωτομαγιά, στη μεγάλη διαδήλωση που κάνουν οι σοσιαλδημοκράτες, επικεφαλής ήταν ο Ούλοφ Πάλμε, μαζί του είχε έρθει αντιπρόσωπος από τις αντιστασιακές οργανώσεις η Μελίνα Μερκούρη η οποία μίλησε κι αυτή. Όταν μίλησε ο Ούλοφ Πάλμε για την Ελλάδα πήρε ένα απόσπασμα και το ανέφερε, ήταν μάλιστα εκεί που έλεγε ότι «η Ελλάδα χτυπάει τις πόρτες σας, ανοίχτε!».
–ΣΕ: Είναι το ποίημα το οποίο απευθύνετε στους συντρόφους της Ανατολής και τους τζέντλεμεν της Δύσης, όπως λέτε στο ξεκίνημά του.
–ΚΚ: Ναι, ναι, ναι…
–ΣΕ: Αλλά πέστε μας και δυο λόγια πώς βρεθήκατε στη Σουηδία, πώς αφήσατε την Ελλάδα, με τόσα που έχετε δώσει, τόσες θυσίες σ’ αυτό τον τόπο; Συνεχίσατε τον αγώνα εκεί, βεβαίως, και τον συνεχίζετε μέχρι σήμερα, αλλά πώς ξεριζωθήκατε και φύγατε από δω;
–ΚΠ: Μετά τα κυνηγητά στην Πίνδο, μετά την παρανομία, άρχισε ένας άλλος διωγμός εναντίον των αριστερών παιδιών που οι πατεράδες τους λάβανε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Όπου κι αν πήγαινα να πιάσω δουλειά, κατάφτανε η αστυνομία και έλεγε ότι πήραν στη δουλειά το γιο του κατσαπλιά! Τι να έκανε ο καημένος ο επιχειρηματίας, μου έλεγε ιδού τι κάνεις, δεν μπορώ να σε κρατήσω, και με διώχνανε. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε πουθενά! Είχαμε αυτό που λεν επαγγελματική απαγόρευση. Λοιπόν, ένας από τους λόγους ήταν αυτός, που δεν ήμουν εγώ μόνο, υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που υπέφεραν, πάρα πολλοί αγωνιστές. Ιδιαίτερα εκεί στο πατάρι του Λουμίδη ήταν ελάχιστοι που εργάζονταν. Οι άλλοι, όπως ο Καρούζος, ο Γκόρπας, ο Πρωταίος, ήμασταν όλοι κυνηγημένοι και με απλά λόγια πεινούσαμε τότε, γι’ αυτό έφυγα εγώ όταν ήρθε το πραξικόπημα. Έφυγα μάλιστα λαθραία, γιατί είχε απαγορέψει ο Παττακός, είχε κλείσει τα αεροδρόμια και εγώ βρισκόμουνα στη Ρόδο. Είχα την καλή τύχη να γνωρίσω μία αεροσυνοδό εκεί πέρα, γιατί έμενα στη Ρόδο με την Ειρήνη η οποία ήταν ξεναγός και μας βοήθησε αυτή η κοπέλα που εργαζόταν σε κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο. Όταν ήρθε ένα καράβι από το Λίβανο και πήγαινε στην Ιταλία με Γερμανούς, με πέρασε αυτή η Χελένε, στα μουλωχτά μπήκα μέσα και έφυγα για την Ιταλία και ήρθα στη Σουηδία. Έτσι ήρθα εδώ πέρα. Και φυσικά, συνδέθηκα αμέσως με τους αντιστασιακούς εδώ, με τον Μπάμπη τον Καλαντζή ο οποίος είχε οργανώσει την αντιχουντική αντίσταση και μπήκα στο κίνημα.
–ΚΚ: Να θυμίσω ότι βρέθηκε στη Σουηδία χωρίς ελληνική ιθαγένεια, τους την είχε στερήσει η χούντα, ο Πωλ Νορ και η Αλίκη η κόρη της Κυβέλης. Ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας ο Πωλ Νορ, είναι από τους ανθρώπους στους οποίους έχεις αφιερώσει και μία ολόκληρη ποιητική σου συλλογή, τις «Νυχτερίδες». Και μου άρεσε πάρα πολύ ο στίχος που έλεγες ότι «δεν είχαμε τίποτα, πού να βρούμε λεφτά για πασατέμπο, γι’ αυτό είχαμε τις ψείρες μας που σπάζαμε και πίναμε το ίδιο μας το αίμα». Αυτό όλο περνάει μέσα στην ποίησή σου. Είναι δυνατόν να μας διαβάσεις ένα ποίημα σε ένα λεπτό που έχουμε χρόνο;
–ΚΠ: Έχω ένα ποίημα, είναι το τελευταίο που έχω γράψει, είναι αδημοσίευτο και έχει σχέση με το θέμα που μιλάμε. Λέγεται «Τα μάτια των παιδιών»:
Τα μάτια των παιδιών στην Κατοχή
δεν ήταν μάτια ανθρώπων,
ήταν σάπια πατημένα δαμάσκηνα
στις βρώμικες γωνιές των δρόμων
εκεί όπου τουρτούριζε μισόγυμνη η σιωπή
και από καιρό σε καιρό
ακούγονταν κάτι λιγνές φωνούλες,
πεινάω, πεινάω,
κι έσβηναν στον αέρα.
