του Σπύρου Κακουριώτη

 

«Να ζούμε σε σπίτια με διάφανους τοίχους». Το αίτημα των σουρεαλιστών των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, το είχε διατυπώσει, με τον δικό του τρόπο, τρεις αιώνες νωρίτερα, ο Άλκηστος, ο ήρωας του μολιερικού Μισανθρώπου: «ο ειλικρινής κι ο έντιμος μιλά / μόνο με λέξεις που έρχονται μέσα απ’ την καρδιά». Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί το φαίνεσθαι, η ουτοπία της αμεσότητας, της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον άλλο, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει στοιχείο του κωμικού, ιδιαίτερα εκεί όπου η αντίθεση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, όπως στην περίπτωση της αυλής του «Βασιλιά Ήλιου», είναι όσο εκκωφαντική παρουσιάζεται από την καυστική κριτική του Μολιέρου.

Η υποκρισία, που χαρακτήριζε κατά κόρον τα αριστοκρατικά ήθη της εποχής, απασχόλησε συχνά τον Μολιέρο στα έργα του, κάτι που του κόστισε απαγορεύσεις και την μήνι της αυλής ή της εκκλησίας. Στον Μισάνθρωπο (1666), που αντλεί από μια πλούσια φιλολογική παράδοση, ιδιαίτερα από τον Λουκιανό και τον Πλούταρχο, ο ήρωάς απαιτεί, από τον εαυτό του και τους φίλους του, απόλυτη ειλικρίνεια και εξίσου απόλυτη καταδίκη της υποκρισίας και της ματαιοδοξίας. Όμως έχει το αδύνατο σημείο του· τον έρωτά του για την Σελιμένη, τη φιλαρέσκεια τής οποίας υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει και να ανταγωνιστεί άλλους υποψήφιους για την καρδιά της. Ο «χολερικός ερωτευμένος» (όπως είναι ο δεύτερος τίτλος του έργου) μπορεί να κερδίσει τη μάχη με τους ανταγωνιστές του, χάρη στο κωμικό εύρημα της αποκάλυψης της «κοκεταρίας» της Σελιμένης, που τους ενθαρρύνει όλους χωρίς να δίνεται πραγματικά σε κανέναν, όταν όμως της ζητήσει να τον ακολουθήσει μακριά από τον κόσμο, θα εισπράξει την άρνησή της.

Σε αυτήν την «φιλοσοφικότερη» από τις κωμωδίες του Μολιέρου, η πλοκή είναι στοιχειώδης· το βάρος πέφτει στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων ή, καλύτερα, σε ένα κατοπτρικό παιχνίδι γύρω από την αλήθεια και το ψέμα, την πραγματικότητα και την αναπαράστασή της –ο ίδιος ο Μολιέρος βάζει στο στόμα του ήρωά του ένα επικριτικό σχόλιο για τις κωμωδίες του, θυμίζοντας στο κοινό ότι βρίσκεται στη σκηνή ενός θεάτρου. Και πού βρίσκεται, άραγε, η αλήθεια πάνω στη σκηνή;

Η Ιόλη Ανδρεάδη προσεγγίζει τον Μισάνθρωπο μέσα από αυτά τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, διακρίνοντας το είναι από το φαίνεσθαι, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα επιπλέον πεδίο αναπαράστασης μέσα στην αναπαράσταση: Ο σκηνικός χώρος τριχοτομείται, όπως τριχοτομείται και ο λόγος των ηρώων, ακολουθώντας το φροϋδικό σχήμα του ανθρώπινου ψυχικού οργάνου.

Στο βάθος της σκηνής δεσπόζει μια μνημειακή κατασκευή, μια πινακοθήκη με έξι πλαίσια, όσοι και οι ηθοποιοί, στα οποία παραμένουν, όσο δεν μιλούν –εκτός από τον Άλκηστο. Δεν μιλούν, αλλά δεν μένουν βουβοί. Μέσα από χειρονομίες, γκριμάτσες, πόζες, αποκαλύπτουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους, τις ασύνειδες ορμές που θα αναδύονταν δυναμικά αν δεν τις συγκρατούσε η λογοκρισία του συνειδητού, αν δεν τις μασκάρευε σε φιλάρεσκες και ματαιόδοξες ατάκες η αστυνόμευση του υπερεγώ, που κατέχει τον χώρο της σκηνής, εκεί όπου εκτυλίσσεται η δράση. Όμως, στη διάταξη που κατασκευάζει η νεαρή σκηνοθέτης, υπάρχει ένας ακόμη χώρος, αυτός του προσκηνίου, όπου είναι τοποθετημένο ένα μικρόφωνο – πηγή φωτός. Εκεί, απευθυνόμενοι προς τους θεατές, οι πρωταγωνιστές αποκαλύπτουν τις μύχιες σκέψεις τους· εκεί εδράζεται μια διαφορετική φωνή, αυτή της συνείδησης. Μια φωνή που διαμεσολαβείται από το μικρόφωνο, που δεν ανήκει στον χώρο της ουτοπίας, πλην όμως μια φωνή ειλικρινής.

Έχοντας στα χέρια της μια εξαιρετικά λειτουργική έμμετρη διασκευή, από την ίδια και τον Άρη Ασπρούλη, πάνω στη μετάφραση του Γιάγκου Ανδρεάδη, αλλά και ένα σύνολο καλών ηθοποιών, από τους οποίους ξεχωρίζει ο εξαιρετικός Μιλτιάδης Φιορέντζης στον ρόλο του χολερικού αλλά και ηττημένου ήρωα, η Ιόλη Ανδρεάδη παρουσιάζει μια ευφρόσυνη και παραστασιακά σύγχρονη ανάγνωση του Μισανθρώπου.

 

  • Σύγχρονο Θέατρο, Παρασκευή – Κυριακή
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!