του Νίκου Λάιου*

Το βιβλίο του Αδριανού Εριγκέλ (Adriano Erriguel) «Κόκκινοι ή Νεοφιλελεύθεροι; Η Αποδόμηση της Μεταμοντέρνας Αριστεράς» (εκδ. «Έξοδος», Μάιος 2020) είναι πριν από όλα μια πολεμική.

Οι μύδροι του σκοπό έχουν να ξεσκάψουν τις σχέσεις παραλληλίας, αμοιβαίας συμπληρωματικότητας και εξάρτησης, μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και επικρατούσας σύγχρονης αριστεράς, μη εξαιρετέας της «ριζοσπαστικής», «αντισυστημικής» κ.ο.κ. Στην πλευρά της τέτοιας αριστεράς ρίχνεται το βάρος της κριτικής, καθώς αυτή προβάλλεται ως αντίπαλος πόλος και εναλλακτική του νεοφιλελευθερισμού, ενώ δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, θεωρεί ο συγγραφέας.

Κόκκινοι ή Νεοφιλελεύθεροι; Η Αποδόμηση της Μεταμοντέρνας Αριστεράς
Συγγραφέας: Αδριανός Εριγκέλ
Επιμέλεια: Σωτήρης Γιαννέλης
Εκδόσεις Έξοδος, Μάιος 2020
Σελίδες 206
Διαστάσεις: 19×13

Επιχειρώντας να φωτίσει τους λόγους της εξέλιξης αυτής, ο Εριγκέλ διακρίνει δύο κρίσιμους σταθμούς-ορόσημα:

  • Τη μαρξιστικού υπόβαθρου «Σχολή της Φραγκφούρτης» (Χορκχάϊμερ, Αντόρνο, Μαρκούζε, Φρόμμ κ.ά.), ιδιαίτερα μετά τη μετοίκιση του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών στη Νέα Υόρκη, το 1934, ως μέτρο αυτοπροστασίας απέναντι στον ναζισμό,
  • Τον «εξωμαρξιστικού» υπόβαθρου, κατά κύριο λόγο, μεταδομισμό ή μεταστρουκτουραλισμό (Φουκώ, Ντερριντά, Ντελέζ, Λυοτάρ κ.ά.), ιδιαίτερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οπόταν μαζικοποιήθηκαν και μονιμοποιήθηκαν διαλέξεις των επιφανέστερων εκπροσώπων του στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, μορφοποιώντας το κυρίως σώμα τής λεγόμενης «Γαλλικής Θεωρίας».

Στα δύο αυτά ρεύματα, στους σκαπανείς και στους επιγόνους τους –κρατώντας στάση κάπως ευμενέστερη, πάντως, απέναντι στους Χορκχάιμερ και Αντόρνο– καταλογίζει ο συγγραφέας την πραγματοποίηση μιας αποφασιστικής στροφής προς τον ατομοκεντρισμό, τον υποκειμενισμό, τον ιδεαλισμό, τον ελιτισμό, πάντοτε στα αριστερά του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος. Πρόκειται για μετατόπιση, πιο συγκεκριμένα:

  • Από τον αγώνα ενάντια στην ταξική εκμετάλλευση, στον αγώνα ενάντια στην καταπίεση μιας πανσπερμίας ατομικών ταυτοτήτων,
  • Από την επαναστατική αλλαγή ως κοινωνική διαδικασία, στην προσωπική εμπειρία, στην προσωπική ενδυνάμωση, στην προσωπική ανάπτυξη εντός ή εκτός «συλλογικής δράσης» κ.λπ.,
  • Από το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο, στο «περιθώριο» («αποκλεισμένοι», «εκτός συστήματος») ως φορέα αλλαγών στο πλαίσιο ενός «ανεκτικού» καπιταλισμού.

