Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Κόριννα (1946-‘49) – Ένα ξεχωριστό μαθητικό περιοδικό του Αχιλλοπούλειου Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου. Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μαρίας Αδαμαντίδου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Eκδόσεις ΑΩ και περιλαμβάνει τόσο μια εμπεριστατωμένη μελέτη της συγγραφέως, όσο και κείμενα μαθητριών από το περιοδικό εκείνης της εποχής.
Εντυπωσιάζεται κανείς πραγματικά από το πόσο τολμηρά είναι μερικά κείμενα. Μάλιστα ένα από αυτά, όπου στηλιτεύεται η αποικιοκρατία, στάθηκε τελικά η αφορμή να σταματήσει η έκδοσή του περιοδικού.
Η όποια εικόνα έχει κανείς για ένα «Παρθεναγωγείο» ανατρέπεται μέσα από τα ίδια τα άρθρα του περιοδικού που παρατίθενται.
Είναι μια εξαιρετική εργασία που συμβάλλει τόσο στη γνωριμία με πτυχές της εκπαίδευσης, όσο και της ζωής των Ελλήνων της Αιγύπτου. Κοιτάζοντας τα πρόσωπα των κοριτσιών στην αναμνηστική φωτογραφία της Ε’ Γυμνασίου του 1946 – 47, της τάξης που ίδρυσε το περιοδικό, βλέπεις τη δίψα για τη ζωή που τρέχει. Για τη ζωή που έρχεται. Αυτά τα βλέμματα που σε καθηλώνουν 70 χρόνια μετά, όπως και τα όσα έγραψαν.
Με αφορμή το βιβλίο είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τη Μαρία Αδαμαντίδου.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με ένα μαθητικό περιοδικό, τόσα χρόνια μετά την έκδοσή του;
Η αφορμή ήταν το αναπάντεχο τέλος του, που είχε άμεση σχέση με την πολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο εκείνη την εποχή. Κοιτάξτε, ήμουν ούτως ή άλλως βουτηγμένη στα βαθιά νερά της έρευνας για την ιστορία του Αχιλλοπουλείου Παρθεναγωγείου. Μάλιστα η Κόριννα μού ήταν γνωστή από το 2006, όταν μου είχε δείξει τεύχη της μία από τις ιδρύτριες. Είχα κρατήσει σημειώσεις αλλά ακόμη εργαζόμουν με ωράριο και δεν είχα καιρό για συγγραφή. Το 2016, όταν πια άρχισα να συνομιλώ με πρώην μαθήτριες του σχολείου, συνάντησα και εκείνην που, ανύποπτα, ένα κείμενό της υπήρξε η αφορμή για την αντίστροφη μέτρηση. Το μικρό μονόπρακτο της Κόριννας που παίχτηκε με φόντο στρατιωτικό νόμο, λογοκρισία και μια κρίσιμη διαπραγμάτευση για το μέλλον των Ελλήνων στην Αίγυπτο, ήταν τόσο χαρακτηριστικά και μοναδικά… αιγυπτιώτικο που με γοήτεψε. Μην ξεχνάτε ότι και η ίδια είμαι αιγυπτιώτισσα. Άλλο θέμα αν, όταν πια άρχισα να μελετάω προσεκτικά το περιοδικό, συνειδητοποίησα την αξία του σαν ντοκουμέντου παιδείας, νοοτροπίας, ζωής…
Ποια είναι αυτά τα στοιχεία που το κάνουν ξεχωριστό;
Όταν διαβάζεις κάποια γραπτά των κοριτσιών μεταφέρεσαι στο Κάιρο, στο Αχιλλοπούλειο, στο ελληνικό σπίτι του τέλους της δεκαετίας του 1940, είτε περιγράφουν τι έκαναν ένα απόγευμα μόνες στο σπίτι, είτε τι συνέβη στο τρένο πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, είτε πώς τους δίδαξε το φαινόμενο της διάθλασης ο καθηγητής της Φυσικής. Δεν είναι ότι οι εμπειρίες αυτές είναι μοναδικές στο είδος τους, ίσα ίσα είναι κοινότοπες, θα έλεγα, αλλά είναι καταγραφές σχολικής ζωής και τρόπου ζωής Ελλήνων της Αιγύπτου. Συμπληρώνουν μια προϋπάρχουσα εικόνα που και κενά έχει, και σε κάποια σημεία είναι στρεβλωμένη. Για τον σημερινό αναγνώστη θα έλεγα ότι είναι σαν ρεπορτάζ γραμμένα με την αφελή και αφιλτράριστη ματιά των παιδιών της ελληνικής παροικίας του Καΐρου. Επιπλέον είναι γραμμένα με στρωτά, ωραία ελληνικά, και με συχνές αναφορές θαυμασμού για την Ελλάδα, τεκμήρια δηλαδή του επιπέδου της ελληνικής εκπαίδευσης στην Αίγυπτο αλλά και της λατρείας που καλλιεργούνταν για μια εξιδανικευμένη μητέρα-πατρίδα Ελλάδα…
Είναι εμφανείς οι ριζοσπαστικές τάσεις κάποιων μαθητριών στα κείμενά τους. Η εικόνα που έχει κανείς απ’ έξω για ένα τέτοιο Παρθεναγωγείο είναι για πιο συντηρητικό περιβάλλον. Τι ίσχυε τελικά;
Το Αχιλλοπούλειο λειτουργούσε με τάξη και σύστημα. Από τις μαθήτριές του ζητούσε πειθαρχία σε κανόνες συμπεριφοράς μέσα και έξω από την τάξη. Όμως γενικά –με μόνη εξαίρεση ίσως μία δεκαετία– η ατμόσφαιρα στο σχολείο δεν ήταν ποτέ ασφυκτικά αυστηρή. Υπήρχε κατανόηση και ανθρωπιά. Από την άλλη, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το πόσο τολμηρά ήταν, για μαθητικό περιοδικό, ορισμένα κείμενα. Πώς τους επιτράπηκε να δημοσιευθούν; Υπήρχε εποπτεύουσα φιλόλογος, η οποία προφανώς δεν λογόκρινε, άλλο τόσο φαίνεται δεν είχε αντίρρηση και ο διευθυντής του σχολείου, αλλά επιπλέον φαίνεται ότι ούτε η κοινοτική επιτροπή εκπαιδευτηρίων είχε ενοχληθεί. Ή μήπως, πιο απλά –και πιο κυνικά– αδιαφορούσαν γιατί τα θεωρούσαν αμελητέα «κοριτσίστικα» γραπτά; Το σκέφτηκα και αυτό αλλά απάντηση δεν έχω.
