Ανήκω στην κατηγορία των αριστερών που, από το 1980, πήγαμε σπίτι μας, τρόπος του λέγειν. Είχαμε παλέψει με το κίνημα επί μία δεκαετία υπερεντατικά, είχαμε φάει τα μούτρα μας και αποσυρθήκαμε ηττημένοι.
Στα ίδια γραφεία έμειναν ελάχιστοι, καλόγεροι. Οι ολοσχερώς απογοητευμένοι δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο κίνημα. Διασκορπίστηκαν και άλλαξαν ζωή. Κάποιοι άλλαξαν και στρατόπεδο. Μερικοί προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ. Οι περισσότεροι απλώς απενεργοποιήθηκαν. Υπήρξαν όμως αρκετοί που διοχέτευσαν τη δραστηριότητά τους έξω από κόμματα και οργανώσεις, μέσα από άλλα κανάλια και δίκτυα, καλλιτεχνικά, πολιτισμικά, πανεπιστημιακά, περιβαλλοντικά, αυτοδιοικητικά κ.λπ. Και κάποιοι, όχι αμελητέοι, έβαλαν τον εαυτό τους σε κατάσταση παρατεταμένης αναμονής ώσπου κάτι καινούριο να φανεί.
Στα ίδια γραφεία έμειναν ελάχιστοι, καλόγεροι. Οι ολοσχερώς απογοητευμένοι δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο κίνημα. Διασκορπίστηκαν και άλλαξαν ζωή. Κάποιοι άλλαξαν και στρατόπεδο. Μερικοί προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ. Οι περισσότεροι απλώς απενεργοποιήθηκαν. Υπήρξαν όμως αρκετοί που διοχέτευσαν τη δραστηριότητά τους έξω από κόμματα και οργανώσεις, μέσα από άλλα κανάλια και δίκτυα, καλλιτεχνικά, πολιτισμικά, πανεπιστημιακά, περιβαλλοντικά, αυτοδιοικητικά κ.λπ. Και κάποιοι, όχι αμελητέοι, έβαλαν τον εαυτό τους σε κατάσταση παρατεταμένης αναμονής ώσπου κάτι καινούριο να φανεί.
Ένα από τα στοιχεία του κοινού παρονομαστή στους περισσότερους από τους προαναφερθέντες ήταν η αίσθηση του αδιεξόδου στο οποίο περιήλθε το κίνημα από την αδυναμία του να κατανοήσει τα ενεργά κοινωνικά φαινόμενα, να συνδέσει τους μακροπρόθεσμους στόχους με τους βραχυπρόθεσμους, να υπερβεί τα μέχρι τότε όρια της πολιτικής εμπειρίας, να ξεφύγει από τις δογματικές εμμονές που μεταδίδονταν κληρονομικά και ανεπεξέργαστα, να χρησιμοποιήσει το μαρξισμό όχι σαν κόμπο αλλά σαν κλειδί, να αντιληφθεί τα νέα δεδομένα του μεταπολεμικού κόσμου στην αναπτυγμένη Δύση κ.λπ. Για όσους απ’ αυτούς η απόσυρση δεν σήμαινε οριστική παραίτηση από τους αγώνες για την κοινωνική αλλαγή, αυτή η πρόσκαιρη -αν και μακρόχρονη- αποχή πήρε το χαρακτήρα μιας έμπρακτης αυτοκριτικής. Όχι μιας κριτικής που οδηγεί συνήθως στην οριστική έξοδο από το κίνημα και τις οργανώσεις του. Σήμαινε κατανόηση του αδιεξόδου και της αδυναμίας ανεύρεσης εξόδου, όντας κανείς εγκλωβισμένος στο σώμα, που ήταν διαποτισμένο από την κρίση, και επανεκτίμηση της πολιτικής κατάστασης από απόσταση ασφαλείας. Αυτά τα στάδια αποτελούν έμπρακτη αυτοκριτική, ανύπαρκτη στη μορφοποιημένη Αριστερά.