Ο Εριγκέλ υποστηρίζει, λοιπόν, πως ένα κράμα των δύο ρευμάτων, σφυρηλατημένο κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ, υπήρξε καταλύτης μιας μεταλλαγής τόσο βαθιάς και μαζικής στο εσωτερικό της αριστεράς –«δυτικής» και όχι μόνο–, ώστε η πλειονότητά της να αποτελεί τον αναπόσπαστο και αναγκαίο, πια, «πολιτιστικό βραχίονα» της καπιταλιστικής κυριαρχίας, την οποία νομιμοποιεί και ασταμάτητα αναζωογονεί.

Ας τονιστεί εδώ ότι, κατά συνέπεια, ο συγγραφέας ρητά απορρίπτει το σαθρό επιχείρημα περί «πολιτισμικού μαρξισμού», που η νεοσυντηρητική δεξιά εκτοξεύει κατά της μεταμοντέρνας αριστεράς και που συνοψίζεται σε μια κατηγορία περί «στρατηγικής του σοσιαλισμού για να υπονομεύσει την Δυτική κοινωνία» (σελ. 163). Η μεταμοντέρνα αριστερά είναι, για τον Εριγκέλ, «πολιτιστική κινητήρια δύναμη του νεοφιλελευθερισμού» (σελ. 163) και όχι δύναμη μιας μετα-καπιταλιστικής ή μετα-νεοφιλελεύθερης προοπτικής, που για την πραγμάτωσή της δήθεν εργάζεται με πανουργία.

Ο Εριγκέλ υφαίνει την επιχειρηματολογία του, με τις αν μη τι άλλο παθιασμένες και αιχμηρές «βελονιές», που αναλογούν σε μια πολεμική. Τα επιμέρους ζητήματα, που συνενώνει έτσι μεταξύ τους, είναι πολλά και σημαντικά: Παγκοσμιοποίηση, έθνος, λαός, τάξη· μεταδημοκρατία και διακυβέρνηση, «ανθρωπισμός» και (επι)κυριαρχία· πολιτική ταυτοτήτων, «ανοικτή κοινωνία»· φετιχισμός του Άλλου, του Θύματος, του Πόνου· πρόοδος-συντήρηση, φασισμός-αντιφασισμός κ.ά.

Τα υπέρ

Στο γενικό αυτό κάδρο υφαίνει ο Εριγκέλ την επιχειρηματολογία του, με τις αν μη τι άλλο παθιασμένες και αιχμηρές «βελονιές», που αναλογούν σε μια πολεμική.

Τα επιμέρους ζητήματα, που συνενώνει έτσι μεταξύ τους, είναι πολλά και σημαντικά: Παγκοσμιοποίηση, έθνος, λαός, τάξη· μεταδημοκρατία και διακυβέρνηση, «ανθρωπισμός» και (επι)κυριαρχία· πολιτική ταυτοτήτων, «ανοικτή κοινωνία»· φετιχισμός του Άλλου, του Θύματος, του Πόνου· πρόοδος-συντήρηση, φασισμός-αντιφασισμός κ.ά.

Ο τρόπος πραγμάτευσης όλων αυτών παρουσιάζει προτερήματα και μειονεκτήματα. Για τις ανάγκες του σημειώματος, θα ξεχωρίζαμε τα παρακάτω θετικά:

