Το «Μέρσι» της Κωνσταντίνας Μόσχου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις BELL, είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που συνδυάζει το μυστήριο και τη συναρπαστική αφήγηση με ισχυρές δόσεις χιούμορ και ανατροπής του στερεότυπου των παρακμιακών ντετέκτιβ βυθισμένων στο αλκοόλ και στην αυτολύπηση.

Ο Στάθης Παντελιάς ο ήρωάς της, έχει μόνιμη σχέση, δεν πίνει και μασάει συνεχώς μαστίχες Χίου.

Σε αυτή την περιπέτεια μπλέκει με τον κόσμο της Τέχνης, με συλλέκτες, καλλιτέχνες και πλαστογράφους. Αφορμή μια περίεργη απαγωγή που θα οδηγήσει τον Παντελιά σε σκοτεινά μονοπάτια σε μια σύγχρονη Αθήνα.

Μαζί του έχει αναπάντεχους αλλά και λίγο περίεργους συμμάχους.

Εξαιρετική η γραφή της συγγραφέως σε οδηγεί αβίαστα από την αγωνία στο γέλιο και στην έξυπνη σάτιρα. Τίποτε δεν ξεφεύγει από την «ανελέητη» κριτική της ματιά.

Ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβάσετε!

Το λογοπαίγνιο του τίτλου με το όνομα Μέρσι μας προϊδεάζει για ένα διαφορετικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Κλείνετε έτσι το μάτι και στον αναγνώστη;

Είναι ζήτημα ουσίας να βάζεις κατευθείαν τον αναγνώστη στο κλίμα του βιβλίου σου. Εδώ, το συγκεκριμένο λογοπαίγνιο είναι κάτι ανάμεσα στη μετάφραση της αγγλικής λέξης «έλεος» και στο όνομα της ηρωίδας. Δίνει το στίγμα μέσα στο οποίο κινείται ο κακός χαρακτήρας της Μερσέδες ή Μέρσι Αλόνσο, και ίσως τραβά λίγο περισσότερο την προσοχή, όμως δεν έγινε για εμπορικούς λόγους. Είναι το έλεος που αναφωνούμε, κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά στα παράξενα της σημερινής κοινωνίας, που θέλει έναν κόσμο ανεκτικό στην παρανομία και στα κακώς κείμενα.

Το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται στον κόσμο της Τέχνης και στην πλαστογραφία, στον κάθε είδους μιμητισμό που χαρακτηρίζει τη νέα εποχή. Για τη διαφορετικότητα του βιβλίου, δεν έχω άποψη, ίσως να υπάρχουν και άλλα που έχουν γραφεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Για μένα είναι μέσα από την προσωπική μου αισθητική, ο κάθε συγγραφέας έχει μια ξεχωριστή μανιέρα.

Το χιούμορ και η σάτιρα λειτουργούν ανατρεπτικά σε σχέση και με τη συνήθη εικόνα του ντετέκτιβ – και όχι μόνο. Γιατί διαλέξατε αυτό το στιλ προσέγγισης;

Θεωρώ ότι είναι ευκολότερο να πεις τα πράγματα με το όνομά τους, μέσα από τη σάτιρα. Καμιά φορά όμως είναι και άκρως επικίνδυνο να υπερβαίνεις τα όρια, όπως είναι τα όρια και οι κανόνες ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο ντετέκτιβ μου είναι ένας άνθρωπος που αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν γύρω του και εξευμενίζει τους δαίμονες της σκληρής πραγματικότητας με χιούμορ και ανθρωπιά, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να είναι αποτελεσματικός σε ό,τι αναλαμβάνει.

Με αυτό τον τρόπο, πιστεύω ότι φέρνω πιο κοντά στην ελληνική νοοτροπία, το έγκλημα και την παραβατικότητα, με ιστορίες που μπορεί να συμβούν, ιστορίες που τις έχουμε ακούσει, ακόμα και αν αδυνατούμε να τις πιστέψουμε. Συμβαίνουν όμως καθημερινά, τόσο που έχουμε συνηθίσει στην υπερβολή τους. Καμιά φορά νιώθω πως έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στο έγκλημα και στη βία, ώστε δεν μας σώζει τίποτα, ίσως μόνο αυτός ο εξευμενισμός που είπα παραπάνω.