Αυτοκριτική, η οποία ασφαλώς θα ήταν καλύτερα να γινόταν μέσα στο κίνημα, μέσα στις οργανώσεις, για να τις εξυγιαίνει, να τις ανανεώνει και να τις προστατεύει από τη γραφειοκρατία και τον αριστερό ή δεξιό δογματισμό, σαν μία διαδικασία φυσική και διαρκής. Γιατί, δογματικός ή γραφειοκράτης δεν γίνεται κάποιος επειδή είναι κακός εκ φύσεως, αντιδραστικός ή ανίκανος. Γίνεται μέσα από την εμβάπτιση στα πολιτικά και ιδεολογικά στερεότυπα που αναπτύσσονται και καλλιεργούνται μέσα σε συμπαγείς οργανισμούς. Αλλά, ιστορικά, αυτό έχει αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολο έως ανέφικτο. Και όταν εκδηλώνεται σαν αυτοκριτική σε περιόδους κρίσης, συνήθως χρησιμοποιείται σαν όπλο εξόντωσης των εσωτερικών αντιπάλων, διάσπασης ή αποχώρησης.
Σήμερα, στην Αριστερά, τόσα χρόνια μετά και με τόση εμπειρία, δεν υφίσταται αυτοκριτική παρά ως μία διαδικασία που μπορεί να κουκουλώνει τα πράγματα.
Αυτός ο κόσμος της Αριστεράς, που αποστασιοποιήθηκε αλλά δεν αλλαξοπίστησε, παρακολουθεί, συμμετέχει, κάνει προτάσεις και κριτική, αποτελεί σημαντικό μέρος της αριστερής κοινής γνώμης, αλλά δεν εισακούεται από τα κομματικά επιτελεία και τους αξιωματούχους της Αριστεράς – αν και η μακρόχρονη έμπρακτη αυτοκριτική του ίσως του επιτρέπει να βλέπει κάποια πράγματα με πιο καθαρό μάτι και χωρίς συμφέροντα και δουλείες. Αυτό φάνηκε και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αριστερή κοινή γνώμη είχε, για άλλη μια φορά, αγνοηθεί.
Αυτοκριτική, η οποία ασφαλώς θα ήταν καλύτερα να γινόταν μέσα στο κίνημα, μέσα στις οργανώσεις, για να τις εξυγιαίνει, να τις ανανεώνει και να τις προστατεύει από τη γραφειοκρατία και τον αριστερό ή δεξιό δογματισμό, σαν μία διαδικασία φυσική και διαρκής. Γιατί, δογματικός ή γραφειοκράτης δεν γίνεται κάποιος επειδή είναι κακός εκ φύσεως, αντιδραστικός ή ανίκανος. Γίνεται μέσα από την εμβάπτιση στα πολιτικά και ιδεολογικά στερεότυπα που αναπτύσσονται και καλλιεργούνται μέσα σε συμπαγείς οργανισμούς. Αλλά, ιστορικά, αυτό έχει αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολο έως ανέφικτο. Και όταν εκδηλώνεται σαν αυτοκριτική σε περιόδους κρίσης, συνήθως χρησιμοποιείται σαν όπλο εξόντωσης των εσωτερικών αντιπάλων, διάσπασης ή αποχώρησης.
Σήμερα, στην Αριστερά, τόσα χρόνια μετά και με τόση εμπειρία, δεν υφίσταται αυτοκριτική παρά ως μία διαδικασία που μπορεί να κουκουλώνει τα πράγματα.
Αυτός ο κόσμος της Αριστεράς, που αποστασιοποιήθηκε αλλά δεν αλλαξοπίστησε, παρακολουθεί, συμμετέχει, κάνει προτάσεις και κριτική, αποτελεί σημαντικό μέρος της αριστερής κοινής γνώμης, αλλά δεν εισακούεται από τα κομματικά επιτελεία και τους αξιωματούχους της Αριστεράς – αν και η μακρόχρονη έμπρακτη αυτοκριτική του ίσως του επιτρέπει να βλέπει κάποια πράγματα με πιο καθαρό μάτι και χωρίς συμφέροντα και δουλείες. Αυτό φάνηκε και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αριστερή κοινή γνώμη είχε, για άλλη μια φορά, αγνοηθεί.
Στ. Ελλ.
Σχόλια