  • Δείχνει, σε κάποιον βαθμό, ότι το μπαράζ κριτικής, που ο μεταμοντερνισμός εξαπέλυσε ενάντια στις μανιχαϊκές θεωρήσεις, παγιώνεται –παρά την εξύμνηση της «διαφορετικότητας» και της «πολυφωνίας»– σε έναν αναβαπτισμένο μανιχαϊσμό. Αυτό που απομένει, στο βάθος, είναι ένας γαλαξίας περιθωριοποιημένων και ενταγμένων, θυμάτων και θυτών, ευάλωτων και ισχυρών – όπου «το ευάλωτον είναι πλέον δύναμη» (σελ. 117) για «να αλλάζουν όλα, έτσι ώστε να μην αλλάζει τίποτα» (σελ. 132). Ένα ευάλωτον διάχυτο και ναρκισσιστικό, μόνιμα εκτεθειμένο σε μυριάδες απειλές διακρίσεων σε βάρος του, από παντού. Ένα ευάλωτον, άρα, που εκτοπίζει την ταξική εκμετάλλευση από το επίκεντρο, υποβιβάζοντάς την σε ένα μόνο από τα αναρίθμητα ισοδύναμα στοιχεία μιας εν γένει «καταπίεσης» και σε συνθηματολογία απαραίτητη ως διαπιστευτήριο ενός «τέρμα αριστερού» προφίλ.
  • Δείχνει αρκετά ικανοποιητικά τον κομβικό ρόλο που παίζει η σύγχρονη αριστερά στην εμπέδωση μιας τέτοιας «ιδεολογίας του θύματος», απόλυτα συμβατής με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των επικρατέστερων, προοδευτικών (και αεριτζίδικων) τμημάτων των αρχουσών τάξεων. Εύστοχα βλέπει τον ρόλο αυτό οργανικά ενταγμένο σε ένα σχήμα ενδοσυστημικού καταμερισμού εργασιών: «κατά πρώτον λόγο, η μεταμοντέρνα Αριστερά ασχολείται με την διαχείριση των “συνηθειών και των ηθών”· δεύτερον, οι φιλελεύθεροι “οπαδοί του Χάγιεκ” ασχολούνται με την διαχείριση της οικονομίας· τέλος, η σοσιαλδημοκρατία του “τρίτου δρόμου” είναι υπεύθυνη για την πολιτική διαχείριση» (σελ. 128).
  • Στη βάση αυτή διακρίνει μια λογική μετασχηματισμού στο εσωτερικό του καπιταλισμού και όχι καθ’ υπέρβασή του, στην οποία ευρύτατα κομμάτια της αριστεράς συνδράμουν με πάθος: «Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός; Μία παγκοσμιοποίηση με διπλό πρόσωπο: μεταδυτική σε επίπεδο πολιτιστικό (οι δυτικές κοινωνίες θα είναι πολυπολιτισμικές και μιγαδικές) και δυτική σε επίπεδο “αξιών”, τουτέστιν η καθολική επέκταση της αρχής του ελεύθερου ανταγωνισμού και η εγκαθίδρυση ενός καπιταλισμού, ο οποίος απαλλαγμένος ον από κάθε “αρχαϊσμό”, θα γίνεται αποδεκτός ως γενικός κανόνας του βίου» (σελ. 100).
  • Εξηγεί ότι είναι εξ αιτίας αυτής της εντεινόμενης επικέντρωσης της αριστεράς στο «περιθώριο», στις ανεξάντλητες, ρευστές και ολοένα πιο εκκεντρικές «ταυτότητες» κ.λπ., που «η εστίαση της προσοχής στις έγνοιες της πλειονότητος της εργατικής τάξης είναι μια οπτική η οποία, παρόλο που προηγουμένως ανήκε στην Αριστερά, σήμερα έχει μετακινηθεί προς τα δεξιά» (σελ. 190-191).
  • Γενικά, στοιχειοθετώντας τον ρόλο της σύγχρονης αριστεράς ως μέρους του προβλήματος και ως διαχειριστή του, μας προκαλεί να επανεξετάσουμε πεπατημένες και να εκτεθούμε χωρίς αλληθωρίσματα στις δυσκολίες με τις οποίες χρειάζεται να αναμετρηθούμε, μπρος στα κορυφαία επίδικα της εποχής. Εφ’ όσον, δηλαδή, θέλουμε να τα βάλουμε «με αυτό το μεσσιανικό όραμα του μέλλοντος – ένα όραμα για έναν μεταεθνικό κόσμο, στον οποίο δεσπόζει η παγκόσμια υπηκοότητα και όπου η παγκόσμια διακυβέρνηση θα εκτοπίσει κάθε εθνική κυριαρχία» (σελ. 12), στην πορεία ενσάρκωσης του οποίου «ο λαός είναι πάντοτε ύποπτος. Γι’ αυτό είναι καλύτερο να αποδομηθεί» (σελ. 125).