Ποια κείμενα σας φαίνονται πιο ενδιαφέροντα και γιατί;
Είναι τα γραπτά της Λάλης Βεργοπούλου που τα χαρακτηρίζει άκρατος ενθουσιασμός και χαρά της ζωής, είτε μιλάει για τον πανζουρλισμό την ώρα του σχολικού συσσιτίου, είτε εξυμνεί τον Αιγύπτιο φελάχο. Είναι αυτά της Λαγκαδινού και της Κακουράτου, κοπέλες με φανερό λογοτεχνικό ταλέντο. Μ’ αρέσει η χαμηλόφωνη, μελαγχολική, κοινωνική κριτική της Διακογιάννη. Φυσικά, με εντυπωσίασε το μοιραίο κείμενο της Ζαφειροπούλου: μία δηκτική κριτική για τη στάση της Δύσης και της αιγυπτιακής ελίτ απέναντι στον αιγυπτιακό λαό, δοσμένη με γλαφυρότητα και μια δόση ανεπαίσθητης ειρωνείας. Και να σκεφθεί κανείς ότι η κοπέλα δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένη. Ήταν όμως ενήμερη, είχε καθαρή ματιά. Γραπτά αυτών των κοριτσιών περιέλαβα στο Παράρτημα μαζί με γραπτά άλλων μαθητριών, τα οποία ξεχωρίζουν σαν περιεχόμενο ή σαν γραφή. Διάλεξα και λίγα άλλα, για ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, όπως λ.χ. ένα που είναι έμμετρο, ένα με πολύ λιτό στιλ, ένα γραμμένο στην καθαρεύουσα, που σήμερα φαντάζει ξένο σώμα σε μια θάλασσα δημοτικής.
Η εξέλιξη εκείνων των κοριτσιών ήταν ανάλογη των δειγμάτων γραφής που έδωσαν στο περιοδικό;
Ναι, παρά την αλλαγή τόπου διαμονής που υπαγορεύτηκε από τις πολιτικές αναταράξεις. Η Βεργοπούλου έγινε σπουδαία ψυχαναλύτρια, με καριέρα στην Ελβετία, όπου μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον περίφημο Jean Piaget, και ύστερα συνέχισε στην Ελλάδα. Η Σοφία Κακουράτου-Γιαλουράκη, διακεκριμένη πλέον εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, έχει τιμηθεί για το σύνολο του έργου της από την Ακαδημία Αθηνών. Η Ζαφειροπούλου-Ανδριτσάκη εργάστηκε ως βοηθός αρχιτέκτονα και υπεύθυνη πρακτορείου ταξιδίων. Η Βάσω Λαγκαδινού έγινε φιλόλογος καθηγήτρια Αγγλικών. Η Θέμις Μπρίκα-Χατζηγιαννάκη μέτρησε πενήντα περίπου χρόνια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και έφτασε στη θέση της διευθύντριας Δημοτικού σε μεγάλο ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος η Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα, αποκτώντας στην πορεία ντοκτορά φιλοσοφίας και συγγράφοντας περιβαλλοντικές μελέτες για το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Τιμήθηκε και αυτή από την Ακαδημία. Η Παπακυριάκου έγινε καθηγήτρια Μαθηματικών, η Κακογιάννη γιατρός-μικροβιολόγος…
Τι έχει απομείνει σήμερα από την ελληνική παροικία του Καΐρου και της Αιγύπτου γενικότερα;
Έμεινε ένα ελάχιστο κλάσμα από τις περίπου 150.000 της καλής εποχής. Οι Ελληνικές Κοινότητες Καΐρου και Αλεξανδρείας λειτουργούν ως κοινωφελή-φιλανθρωπικά ιδρύματα και με πολλή προσπάθεια διατηρούν σχολεία, συντηρούν εκκλησίες με τη βοήθεια και του Πατριαρχείου, στηρίζουν φιλανθρωπικά και άλλα ελληνικά σωματεία και έχουν και την ευθύνη των περιουσιών των κοινοτήτων που εξέλιπαν. Στο Κάιρο μάλιστα η Κοινότητα διαχειρίζεται το δικό της ελληνικό νοσοκομείο. Οι λίγοι εναπομείναντες κάνουν τη δουλειά που κάποτε έκαναν πολλαπλάσιοι.