Ποια δικά σας στοιχεία υπάρχουν στους ήρωές σας;

Ίσως πολλά, ίσως και τίποτε. Είναι ασκήσεις επί χάρτου, πώς δηλαδή θα αντιμετώπιζα εγώ η ίδια μια κατάσταση, σε περίπτωση που θα την βίωνα και έχοντας έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ουσιαστικά, είναι όλα μυθεύματα. Μην πιστεύετε ποτέ, κανέναν συγγραφέα, είναι οι μεγαλύτεροι παραμυθάδες και κρύβονται καλά πίσω από κάθε ήρωά τους. Σε αυτό το σημείο ήθελα να επιστήσω την προσοχή στους αναγνώστες, να μην μπερδεύονται νομίζοντας ότι επειδή ένας χαρακτήρας είναι καλός ή κακός στο βιβλίο και πρεσβεύει τις άλφα αντιλήψεις, ότι αυτός είναι και ο αληθινός χαρακτήρας του συγγραφέα.

Ωστόσο, για να απαντήσω στην ερώτηση, νομίζω ότι το μόνο δικό μου στοιχείο είναι κάποια προσωπικά μου βιώματα ή του περιβάλλοντός μου – αληθινές ιστορίες που αναφέρω σε όλα τα βιβλία με τη φωνή των ηρώων. Και μέσα όμως από αυτές τις ιστορίες προκύπτει κάτι, η τάση του συγγραφέα να καταγράψει τον ζώντα κόσμο και να τον ζω-γραφίσει, δείχνει ένα κομμάτι από αυτό που είναι πραγματικά, τι είναι εκείνο που τον ενδιαφέρει, τι άνθρωπος είναι.

Ποιες θα χαρακτηρίζατε ως βασικές συγγραφικές επιρροές σας;

Είναι όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει ως σήμερα, ακόμα και εκείνα που δεν θυμάμαι. Καλώς ή κακώς, η μνήμη μας κουβαλά τα πάντα, έστω και υποσυνείδητα. Αρκετές φορές παρακαλάω από μέσα μου, λέγοντας «Θεούλη μου, ας μην έχει ξαναγραφεί κάτι τέτοιο, ας μην είναι κάτι που δεν το έχω διαβάσει κι όμως τυχαίνει να γράφω τα ίδια χωρίς να το ξέρω». Φυσικά δεν υπάρχει παρθενογένεση, τουλάχιστον ας είμαστε ειλικρινείς, ας είμαστε ο εαυτός μας και κανείς άλλος. Αγαπώ τα έργα πολλών συγγραφέων, θα πω μόνο κάποιους που θαυμάζω περισσότερο: στην αστυνομική λογοτεχνία, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Πατρίσια Χάισμιθ, για διαφορετικούς λόγους. Και στην κλασική λογοτεχνία, Ζοζέ Σαραμάγκου, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Μίχαελ Έντε.

Πιστεύετε πως το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα περνά περίοδο ακμής; Αν ναι, πού οφείλεται αυτό;

Υπάρχει μεγάλη αύξηση στη γραφή ελληνικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έτσι σηματοδοτείται μια περίοδος ακμής. Εννοώ ότι δεν είναι η ποσότητα που μας ενδιαφέρει, αλλά η ποιότητα. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσουμε τα διαμαντάκια που γράφουν ορισμένοι –γιατί έχουμε πολύ καλούς Έλληνες συγγραφείς– μπροστά στο μεγάλο κύμα των εκδόσεων, κάτι που πραγματικά ισοπεδώνει την κρίση των αναγνωστών, μέσα από τη διαφήμιση και τον διαρκή έλεγχο στα Μέσα.

Πιθανότατα, η άνοδος του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος και το ενδιαφέρον των εκδοτικών, προκύπτει από τη διεθνή σκηνή. Ταυτόχρονα, ζούμε μια εποχή με μεγάλη εγκληματικότητα, αρκετή βία στα Μέσα, στα video games και στους δρόμους. Οπότε έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα, η λογοτεχνία να αναπαριστά όλο αυτό το σκηνικό, με τόση αληθοφάνεια που καταντά ανατριχιαστική. Θα πρότεινα, να πάψουμε να αναπαράγουμε ένα τέτοιο μοντέλο τύπου εφημερίδας και να στραφούμε σε πραγματικά λογοτεχνικά πρότυπα. Μονάχα έτσι θα μπορούμε να μιλήσουμε για ακμή του νέου ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!