Ο συγγραφέας ούτε πρωτοτυπεί ως προς την επιλογή του θέματος, ούτε διεισδύει σε αυτό με τη συγκρότηση και εμβρίθεια ενός Ζαν-Κλώντ Μισεά ή ενός Κρίστοφερ Λας. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ρηχός, αφενός. Από τη στιγμή, αφετέρου, που από τον μεγάλο και αντιφατικό αυτό πλούτο έργων μεταφράζονται στη χώρα μας ελάχιστα, το βιβλίο είναι χρήσιμο σε όσους και όσες προβληματίζονται

Τα κατά

Ως προς τις αδυναμίες του βιβλίου, μπορούμε εδώ να αναφέρουμε τα εξής:

  • Η πορεία μετάλλαξης της αριστεράς στην μεταμοντέρνα της εκδοχή παρακολουθείται αποκλειστικά στις οδούς της παραγόμενης θεωρίας, ώστε στο τάδε και στο δείνα θεωρητικό ρεύμα φορτώνονται αρκετά βολικά οι ευθύνες, όσο δεν συνυπολογίζονται άλλες συνιστώσες των ιστορικών πλαισίων.
  • Τις απαρχές αυτού του μετασχηματισμού της αριστεράς σε μεταμοντερνισμό εντοπίζει ο συγγραφέας μόλις στην τρίτη-τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Βλέπει, βέβαια, ότι δεν πρόκειται για συμβάν της τάξης του ατυχήματος ή της προδοσίας, αλλά για «πράξη ιστορικής συνέπειας» (σελ. 133), πράγμα που θα δικαιολογούταν, λοιπόν, με μια κριτική ανασκόπηση πολύ βαθύτερη στον χρόνο. Πέρα από μια σκέτη παραπομπή στον Μισεά, όμως, ο συγγραφέας δεν εμβαθύνει σε αυτό το ζήτημα, το τόσο σπουδαίο και πρόσφορο σε παρερμηνείες.
  • Σε άμεση σύνδεση με αυτό, απουσιάζει η εξέταση σημαντικών περιπτώσεων «υβριδικών» ιδεολογικοπολιτικών θέσεων, που χαρακτηρίζουν ολοένα διευρυνόμενα τμήματα της αριστεράς. Δεν φωτίζονται, για παράδειγμα, οι λόγοι της άνεσης με την οποία πλέον ένας ντούρος λενινισμός εναγκαλίζεται έναν παράφορα μεταμοντέρνο δικαιωματισμό.
  • Παρακολουθώντας την κλιμάκωση της σφοδρής κριτικής, που ο συγγραφέας ασκεί στη μεταμοντέρνα αριστερά, θα περίμενε κανείς στοιχεία μιας προωθητικής πρότασης στο τέλος ή μια ειλικρινή δήλωση αδυναμίας ανάληψης τέτοιας πρωτοβουλίας. Το πλησιέστερο που έχουμε σε αυτά είναι το εξής: «Είναι απαραίτητο να επαναφέρουμε στο προσκήνιο την ταξική προσέγγιση […] μια ταξική προσέγγιση όμως που θα είναι απαλλαγμένη από τα λάθη, τους δογματισμούς και τις ακαμψίες του μαρξισμού του παρελθόντος […] Πρόκειται εδώ για έναν Μαρξ που είναι απαλλαγμένος από τον μαρξισμό» (σελ. 190). Το να προτείνεται μια προσέγγιση απαλλαγμένη από στρεβλώσεις είναι λογικό και αναγκαίο, πιστεύουμε. Το προβληματικό είναι αυτό να κατανοείται ως ολική και κατ’ αποκλειστικότητα επιστροφή σε ένα σώμα θέσεων του 19ου αιώνα, με παράλληλη διαγραφή κάθε τι άλλου που αναδύθηκε στο μεσοδιάστημα μέχρι τις μέρες μας. Και όχι μόνο κάθε τι άλλου μαρξιστικού, αλλά και «εξωμαρξιστικών» προσεγγίσεων, που από διαφορετικές αφετηρίες φώτισαν και μπορούν ακόμη να φωτίζουν κρίσιμες πλευρές της πραγματικότητας. Δεν είναι λύση, νομίζουμε, να αντιπαρατάσσεται στον πουριτανισμό της μεταμοντέρνας αριστεράς και της νεοφιλελεύθερης δεξιάς ένας μαρξικός πουριτανισμός.
  • Η θέση αυτή του Εριγκέλ, όπως προαναγγέλλεται εδώ και εκεί σε προηγούμενες σελίδες του βιβλίου, διαποτίζεται από στρεβλές, πιστεύουμε, κατανοήσεις μιας σειράς ζητημάτων όπως:
  • Ηθική και αριστερά (θεωρεί ότι η απάντηση στον πουριτανικό ηθικισμό της μεταμοντέρνας αριστεράς είναι ένα «ψυχρό αίμα» υπεράνω ηθικής)
  • Ταξική πάλη και ταξική συνείδηση (τα βλέπει αποκλειστικά στην «καθαρή» διάστασή τους, αυτή της αντίθεσης αστικής τάξης και προλεταριάτου, αγνοώντας τη διάσταση, λ.χ., των αγώνων λαών και εθνών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στη νεοαποικιοκρατία – την ίδια στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι έθνη και λαοί είναι το τελευταίο, μάλλον, εμπόδιο στην απόλυτη επικράτηση μιας «παγκοσμιοποιημένης υπερεθνικής υπερτάξης»)
  • Κεντρικό και ειδικό (μοιάζει να θεωρεί την ενασχόληση με «θεματικά» ζητήματα τελείως αχρείαστη, προσπερνώντας δυνατότητες προσγείωσής τους –από την επικράτεια του αχαλίνωτου και εξωφρενικού, σε αυτήν μιας νέας κοινής λογικής– και σύγκλισής τους σε ένα ενιαίο, εθνικό-λαϊκό πρόταγμα) κ.ά.
  • Τέλος, ας σημειώσουμε ότι σε επίπεδο μετάφρασης έχει επιλεχθεί ένας «μεικτός» τρόπος καθομιλούμενης και καθαρεύουσας. Δεν είναι ακριβώς αρνητικό αυτό αλλά, όντας ασυνήθιστο, μπορεί να δυσκολέψει αχρείαστα τον αναγνώστη.