Τα μάτια των παιδιών στην Κατοχή δεν είχαν φως,
δάκρυα δεν είχαν,
ήταν ξεροπήγαδα και ανοιχτοί τάφοι
κάτω απ’ τις μπότες των Γερμανών.
Πεινάω, πεινάω, ψιθύριζα κι εγώ
με των νεκρών τα χείλια
και η λέξη αυτή μου τρώει τα ήπατα
αν και από τότε πέρασαν ογδόντα χρόνια.
Αυτό ήταν.
–ΣΕ/ΚΚ: Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την συγκλονιστική παρουσία σας, αγαπητέ Κωστή Παπακόγκο, και θα επικοινωνήσουμε ξανά.
–ΚΠ: Κι εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ και το θεωρώ εξαιρετική τιμή αυτό που κάνετε. Είναι η πρώτη φορά που μιλάω σε ελληνικό ραδιόφωνο.
–ΚΚ/ΣΕ: Και δική μας τιμή και να ζήσετε πολλά πολλά ακόμα χρόνια.
–ΚΠ: Ευχαριστώ, την αγάπη τη δική μου και την αγάπη της Ιρέν στον ελληνικό λαό.
Ένας Λαός…
Σύντροφοι της Ανατολής
και τζέντλεμεν της Δύσης,
αφήστε με να σας μιλήσω απλά
όπως μιλάει
ένας χωριάτης στην πατρίδα μου
και παίρνουν φως τα πράγματα.
Το έγκλημα έγινε τη νύχτα
με ξένο χέρι και μαχαίρι –
έγινε
κι είστε αυτόπτες μάρτυρες,
σύντροφοι της Ανατολής
και τζέντλεμεν της Δύσης!
Το σώμα ακόμα αιμορραγεί
μπροστά στα ωραία μάτια σας
αιμορραγεί
στις παραλίες της Μεσόγειου
και στων ανθρώπων τις καρδιές.
Και το κεφάλι του λαού μου
έμεινε ξεχασμένο
στης Γιούρας τους ξερόβραχους.
Όσο όμως κι αν πασκίζουνε
πάνω μας να βιδώσουν
ένα κρανίο πλαστικό
’μεις απαντάμε με το αίμα μας
στους δρόμους της Αθήνας:
Ο φασισμός δε θα περάσει!
(μέρος του ποιήματος «Ένας λαός αποκεφαλισμένος» από τη συλλογή του Κωστή Παπακόγκου «Τουριστικός οδηγός», εκδ. Μανδραγόρας, 2018)
Η έβδομη…
Χιόνια στην Πίνδο∙ πατημασιές
από τρύπια τσαρούχια.
Αποδώ πέρασε η Ιστορία.
Λάμπουν τα δέντρα κόκκινα στο Γράμμο
απ’ το φθινόπωρο του εμφύλιου∙
αίμα πίνουν οι ρίζες τους ακόμα.
Γίναν πουλιά οι σκοτωμένοι μα την τέχνη
του αντάρτη δεν ξεχνούν∙ όπου βρεθούν
σφυρίζουν κλέφτικα μεταξύ τους.
(από τη συλλογή του Κωστή Παπακόγκου «Η έβδομη ηλιαχτίδα», εκδ. Μανδραγόρας, 2014)
Ο Άρης
Είχε σαρκωθεί το Εικοσιένα ολόκληρο
Μέσα του πάλευε η ψυχή της Ρωμιοσύνης
Που δε γνωρίζει φραγμούς.
Την καρδιά του την έπνιγαν οι πόθοι
Σαν ατσαλένιο καράβι στο φουρτουνιασμένον ωκεανό
Και την ξέσκιζαν οι γύπες του πόνου.
Μα ήταν προμηθέας που ‘σπασε τα δεσμά του
Κυρίαρχος στους Καύκασους της Ελλάδας
Που φούντωνε με τη φλόγα του τις ελπίδες των σκλάβων.
(απόσπασμα από το ποίημα «Ο Άρης», από το βιβλίο «Νίκος Παπακόγκος – Απλά της Πίνδου λόγια», εκδ. Μανδραγόρας, 2016)
Οι ξεχασμένοι
Παράδεισος για μας θα ‘ταν αν κάποτε
Κατέβαινε ο θεός στο καλυβάκι μας
Να φάει μαζί μας λίγο κριθαρόψωμο
Δυο τρεις ελιές κι ένα κρεμμύδι.
Κι όταν θα ‘ρχονταν η ώρα να φύγει
Εμείς θα τον σχωρούσαμε ακόμα
Κι αν δεν μας το ζητούσε ο ίδιος.
(Από το βιβλίο «Στον ίσκιο του πουλιού» του Κωστή Παπακόγκου, εκδ. Μανδραγόρας, 2020)