Η συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα στη Βρετανία, από 44% που ήταν τότε, βρέθηκε σήμερα στο 15%. Η απίσχνανση αυτή, που θαρρείς και οφειλόταν σε επικίνδυνο ιό, πέρασε τα σύνορα, πέταξε πάνω από πελάγη και ωκεανούς και μόλυνε όχι μια, όχι δύο, αλλά ολόκληρο τον ΟΟΣΑ, με την αναλογία των οργανωμένων ιδιωτικών υπαλλήλων να συρρικνώνεται περίπου στο 20%. Ενώ στην Αμερική που, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε και καλό ιστορικό τουλάχιστον από το ’50 και δώθε, η αναλογία αυτή από 20% το 1979, έπεσε στο 7%.
Κι εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος. Μπορεί το πρόσχημα να είναι τα δημόσια ελλείμματα, αλλά η ουσία είναι τα ίδια τα συνδικάτα. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο μήνα, την τελευταία βδομάδα τα δημοσιεύματα σχετικά με την «πληγή» του συνδικαλισμού του δημόσιου τομέα στην Αμερική, πολλαπλασιάστηκαν, ένδειξη ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται πια στα χαρακώματα, με διαπραγματεύσεις μόνο επί μισθών και συντάξεων, αλλά κατά μέτωπο. Ο Economist, στην τελευταία του έκδοση, (6/1), πέρα από την πλούσια αρθρογραφία που αφιέρωσε στο θέμα, διέθεσε ως και το εξώφυλλο για το σκοπό αυτό, με πολεμική εικονογράφηση και με πηχυαίο τίτλο: «Η μάχη είναι μπροστά μας: αντιμετωπίζοντας τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα».
Από τον «τεμπέλη»
στον «προνομιούχο»
Αιχμή της επίθεσης που εξαπολύεται από πολιτικές φυσιογνωμίες αμφοτέρων των κομμάτων, λιγότερο των Δημοκρατικών, περισσότερο των Ρεπουμπλικανών, και με ανανεωμένη ρητορική, δεν είναι πλέον το χιλιοειπωμένο μάντρα του «τεμπέλη, ανίκανου και χαραμοφάη» δημόσιου υπάλληλου, αλλά η προνομιακή, και γι αυτό «σκανδαλώδης», θέση που αυτός κατέχει στην αποσαρθρωμένη αγορά εργασίας, σε σύγκριση με αυτή του δεινοπαθούντα εργαζόμενου του ιδιωτικού τομέα. Αν η επιδείνωση της θέσης του τελευταίου ήταν απόρροια της διάλυσης του συνδικαλισμού, καθίσταται προφανές ότι, έστω και καθυστερημένα, η διάλυση του συνδικαλισμού των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης, θα επιφέρει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Δηλαδή την εξουδετέρωσή και αυτών, ως το ύστατο εμπόδιο για την πλήρη υποβάθμιση των εργαζομένων συνολικά.
Κι όλα αυτά, εν μέσω των συνεχιζόμενων προκλητικών μέτρων της κυβέρνησης Ομπάμα προς όφελος αυτών ακριβώς που προκάλεσαν την κρίση, την συνέχιση δηλαδή της πολιτικής Μπους, περί της χαμηλής, λιγότερο του 15%, φορολόγησης όσων έχουν εισόδημα μεγαλύτερο των 250.000 δολαρίων, της συνεχιζόμενης υπερβολικής κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, της άρνησής τους να προσλάβουν νέο προσωπικό, των υψηλών bonus κ.λπ. Και επιπλέον εν μέσω δυο -αν μη τι άλλο- κοστοβόρων πολέμων.
Για παράδειγμα, στην πολιτεία μόνο της Ν. Υόρκης, ενώ τη δεκαετία 2000-2010 οι φορολογία των φυσικών προσώπων αυξήθηκε κατά 50%, η φορολογία των επιχειρήσεων αυξήθηκε μόνο κατά 20%, και τούτο βάσει του γνωστού, αλλά ψευδεπίγραφου τελικά δόγματος ότι η χαμηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων φέρνει επενδύσεις, οι επενδύσεις δουλειές, και οι δουλειές ευημερία. Τίποτε ψευδέστερο αυτού. Κατά την τελευταία εικοσαετία η ανά κάτοικο, μέση αύξηση του ΑΕΠ στην Αμερική ήταν χαμηλότερη απ’ ότι την προηγούμενη τριακονταετία, και αυτή με τη σειρά της κατά πολύ χαμηλότερη της εικοσαετίας 1960-1980.