Συνοψίζοντας

Το βιβλίο «Κόκκινοι ή Νεοφιλελεύθεροι; Η Αποδόμηση της Μεταμοντέρνας Αριστεράς» εντάσσεται στον ευρύ κύκλο έργων κριτικής θεώρησης μιας αριστεράς, που τόσο περισσότερο μεταλλάσσεται σε κομφορμιστική όσο συνεχίζει να θεωρεί βαθιά αυτονόητο τον αντικομφορμιστικό, αντισυστημικό, «αντι-τα-πάντα» χαρακτήρα της, άσχετα αν «απέξω» έχει καύσωνα, καταιγίδα ή χιονοθύελλα.

Ο συγγραφέας ούτε πρωτοτυπεί ως προς την επιλογή του θέματος, ούτε διεισδύει σε αυτό με τη συγκρότηση και εμβρίθεια ενός Ζαν-Κλώντ Μισεά ή ενός Κρίστοφερ Λας. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ρηχός, αφενός. Από τη στιγμή, αφετέρου, που από τον μεγάλο και αντιφατικό αυτό πλούτο έργων μεταφράζονται στη χώρα μας ελάχιστα, το βιβλίο είναι χρήσιμο σε όσους και όσες προβληματίζονται πάνω στις γενικές γραμμές, που αναφέρθηκαν σε αυτή την παρουσίαση.

Αν και οι 200 περίπου σελίδες του πολύ απέχουν από το να εξαντλούν τα πολλά και περίπλοκα ζητήματα, που απλώνουν, οι εκτεταμένες βιβλιογραφικές παραπομπές ανοίγουν πολλές πόρτες για περαιτέρω διάβασμα – τουλάχιστον στους γαλλομαθείς και ιταλομαθείς.

Στα κείμενα που μνημονεύονται, όπως και στο ίδιο το κείμενο του Εριγκέλ, αρκετά είναι αυτά που ξενίζουν, με τρόπους κάποτε «ασήκωτους». Αυτό, θα προτείναμε, δεν πρέπει να λειτουργήσει αποτρεπτικά, παρά ίσα-ίσα να ιδωθεί ως αφορμή για όντως κριτική σκέψη, αληθινά πέρα από τις βεβαιότητές μας – τις έτσι κι αλλιώς ταρακουνημένες, εφ’ όσον είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι και όχι σάιμποργκ «του κινήματος».

Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να παίρνουμε στα σοβαρά τα περί «εποχής τεράτων». Δεν ξεμπερδεύεις εύκολα μαζί τους, αλλάζοντας πεζοδρόμιο κάθε φορά που τα αντικρίζεις, για να μην σε απορρίψει η παρέα σου.

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος


Περιεχόμενα του βιβλίου

– Ποιος είναι τ’ αφεντικό;
– Το Μεγάλο Παιχνίδι
– Οι πραγματικοί νεκροθάφτες του μαρξισμού
– Ουτοπική κοσμοπολιτεία
– Από τον μεταμαρξισμό στον νεοφιλελευθερισμό
– Ο αόρατος νεοφιλελευθερισμός
– Ναρκισσισμός των μαζών
– Η αντισυστημική απάτη
– Το φύλο και η ιδιωτικοποίηση της πολιτικής
– Μία βορειοαμερικανική παθολογία
– Οι αυθεντικοί κληρονόμοι του «Μάη του ’68»
– Ο άνθρωπος ως νεοσύστατη επιχείρηση
– Ο νεοφιλελευθερισμός της Αριστεράς
– Ο καταραμένος «άγιος Φουκώ»
– Φιλοσοφία της μεταεπαναστάσεως
– Προς την απελευθέρωση από την μικρο-οικονομία
– Το λούμπεν ως λυτρωτής
– Η επανάσταση δεν είναι πια αυτό που ήταν
– «Ο Μεγάλος Άλλος»
– «Ο Άλλος»: η κατασκευή ενός μεταμοντέρνου τοτέμ
– Η επέλαση των κλαψοδιαμαρτυρόμενων νταήδων
– Το θύμα ως φετίχ
– Η τυραννία της εξιλεώσεως
– Θυματοποίηση και αποδόμηση της δημοκρατίας
– Να αλλάζουν όλα, ούτως ώστε να μην αλλάζει τίποτα
– Οι νέες κυρίες της φιλανθρωπίας
– Μια γλώσσα τόσο παλαιά όσο και ο άνθρωπος
– Η Αριστερά και οι «κουδουνίστρες» της
– Ας μιλήσουμε για κοινωνικές τάξεις
– Η διαφορετικότητα: παγίδα ή σφάλμα;
– Ένας «ανεκτικός» καπιταλισμός
– Μια νέα πεφωτισμένη τυραννία
– Η Θρησκεία του Χάους
– Όλα είναι μία αφήγηση
– Ο φιλελευθερισμός καταβροχθίζει τον ίδιο του τον εαυτό
– Ένα απροσδιόριστο πολιτικό υποκείμενο
– Ο φιλελευθερισμός σήμερα
– Η Αριστερά κάνει την αυτοκριτική της
– Μία νέα θρησκεία του Κράτους
– Με την πλάτη στραμμένη στον λαό
– Ο νεοφιλελεύθερος λόγος και η επίκληση του παραδείγματος του Χίτλερ
– Η Αριστερά στον σκοτεινό θάλαμο
– Προς ένα μεταφιλελεύθερο μέλλον;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!