Η νέα Βουλή, που ελέγχεται πλέον από τους Ρεπουμπλικανούς έχει υποσχεθεί να προβεί σε περικοπές της τάξης των 100 δισ. δολαρίων, ενώ και με την έγκριση των δημοκρατικών οι περικοπές θα κατευθυνθούν στην περίθαλψη των απόρων και ηλικιωμένων, στην εκπαίδευση, στις μεταφορές και σε άλλες κοινωνικές παροχές προς τους αδυνάτους.
Αφήστε τις να χρεοκοπήσουν!
Επιπλέον, μέσα στο πρόγραμμα της νέας Βουλής είναι και η άρνηση διάσωσης (bail-out) από την κεντρική κυβέρνηση όσων πολιτειών είναι στα πρόθυρα χρεοκοπίας, αφήνοντάς τις τελικά να χρεοκοπήσουν, κάτι που με την υφιστάμενη νομοθεσία δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Και δεν είναι μόνο η Καλιφόρνια και το Ιλινόι που κινδυνεύουν. Το άνοιγμα όλων των πολιτειών εκτιμάται στα 85 δισ. δολάρια, οπότε ενδεχόμενη χρεοκοπία, θα έχει ως αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερες περικοπές στις δημόσιες παροχές και δαπάνες.
Σύμφωνα, δε, με τη νέα νομοθεσία που εξυφαίνεται, οι πολιτείες θα πρέπει εφεξής να περιλαμβάνουν στο έλλειμμα και τα ανοίγματα των συνταξιοδοτικών ταμείων, γεγονός που αφενός θα επιφέρει ακόμα ένα χτύπημα στις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, αφετέρου θα μειώσει και την αξιοπιστία των πολιτειών στις αγορές χρήματος, μιας και θα εμφανίζονται με μεγαλύτερο έλλειμμα. Ένα τέχνασμα που εμφανίζει πολλά κοινά σημεία με την τακτική που ακολούθησε η Eurostat αναθεωρώντας προς τα πάνω και το δικό μας.
Τσακίστε τους!
Έτσι, λοιπόν, εξηγείται και η πρεμούρα για την εξουδετέρωση των συνδικάτων. Όσο, δηλαδή, είναι ακόμα καιρός.
Και στην περίπτωση αυτή, τη βρόμικη δουλειά, αντίθετα με τους σοσιαλιστές, που είναι η νόρμα, θα την αναλάβουν οι νεο-εκλεγέντες Ρεπουμπλικανοί. Ήδη στύβουν το μυαλό τους και εξαντλούν τη φαντασία τους σχεδιάζοντας τα νέα μέτρα που θα τσακίσουν τη διαπραγματευτική δύναμη και την πολιτική επιρροή (κυρίως προς τους δημοκρατικούς), των εν λόγω συνδικάτων.
Για παράδειγμα, Ρεπουμπλικανοί βουλευτές από την Ιντιάνα, Μισούρι, Μέιν και μερικές άλλες πολιτείες σκέφτονται να εισάγουν νομοθεσία, η οποία θα απαγορεύει στα μέλη των συνδικάτων να πληρώνουν συνδρομή, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να αποστερήσουν από τα ταμεία τούς πόρους, με τους οποίους κατά παράδοση χρηματοδοτούν με αρκετά εκατοντάδες εκατ. δολάρια τη φορά τις προεκλογικές εκστρατείες των Δημοκρατικών. Στο Οχάιο, ο νέος κυβερνήτης σκέφτεται να απαγορεύσει στους δασκάλους ν’ απεργούν. Ενώ, στο Γουισκόνσιν, ο νέος πάλι κυβερνήτης θέλει να απαγορεύσει στους κυβερνητικούς υπαλλήλους να οργανώνονται σε ενώσεις και σωματεία.
Μπορεί οι προτάσεις αυτές να ακούγονται ακραίες, είναι όμως ενδεικτικές του κλίματος και των προθέσεων που επικρατούν. Ο κλοιός, πάντως, ολοένα θα σφίγγει και οι πιθανότητες ανατροπής θα λιγοστεύουν. Αν πάρουμε για παράδειγμα την αποτυχία των Γάλλων και των Ελλήνων, των Ισπανών, των Πορτογάλων, των Τσέχων και των Ρουμάνων, τα προγνωστικά δεν ακούγονται ευοίωνα…